<<home

GO TO INDEX OF FIGURES

 

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

 

ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

 

1. ΓΕΝΙΚΑ   294

2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ  294

2.1. Σταδιο Α   295

2.2. Σταδιο Β   296

2.3. Σταδιο Γ  298

2.4. Σταδιο Δ   299

2.5. Σταδιο Ε  300

2.6. Σταδιο ΣΤ  302

2.7. Σταδιο Η   304

2.8. Σταδιο Θ   305

3. ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ ΒΥΘΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΥΨΩΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΣ  307

3.1. Γενικα   307

3.2. Υπολογισμοσ Των Μεσων Ταχυτητων Βυθισησ Και Ανυψωσησ Κατα Τα Τελευταια 1.6 Μα   308

3.3. Σχολια - Παρατηρησεισ Και Κινηματικη Ερμηνεια Των Ταχυτητων Που Υπολογιστηκαν   310

3.4. Ο ΤΥΠΟΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΔΥΤΙΚΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ   312

4. ΣΧΟΛΙΑ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ   316

INDEX OF FIGURES

Fig. 6. 1. 296

Fig. 6. 2. 297

Fig. 6. 3. 298

Fig. 6. 4. 301

Fig. 6. 5. 301

Fig. 6. 6. 303

Fig. 6. 7. 305

Fig. 6. 8. 307

Fig. 6. 9. 312

Fig. 6. 10. 315

Fig. 6. 11. 316


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ ΣΤ

 

ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

 

 

1. ΓΕΝΙΚΑ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προέκυψαν από τη λεπτομερή γεωλογική - στρωματογραφική χαρτογράφηση και μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων των τεκτονικών βυθισμάτων Κυπαρισσίας ­Καλού Νερού, Νέδα και Ζαχάρως, τη γεωμορφολογική - μορφοτεκτονική μελέτη όλης της περιοχής, την λεπτομερή χαρτογράφηση και μελέτη των νεοτεκτονικών δομών (ρήγματα, πτυχές) τόσο στους αλπικούς όσο και στους μεταλπικούς σχηματισμούς, την μελέτη της παραμόρφωσης του αλπικού τεκτονικού ιστού κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, καθώς επίσης και τα σεισμολογικά δεδομένα, προκύπτει ότι η παραμόρφωση της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου και κατ' επέκταση του ελληνικού τόξου κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, είναι συνεχής και πολύπλοκη. Ακολούθως θα περιγραφούν τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος Μεγαλόπολης - Λύκαιου - Μίνθης - Τετράζιου (ΜΕΛΥΜΙΤΕ), θα καταβληθεί δε προσπάθεια να ποσοτικοποιηθούν οι κατακόρυφες κινήσεις του στερεού φλοιού της ΚΔ Πελοποννήσου στις περιοχές (τεκτονικά βυθίσματα και κέρατα) όπου υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να γίνουν οι υπολογισμοί (π.χ. να υπολογιστούν οι ταχύτητες βύθισης ή ανύψωσης συγκεκριμένων ρηξιτεμαχών, σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους). Έτσι σε ορισμένες χρονικές περιόδους (Τεταρτογενές) της νεοτεκτονικής εξέλιξης της ΚΔ Πελοποννήσου θα μας δοθεί η δυνατότητα να προσεγγίσουμε τη μορφή των παλαιοακτών και των παλαιοϋψομέτρων των χαρακτηριστικών κορυφών των ορέων Λάπιθα, Μίνθη, Τετράζιο, Λύκαιο.

 

Γενικά είναι γνωστό ότι η παραμόρφωση του στερεού φλοιού της γης και πολύ πιο ειδικά σε τεκτονικά ενεργές περιοχές, είναι συνεχής. Τα αποτελέσματα όμως της παραμόρφωσης γίνονται αντιληπτά από τον άνθρωπο κυρίως μέσα από ασυνεχή γεγονότα (ρήγματα, σεισμοί) και τούτο διότι λόγω της μεγάλης ταχύτητα εκδήλωσής τους (π.χ. σεισμοί) και τη θραύση που προξενούν γίνονται αισθητοί από τον άνθρωπο.

 

Η παραμόρφωση όμως του στερεού φλοιού της γης γίνεται και με πολύ βραδείς ρυθμούς και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η οποία δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή από τον άνθρωπο. Αυτού του τύπου η παραμόρφωση είναι χρονο-ερπυστικού (time-creep) χαρακτήρα και δίδει συνήθως περισσότερο πλαστικές (πτυχές) και λιγότερο θραυσιγενείς δομές. Συνεπώς θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η παραμόρφωση είναι συνεχής εν τη ασυνεχεία της.

 

Παρ' όλο λοιπόν που θεωρούμε ότι η παραμόρφωση της περιοχής μελέτης υπήρξε συνεχής, αλλά και για λόγους καλύτερης κατανόησης και παρουσίασης της νεοτεκτονικής εξέλιξης, διακρίναμε οκτώ (8) διαδοχικά στάδια εξέλιξης, λαμβάνοντας υπόψη χαρακτηριστικά ασυνεχή τεκτονικά γεγονότα, τα οποία πιστεύουμε έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη νεοτεκτονική εξέλιξη της ΚΔ Πελοποννήσου.

 

 

2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ

 

2.1. Σταδιο Α

 

Το πρώτο στάδιο που μπορεί να διακριθεί στην εξέλιξη του 1ης τάξης σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ, περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από τη λήξη των εφαπτομενικών κινήσεων μέχρι και την απόθεση του σχηματισμού Τσεμπερούλα στη λεκάνη της Ζαχάρως και του σχηματισμού Ραχών στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, ήτοι το χρονικό διάστημα μεταξύ Ανώτερου Μέσου Μειοκαίνου μέχρι και το τέλος του Ανώτερου Μειοκαίνου. Τα χρονικά αυτά όρια δεν είναι απολύτως σαφή, ούτε είναι δυνατόν να καθοριστούν αυστηρά δεδομένου ότι: i. Δεν έχει παρατηρηθεί και περιγραφεί μέχρι τώρα σαφής και μεγάλη ασυμφωνία μεταξύ των αλπικών (φλύσχης) και των μεταλπικών (μόλασσα) σχηματισμών στον παλαιογεωγραφικό χώρο μεταξύ των ενοτήτων Γαβρόβου - Πύλου και Ιονίου (πρόβλημα ενιαίου φλύσχη), επειδή εξελίσσονται σταδιακά σε φλυσχομολασσικά και στη συνέχεια σε μολασσικά. ii. Eκτός από τη μη ύπαρξη ασυμφωνίας, δεν παρατηρείται και μεγάλη διαφορά στη λιθολογία, αλλά και στη παραμόρφωση, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολα προσδιορίσιμα τα όρια ούτε στις ελάχιστες θέσεις άμεσης παρατήρησης, ούτε στις γεωφυσικές διασκοπήσεις.

 

Πρέπει όμως να σημειωθεί το γεγονός ότι στο Λάπιθα, ο φλύσχης της ενότητας Γαβρόβου - Τρίπολης έχει ανώμαλα όρια, δηλαδή ο φλύσχης βρίσκεται σε επαφή με μια παλαιά ρηξιγενή επιφάνεια των ασβεστολίθων, σε αρκετές δε περιπτώσεις παρατηρείται ένας καστανέρυθρος λειμονιτικός φλοιός, ο οποίος κατά θέσεις μοιάζει με τον εξωτερικό φλοιό του σχηματισμού hard ground, πουθενά δε δεν παρατηρούνται στρώματα μετάβασης. Η έναρξη της φλυσχογένεσης έγινε κατά το Πριαμπόνιο (DERCOURT, et al 1970, FLEURY & TSOFLIAS 1972). Όσον αφορά το πέρας της ιζηματογένεσης του φλύσχη δεν έχει διευκρινιστεί εντελώς, δεδομένου ότι ορισμένοι ερευνητές δίδουν διαφορετικές ηλικίες. Έτσι, ο RENZ (1950) δέχεται ότι ο φλύσχης φθάνει μέχρι το Μειόκαινο και πιθανά υπερβαίνει το όριο Ολιγοκαίνου - Μειοκαίνου. Ο DERCOURT (1964) για τη περιοχή της Σκόλης, αναφέρει μικροπανίδα Άνω Ολιγοκαίνου. Ο D. RICHTER (1974) σε δείγματα που συνέλεξε από την Κεντρική Πελοπόννησο, αναφέρει μικροπανίδα , η οποία αποδεικνύει ότι τα νεώτερα στρώματα του φλύσχη υπερβαίνουν το όριο Ολιγοκαίνου - Μειοκαίνου. Στη περιοχή Αλίφειρα (ανατολικά του Λάπιθα) ο ΛΑΛΕΧΟΣ (1974) χρονολόγησε την ηλικία του φλύσχη Ολιγόκαινο.

 

Την ίδια όμως περίοδο ή και νωρίτερα παρατηρείται η δημιουργία του παλαιοαναγλύφου στους ανωκρητιδικούς ασβεστολίθους της Ιόνιας ενότητας που εντοπίστηκαν στο Λάπιθα και απόθεση πάνω σ' αυτό (το παλαιοανάγλυφο) των μονόμικτων λατυποπαγών με τα κοράλια του Ολιγοκαίνου. Παρατηρούμε λοιπόν στη περιοχή του Λάπιθα ότι, από το Ολιγόκαινο και πολύ πιθανά από το Ηώκαινο έλαβε χώρα μια πολύ έντονη παραμόρφωση (ρηξιγενούς τύπου) του παλαιογεωγραφικού χώρου μεταξύ των ενοτήτων Γαβρόβου - Τρίπολης και Ιονίου, η οποία κινηματικά χαρακτηρίζεται από κατακόρυφες κινήσεις, που πιθανά να αποτελεί ένα πολύ πρώιμο νεοτεκτονικό στάδιο. Συμπερασματικά, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από ανοδικές και καθοδικές κινήσεις ρηξιτεμαχών που συνοδεύονται από χέρσευση και δημιουργία ανάγλυφου καθώς και από σημαντική καρστικοποίηση (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ 1975, ΚΑΜΠΕΡΗΣ 1987, ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ & ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ 1990). Σημαντικότατο ρόλο σ' αυτές τις κατακόρυφες κινήσεις, θα πρέπει να έχει παίξει και ο διαπειρισμός των τριαδικών εβαποριτών, ο οποίος έχει διαπιστωθεί με γεωφυσικές έρευνες καθώς και γεωτρήσεις τόσο βόρεια του Λάπιθα στο μεγάλο τεκτονικό βύθισμα Πύργου - Ολυμπίας, όσο και στον υποθαλάσσιο χώρο του Κυπαρισσιακού και μάλιστα στην υποθαλάσσια προέκταση του Λάπιθα (MONOPOLIS & BRUNETON 1982, ΚΑΜΠΕΡΗΣ 1987).

 

Τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό με τις απόψεις για τον προφλυσχικό ρηγματογόνο τεκτονισμό της ενότητας Γαβρόβου - Τρίπολης (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ 1975) έχουν πολλές προεκτάσεις γιατί αναθεωρούν ή συμπληρώνουν ορισμένες απόψεις που αφορούν α. την παλαιογεωγραφική εξέλιξη των ενοτήτων Γαβρόβου - Τρίπολης και Ιονίου, β. τη γεωμορφολογική εξέλιξη της Πελοποννήσου, γ. την ηλικία της καρστικοποίησης των ασβεστόλιθων και των δύο ενοτήτων και δ. τον τρόπο δημιουργίας των μεταλπικών τεκτονικών βυθισμάτων.

 

Πολύ πιθανά λοιπόν ακόμα και σ' αυτό το πολύ πρόδρομο "νεοτεκτονικό" στάδιο να αρχίζει να δημιουργείται εμβρυακά το σύνθετο νεοτεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ, το οποίο πιθανά να εκφράζεται με την ταπείνωση της τεκτονικής επαφής της ενότητας Πίνδου με το φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου - Τρίπολης στη περιοχή της Νέδα (κεντρικό τμήμα) σε σχέση με τη περιφέρεια και την ανύψωση της ενότητας Άρνας στη περιοχή Αραχαμίτες αλλά και ανατολικότερα της Μεγαλόπολης.

 

Η μορφογενετική λοιπόν εξέλιξη του αλπικού υποβάθρου σε τμήματα του παλαιογεωγραφικού χώρου των ενοτήτων Γαβρόβου ­Τρίπολης και Ιονίου (ιδιαίτερα στο ανατολικό της πρώτης και το δυτικό της δεύτερης), πρέπει να είχε ξεκινήσει σε αρκετές περιοχές πριν την ιζηματογένεση του φλύσχη, δηλαδή πολύ πριν το τέλος των εφαπτομενικών κινήσεων, σε μερικές δε περιοχές όπως στο Λάπιθα και γενικά σε τμήματα του παλαιογεωγραφικού χώρου των ενοτήτων Γαβρόβου - Τρίπολης και Ιονίου διακόπηκε για κάποια περίοδο και αργότερα συνεχίστηκε.

 

Το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ αρχίζει να μορφοποιείται σαν αποτέλεσμα της παραμόρφωσης του ευρύτερου χώρου κατά το Ανώτερο Μειόκαινο. Πολύ πιθανά κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, λόγω των σχετικά πιο έντονων ανυψωτικών κινήσεων που λαμβάνουν χώρα περιφερειακά του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ, ήτοι στον ανατολικό Λάπιθα, στα όρη της Κυπαρισσίας, στο Ταϋγετο και τη περιοχή ανατολικά της Μεγαλόπολης (Αραχαμίτες), η αρχική επιφάνεια επώθησης της ενότητας Πίνδου πάνω στο φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου - Τρίπολης, λειτουργεί σαν επιφάνεια κανονικού ρήγματος και ο χώρος του ΜΕΛΥΜΙΤΕ αρχίζει να παίρνει τη μορφή ενός μεγα-συγκλίνου μεγάλης ακτίνας καμπυλότητας με άξονα διεύθυνσης περίπου Ε-W. Υπολείμματα αυτής της πλαστικής παραμόρφωσης υπάρχουν σήμερα στη περιοχή μεταξύ Λάπιθα και Μίνθης (Ράπτης - Μύλοι- Μυρώνια) και στη περιοχή του Μελιγαλά (βλπ. Τεκτονικό Χάρτη), καθώς και στο ανατολικό περιθώριο του τεκτονικού βυθίσματος της Μεγαλόπολης. Στις περιοχές που η συγκεκριμένη επαφή δεν μπορεί να παρακολουθήσει αυτού του τύπου τη παραμόρφωση θραύεται, οπότε και δραστηριοποιούνται οι ρηξιγενείς ζώνες Κυπαρισσίας - Αετού στο νότιο περιθώριο, Λάπιθα (Βόρεια και Νότια) και Μίνθης στο βόρειο περιθώριο. Ανατολικά δραστηριοποιούνται οι ρηξιγενείς ζώνες του ανατολικού περιθώριου της λεκάνης της Μεγαλόπολης (Εικ. 6.1 Fig. 6. 1  296). Αποτέλεσμα της δραστηριοποίησης των προαναφερθεισών ρηξιγενών ζωνών, ήταν η δημιουργία τμημάτων των τεκτονικών βυθισμάτων Ζαχάρως (ανατολική υπολεκάνη) και του τεκτονικού βυθίσματος Κυπαρισσίας - Καλού Νερού. Οι ρηξιγενείς ζώνες που δραστηριοποιούνται κατ' αυτό το στάδιο πρέπει να έχουν σημαντική οριζόντια συνιστώσα, η οποία αρχίζει να δημιουργεί την πάρελξη των αξόνων των πτυχών και των λεπών προς τα NE κοντά στη ρηξιγενή ζώνη της Μίνθης και προς τα WNW-ESE κοντά στη ρηξιγενή ζώνη Κυπαρισσίας - Αετού. Πολύ πιθανά, αυτή την περίοδο δραστηριοποιούνται και οι ρηξιγενείς ζώνες των Ταξιαρχών και Πάμισου, αποτελώντας ένα πρώιμο στάδιο δημιουργίας του τεκτονικού βυθίσματος Νέδα.

 

Αυτή τη περίοδο πρέπει να αρχίζει να δημιουργείται η μεγα-­αντικλινική δομή στην Πίνδο, η οποία περιγράφτηκε στο κεφάλαιο της νεοτεκτονικής παραμόρφωσης του αλπικού τεκτονικού ιστού (Εικ. 4.92). Η δημιουργία αυτής της μεγα-αντικλινικής δομής σχετίζεται με τις οριζόντιες συνιστώσες που παρατηρούνται στις περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες.

 

Αυτή τη περίοδο τα όρη της Κυπαρισσίας, το Τετράζιο, η Μίνθη, ο Λάπιθας και το Λύκαιο θα πρέπει να ήταν σε πολύ χαμηλό απόλυτο υψόμετρο, η δε περιοχή Άνω Μεσσηνίας, Παραδείσια, Μεγαλόπολη Τετράζιο Λύκαιο και Μίνθη να αποτελούσαν μία ενιαία επιφάνεια ισοπέδωσης (διάβρωσης). Φαίνεται δηλαδή ότι όλη η περιοχή συμμετέχει ως ενιαία μορφοτεκτονική ενότητα στο μεγάλο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ.

 

Εξ’ αιτίας λοιπόν της δραστηριοποίησης των ρηξιγενών ζωνών που προαναφέρθηκαν και της μικρής ανύψωσης των ορέων Μίνθης, καθώς και της λίγο μεγαλύτερης των ορέων της Κυπαρισσίας, άρχισε η κατά βάθος διάβρωση (κοιλαδογένεση), της οποίας η ένταση ήταν ανάλογη με την ανύψωση. Με την περίοδο αυτή συμπίπτει η πρώτη διαμόρφωση του υδρογραφικού δικτύου, το οποίο πρέπει να είχε απορροή στο Κυπαρισσιακό κόλπο. Στη υπόλοιπη περιοχή συνεχίστηκε η διαμόρφωση του ανάγλυφου με κύριο παράγοντα επίδρασης τις κλιματικές συνθήκες και λιγότερο τη γραμμική διάβρωση.

 

Fig. 6. 1

Εικ. 6.1: Α Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.1: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage A.

 

 

Πάνω στο ήδη διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών των ενοτήτων Πίνδου και Γαβρόβου - Τρίπολης αποτίθενται οι σχηματισμοί Τσεμπερούλα στη λεκάνη της Ζαχάρως και Ραχών στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού κάτω από τις παλαιογεωγραφικές συνθήκες που αναφέρθηκαν στα αντίστοιχα κεφάλαια. Στη λεκάνη της Νέδα, εκτός των προαναφερθέντων, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από γεωτρήσεις ή γεωφυσικές διασκοπήσεις που να βεβαιώνουν ή όχι, εάν αποτέθηκαν ιζήματα τα οποία σήμερα βρίσκονται σε βαθύτερα σημεία της λεκάνης μη ορατά.

 

 

2.2. Σταδιο Β

 

Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από το τέλος της απόθεσης του σχηματισμού Ραχών έως την έναρξη απόθεσης του σχηματισμού Ψηλής Ράχης (Κατώτερο Κάτω Πλειόκαινο, ΝΝ-12).

 

Κατά το στάδιο αυτό φαίνεται ότι η περιοχή ομοιογενοποιείται κινηματικά, ήτοι παρατηρούνται σχεδόν παντού ανοδικές κινήσεις, τόσο στα τεκτονικά κέρατα όσο και στα τεκτονικά βυθίσματα (Κυπαρισσίας - Καλού Νερού και πιθανά Ζαχάρως) όχι όμως σε όλους τους χώρους με την ίδια ένταση. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, ακολουθώντας το γενικότερο κινηματικό καθεστώς, αναδύεται και διαβρώνεται μερικώς, λόγω δε του ότι επικρατεί ακολούθως κάποια περίοδος τεκτονικής ηρεμίας, δηλαδή δεν πρέπει να δραστηριοποιείται το τμήμα της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας - Αετού που βρίσκεται κοντά στη Κυπαρισσία (Εικ. 6.2), με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τοπικά παράκτιες λίμνες ή λιμνοθάλασσες, οι οποίες σε συνδυασμό με τις κλιματικές συνθήκες αποτέλεσαν ευνοϊκούς χώρους για τη δημιουργία των λιγνιτών της Κυπαρισσίας.

 

Η ανύψωση των στρωμάτων του σχηματισμού Ραχών δεν ήταν μία απλή κατακόρυφη κίνηση, αλλά φαίνεται ότι συνοδεύτηκε και από μία περιστροφή της περιοχής γύρω από οριζόντιο άξονα διεύθυνσης NNW­-SSE, προς τα ανατολικά, δεδομένου ότι τα στρώματα του σχηματισμού Ραχών απαντώνται σήμερα με σταθερά ανατολικές κλίσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν πολύ μεγάλες τιμές. Βέβαια τίθεται το ερώτημα, εάν αυτή η παραμόρφωση έλαβε χώρα αργότερα. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να συνέβη αργότερα γιατί τα στρώματα του αμέσως υπερκείμενου σχηματισμού Ψηλής Ράχης που είναι πτυχωμένα έχουν κυρίως δυτικές κλίσεις, στα δε ακόμα νεώτερα στρώματα του σχηματισμού Μύρου οι κλίσεις είναι μικρές με φορά προς νότο.

 

Την ίδια περίοδο στην ανατολική υπολεκάνη της Ζαχάρως αποτίθενται τα κροκαλοπαγή του Ράπτη που όπως έχει αναφερθεί στο κεφάλαιο της Γεωλογίας ανήκουν στο σχηματισμό Τσεμπερούλα. Οι κροκάλες αυτών των κροκαλοπαγών που είναι μικρές και καλά αποστρογγυλεμένες προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου που δομούν το όρος Μίνθη. Φαίνεται λοιπόν ότι κατά το στάδιο αυτό συνεπεία της δραστηριοποίησης της ρηξιγενούς ζώνης της Μίνθης (Εικ. 6.2 Fig. 6. 2  297), οι ανοδικές κινήσεις στο όρος Μίνθη ήταν πιο έντονες από ότι στην υπόλοιπη περιοχή, με αποτέλεσμα λόγω της εκδήλωσης κατά βάθος διάβρωσης στους παλαιοχειμάρρους σε συνδυασμό με τις κλιματικές συνθήκες, να υπάρξει προσφορά και μεταφορά κροκαλών στη τότε λεκάνη της Ζαχάρως.

 

Fig. 6. 2

Εικ. 6.2: B Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.2: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage B

 

 

Μέσα στη λεκάνη της Ζαχάρως η παραμόρφωση είναι συνεχής, τόσο κατά τη διάρκεια απόθεσης των κατώτερων στρωμάτων του σχηματισμού Τσεμπερούλα, όσο και κατά τη διάρκεια απόθεσης των κροκαλοπαγών Ράπτη, εκφράζεται δε με ρήγματα (κανονικά και ανάστροφα) και με πτυχές. Αυτός ο συνιζηματογενής τεκτονισμός αποτελεί και τον κύριο λόγο για τον οποίο σε ορισμένες θέσεις φαίνεται ότι υπάρχει μετάβαση από τα κατώτερα στρώματα στα κροκαλοπαγή του Ράπτη, ενώ σε άλλες η επαφή είναι απότομη με ρήγμα. Οι πλαστικού χαρακτήρα δομές (πτυχές) πρέπει να αρχίζουν να διαμορφώνονται από αυτό το στάδιο, καθότι τα κατώτερα στρώματα παρουσιάζουν πιο έντονη πλαστική παραμόρφωση από ότι τα ανώτερα. Η παραμόρφωση (πλαστική και θραυσιγενής) που παρατηρείται στα στρώματα του σχηματισμού Τσεμπερούλα, πρέπει να συνδέεται με τη δράση των περιθωριακών ρηξιγενών ζωνών Μίνθης και Νότιας Ρ. Ζ. Λάπιθα.

 

Στην υπόλοιπη περιοχή πολύ πιθανά συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται οι υπόλοιπες ρηξιγενείς ζώνες που αναφέρθηκαν στο στάδιο Α, δηλαδή η Ρ. Ζ. Ταξιαρχών, η Ρ. Ζ. Πάμισου, η Ρ. Ζ. Νέδα και η Ρ. Ζ. του ανατολικού περιθωρίου λεκάνης Μεγαλόπολης. Στο βαθμό που δραστηριοποιούνται οι ρηξιγενείς ζώνες Μίνθης, Ταξιαρχών, Πάμισου και ίσως Νέδα, συνεχίζουν να εξελίσσονται οι παρέλξεις των λεπών και των αξόνων των πτυχών της ενότητας Πίνδου στις περιοχές των ρηξιγενών ζωνών, προκαλώντας ταυτόχρονα και δεξιόστροφες περιστροφές των ρηξιτεμαχών που οριοθετούν (π.χ. Μίνθη). Ταυτόχρονα πρέπει να συνεχίζει να εξελίσσεται η μεγα­αντικλινική δομή που αναφέρθηκε στο προηγούμενο στάδιο, της οποίας ο άξονας έχει την ίδια διεύθυνση (περίπου E-W) με τη μετέπειτα ρηξιγενή ζώνη. Επιπλέον την ίδια γεωμετρία παρουσιάζουν και οι άξονες των πτυχών στο σχηματισμό Τσεμπερούλα.

 

Στην υπόλοιπη περιοχή η διαμόρφωση του ανάγλυφου συνεχίστηκε με κύριο παράγοντα επίδρασης το κλίμα (επιφανειακή διάβρωση) και λιγότερο την τεκτονική (γραμμική διάβρωση).

 

 

2.3. Σταδιο Γ

 

Το στάδιο Γ περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από το τέλος της απόθεσης των λιγνιτών στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού και των κροκαλοπαγών του Ράπτη στη λεκάνη της Ζαχάρως, μέχρι και την απόθεση του σχηματισμού Ψηλής Ράχης, ήτοι το Κάτω Πλειόκαινο (ΝΝ-13).

 

Κατά το στάδιο αυτό το τμήμα της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού που βρίσκεται δυτικά της νοητής γραμμής η οποία διέρχεται από τα χωριά Βρύσες, Ράχες και Άνω Καλό Νερό, βυθίζεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας και αποτίθεται ασύμφωνα στους προϋπάρχοντες σχηματισμούς, ο σχηματισμός Ψηλής Ράχης (ΝΝ-13). Η απουσία αδρομερών υλικών στο σχηματισμό Ψηλής Ράχης δείχνει ότι η ιζηματογένεση πραγματοποιήθηκε σε περιβάλλον τεκτονικά ήρεμο, επομένως δεν θα πρέπει να δραστηριοποιήθηκε το τμήμα της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας - Αετού που βρίσκεται κοντά στη λεκάνη κατά την εν λόγω περίοδο (Εικ. 6.3 Fig. 6. 3  298).

 

Fig. 6. 3

Εικ. 6.3: Γ Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.3: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage C.

 

 

Στην ανατολική υπολεκάνη της Ζαχάρως συνεχίζεται η παραμόρφωση των στρωμάτων του σχηματισμού Τσεμπερούλα, η οποία συνοδεύεται από ανύψωση και διάβρωση κυρίως γραμμική. Η γραμμική διάβρωση ακολούθησε διευθύνσεις που ως επι το πλείστον είχαν καθοριστεί από τη παραμόρφωση που είχε προηγηθεί αλλά και εξελισσόταν ακόμα, ήταν δε πιο έντονη στο δυτικό τμήμα της ανατολικής υπολεκάνης, από το οποίο φαίνεται ότι γινόταν η επιφανειακή απορροή των υδάτων, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η επιφανειακή απορροή γινόταν προς βορρά, όπως σήμερα συμβαίνει με τον Τσεμπερούλα, στο τότε τεκτονικό βύθισμα Πύργου - Ολυμπίας.

 

Από το στάδιο αυτό και μετά, λόγω της δραστηριότητας της ρηξιγενούς ζώνης Μέλπειας αρχίζει να "χαλάει" η γεωμετρία του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ και αρχίζει η δημιουργία του μεγάλου τεκτονικού βυθίσματος Καλαμάτας - Κυπαρισσίας. Πιο συγκεκριμένα, η κατά τα στάδια Α και Β αναφερθείσα ενιαία επιφάνεια ισοπέδωσης Άνω Μεσσηνίας, Παραδεισίων, Μεγαλόπολης, Τετράζιου, Λύκαιου και Μίνθης τεμαχίζεται από τις ρηξιγενείς ζώνες Μέλπειας και Λύκαιου (Εικ. 6.3). Έτσι αρχίζουν να ξεχωρίζουν τα τμήματα της περιοχής που αργότερα θα αποτελέσουν τα τεκτονικά βυθίσματα Άνω Μεσσηνίας και Μεγαλόπολης εκατέρωθεν του χώρου των Παραδεισίων. Οι περιοχές των μετέπειτα λεκανών Μεσσηνίας και Μεγαλόπολης βρίσκονται κάτω από καθεστώς διάβρωσης.

 

Στην υπόλοιπη περιοχή πολύ πιθανά συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται οι υπόλοιπες ρηξιγενείς ζώνες που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα στάδια, ήτοι Ταξιαρχών, Πάμισου, Νέδα και ανατολικού περιθωρίου λεκάνης Μεγαλόπολης, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να εξελίσσονται οι παρέλξεις των λεπών και των αξόνων των πτυχών της ενότητας Πίνδου στις περιοχές των ρηξιγενών ζωνών, και συνεπώς συνεχίζεται η δεξιόστροφη περιστροφή των ρηξιτεμαχών που ορίζονται από τις εν λόγω ζώνες. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούνται και διαφορικές κατακόρυφες κινήσεις στα άκρα των ρηξιτεμαχών Μίνθης και Τετράζιου, δηλαδή τα προαναφερθέντα ρηξιτεμάχη λειτουργούν σαν τεκτονικά δίπολα που περιστρέφονται γύρω από οριζόντιο άξονα διεύθυνσης περίπου E-W, προς νότο όπως έχει καταγραφεί στη κατανομή των επιφανειών ισοπέδωσης και την ασύμμετρη ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου. Με άλλα λόγια η κινηματική και κατ' επέκταση η δυναμική ερμηνεία της παραμόρφωσης γίνεται πλέον πολύ πιο σύνθετη.

 

Όπως προαναφέρθηκε, λόγω της κινηματικής κατάστασης που επικρατεί στη περιοχή, αρχίζει να μορφοποιείται το τμήμα του υδρογραφικού δικτύου της Νέδα, που βρίσκεται πάνω στους αλπικούς σχηματισμούς, με την ασύμμετρη ανάπτυξη των κλάδων, οι δε γραμμές του καθορίζονται κυρίως από την αλπική τεκτονική. Είναι πολύ πιθανό η επιφανειακή απορροή των υδάτων από τη περιοχή της Μεγαλόπολης να γίνεται μέσω του ποταμού Νέδα στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Η επικοινωνία του ποταμού Νέδα με τον ευρύτερο χώρο της Μεγαλόπολης δεν μπορεί να αποκλειστεί δεδομένου ότι ο χώρος του Λύκαιου πρέπει να είχε περίπου το ίδιο υψόμετρο με τη Μίνθη και το Τετράζιο, σε κάθε περίπτωση όμως δεν πρέπει να είχαν μεγάλη υψομετρική διαφορά, κάτι που έγινε αργότερα, μετά το Κάτω Πλειστόκαινο, όταν διακόπηκε η προσφορά κροκαλών στη λεκάνη της Νέδα. Επιπλέον ο κύριος κλάδος του ποταμού Νέδα, διεύθυνσης E-W, ταυτίζεται αφ' ενός με την ομώνυμη ρηξιγενή ζώνη, αφ' ετέρου φαίνεται να αποτελεί τη φυσική δυτική προέκταση του Γκιωνορέματος και του Ελισσώνα ποταμού που "έρχονται" από τα ανατολικά περιθώρια του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ (Εικ. 6.3).

 

 

2.4. Σταδιο Δ

 

Το τέταρτο στάδιο που μπορεί να διακριθεί περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από το τέλος της απόθεσης του σχηματισμού Ψηλής Ράχης (ΝΝ-13, ή Κατώτερο Κάτω Πλειόκαινο) μέχρι την έναρξη απόθεσης του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου (Ανώτερο Πλειόκαινο).

 

Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή στην οποία είχε αποτεθεί ο σχηματισμός Ψηλής Ράχης, σταδιακά ανυψώνεται και διαβρώνεται. Η ανύψωση όμως δεν είναι αποτέλεσμα μιας απλής κατακόρυφης κίνησης ενός ρηξιτεμάχους, αλλά είναι το αποτέλεσμα της παραμόρφωσης τόσο του ευρύτερου όσο και του στενού χώρου. Έτσι τη περίοδο αυτή δημιουργούνται οι πτυχές που παρατηρούνται στους λιγνίτες και το σχηματισμό Ψηλής Ράχης με κύριο χαρακτηριστικό τους ότι οι άξονες έχουν διεύθυνση περίπου N-S και βύθιση προς βορρά. Η παρατηρούμενη διαφορά στη γωνία των σκελών των πτυχών, στους λιγνίτες μικρότερη και στον σχηματισμό Ψηλής Ράχης μεγαλύτερη, πιθανότατα να οφείλεται στη πλαστικότητα των λιγνιτών καθώς και στο ότι η παραμόρφωση στους λιγνίτες άρχισε νωρίτερα απ' ότι στο σχηματισμό Ψηλής Ράχης. Επιπλέον πρέπει να τονιστεί ότι στον υποκείμενο των λιγνιτών σχηματισμό Ραχών παρατηρήθηκαν και μικρά ανάστροφα ρήγματα NW-SE ή ΝNW-SSE διεύθυνσης, των οποίων οι διευθύνσεις είναι περίπου παράλληλες προς τους άξονες των πτυχών των λιγνιτών και των στρωμάτων του σχηματισμού Ψηλής Ράχης (Εικ. 6.4).

 

Κατά το στάδιο αυτό πρέπει να ενεργοποιήθηκε και το ρήγμα που διέρχεται από τις Ράχες, NW-SE διεύθυνσης, το οποίο και οριοθετεί ουσιαστικά τους σχηματισμούς Ραχών και Ψηλής Ράχης από το σχηματισμό Περιστεράς - Σιδηροκάστρου.

 

Η δραστηριοποίηση των ρηγμάτων μέσα στο βύθισμα αλλά κυρίως της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας - Αετού είχε σαν αποτέλεσμα παράλληλα με την ανύψωση του ευρύτερου χώρου, την περαιτέρω ανύψωση των ορέων της Κυπαρισσίας (Εικ. 6.4).

 

Οι επανειλημμένες δραστηριοποιήσεις των ρηξιγενών ζωνών Κυπαρισσίας - Αετού, Μέλπειας, Λύκαιου, Μεγαλόπολης, αλλά και τμημάτων παλαιότερων ρηξιγενών ζωνών όπως αυτές έχουν προσδιοριστεί με γεωφυσικές έρευνες στις λεκάνες Άνω Μεσσηνίας και Μεγαλόπολης, έχει σαν αποτέλεσμα την έναρξη δημιουργίας των επιφανειακών εγκοίλων τα οποία αργότερα θα δεχτούν το κλαστικό υλικό. Η ενεργοποίηση τμημάτων παλαιών νεοτεκτονικών ρηξιγενών ζωνών όπως στη περίπτωση της λεκάνης Άνω Μεσσηνίας συνήθως συνοδεύονται από περιστροφές των ρηξιτεμαχών γύρω από άξονα διεύθυνσης NW-SE (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ et al., 1987). Ίσως σ' αυτό το στάδιο να μπαίνουν τα σπέρματα της διαφοροποίησης στην εξέλιξη μεταξύ των λεκανών Κυπαρισσίας - Καλού Νερού που θα μεταπέσει αργότερα σε θάλασσα, Άνω Μεσσηνίας που θα παραμείνει συνέχεια ξηρά και θα δεχτεί αργότερα μόνο χερσαίες αποθέσεις, Κάτω Μεσσηνίας που θα μεταπέσει κι αυτή βαθμιαία σε θάλασσα και Μεγαλόπολης που θα μεταπέσει σε λίμνη. Πάντως τόσο η περιοχή Μεγαλόπολης όσο και της Άνω Μεσσηνίας, τουλάχιστον κατά τη μεγαλύτερη έκτασή τους, βρίσκονται κάτω από καθεστώς διάβρωσης.

 

Στην υπόλοιπη περιοχή πολύ πιθανά συνεχίζουν να εξελίσσονται τα πράγματα σύμφωνα με τη λογική που περιγράφτηκε στο στάδιο Γ, δηλαδή δραστηριοποιούνται οι υπόλοιπες ρηξιγενείς ζώνες που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα στάδια, ήτοι Ταξιαρχών, Πάμισου, Νέδα και ανατολικού περιθωρίου λεκάνης Μεγαλόπολης, με αποτέλεσμα να συνεχίσουν να εξελίσσονται οι παρέλξεις των λεπών και των αξόνων των πτυχών της ενότητας Πίνδου στις περιοχές των ρηξιγενών ζωνών, και συνεπώς συνεχίζεται η δεξιόστροφη περιστροφή των ρηξιτεμαχών που ορίζονται από τις εν λόγω ζώνες. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούνται και διαφορικές κατακόρυφες κινήσεις στα άκρα των ρηξιτεμαχών Μίνθης και Τετράζιου, δηλαδή τα προαναφερθέντα ρηξιτεμάχη λειτουργούν σαν τεκτονικά δίπολα που περιστρέφονται γύρω από οριζόντιο άξονα διεύθυνσης περίπου E-W, προς νότο όπως έχει καταγραφεί στη κατανομή των επιφανειών ισοπέδωσης και την ασύμμετρη ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου. Με άλλα λόγια η κινηματική και κατ' επέκταση η δυναμική ερμηνεία της παραμόρφωσης γίνεται πλέον πολύ πιο σύνθετη.

 

Όπως προαναφέρθηκε, λόγω της κινηματικής κατάστασης που επικρατεί στη περιοχή, αρχίζει να μορφοποιείται το τμήμα του υδρογραφικού δικτύου με την ασύμμετρη ανάπτυξη των κλάδων, που βρίσκεται πάνω στους αλπικούς σχηματισμούς, οι δε γραμμές του καθορίζονται κυρίως από την αλπική τεκτονική. Είναι πολύ πιθανό η επιφανειακή απορροή των υδάτων από τη περιοχή της Μεγαλόπολης να γίνεται μέσω του ποταμού Νέδα στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Η επικοινωνία του ποταμού Νέδα με τον ευρύτερο χώρο της Μεγαλόπολης δεν μπορεί να αποκλειστεί δεδομένου ότι ο χώρος του Λύκαιου πρέπει να είχε περίπου το ίδιο υψόμετρο με τη Μίνθη και το Τετράζιο, σε κάθε περίπτωση όμως δεν πρέπει να είχαν μεγάλη υψομετρική διαφορά, κάτι που έγινε αργότερα, μετά το Κάτω Πλειστόκαινο, όταν διακόπηκε η προσφορά κροκαλών στη λεκάνη της Νέδα. Επιπλέον ο κύριος κλάδος του ποταμού Νέδα, διεύθυνσης E-W, ταυτίζεται αφ' ενός με την ομώνυμη ρηξιγενή ζώνη, αφ' ετέρου φαίνεται να αποτελεί τη φυσική δυτική προέκταση του Γκιωνορέματος και του Ελισσώνα ποταμού που "έρχονται" από τα ανατολικά περιθώρια του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ (Εικ. 6.4 Fig. 6. 4  301).

 

 

2.5. Σταδιο Ε

 

Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από την έναρξη απόθεσης του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου μέχρι την έναρξη απόθεσης του σχηματισμού Μύρου, ήτοι όλο το Ανώτερο Πλειόκαινο.

 

Η περιοχή στην οποία είχε αποτεθεί ο σχηματισμός Ψηλής Ράχης σταδιακά ανυψώνονται και διαβρώνεται. Ταυτόχρονα ανυψώνονται τα τότε όρη της Κυπαρισσίας και το Τετράζιο όρος, λόγω δε της ενεργοποίησης της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας - Αετού (Εικ. 6.5 Fig. 6. 5  301), η κατά βάθος διάβρωση στα όρη της Κυπαρισσίας είναι πιο έντονη, τα δε υλικά της διάβρωσης μεταφέρονται και αποτίθενται κυρίως στο χώρο του βυθίσματος Κυπαρισσίας - Καλού Νερού αλλά και στα τότε δυτικά πρανή του Τετράζιου όρους. Η μεταφορά του κλαστικού υλικού έγινε από τους διάφορους παλαιοχειμάρρους, η δε απόθεση έγινε με τη μορφή ριπιδίων σε χερσαίο περιβάλλον, πολύ κοντά όμως στη παλαιοακτή.

 

 

Fig. 6. 4

Εικ. 6.4: Δ Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.4: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage D.

 

Fig. 6. 5

Εικ. 6.5: Ε Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.5: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage E.

 

 

Την ίδια περίοδο στη λεκάνη της Νέδα αποτίθενται τα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Ελαίας, στα βορειοδυτικά πρανή του Τετράζιου όρους. Στην υπόλοιπη λεκάνη, επιφανειακά δεν απαντάται ο σχηματισμός Ελαίας και επιπλέον δεν έχει τεκμηριωθεί η παρουσίας του σε βαθύτερα σημεία της λεκάνης, χωρίς όμως να αποκλειστεί και η περίπτωση ότι μπορεί να υπάρχει. Είναι πολύ πιθανό κατ' αυτό το στάδιο να ενεργοποιήθηκαν οι ρηξιγενείς ζώνες Νέδα, Λέπρεου - Ν. Φιγάλειας και Ταξιαρχών με αποτέλεσμα την περαιτέρω εξέλιξη του τεκτονικού βυθίσματος Νέδα (Εικ. 6.5).

 

Στη λεκάνη της Ζαχάρως δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες απόθεσης των λιμναίων - λιμνοθαλάσσιων σχηματισμών με τους λιγνίτες, ήτοι του σχηματισμού Λογγού στην ανατολική υπολεκάνη και του σχηματισμού Άνυδρου στη δυτική που εκείνη την εποχή πρέπει να ενιαία η λεκάνη. Επειδή οι συνθήκες απόθεσης των σχηματισμών παραμένουν σταθερές καθ' όλη τη διάρκεια της ιζηματογένεσης, η περιοχή πρέπει συνεχώς να βρίσκεται κοντά στη στάθμη της θάλασσας. Λόγω δε του ότι το πάχος των ιζημάτων είναι μεγαλύτερο από 150m και σήμερα απαντώνται πολλά μικρά ρήγματα που δεν έχουν διαρρήξει όλα τα στρώματα των σχηματισμών Άνυδρου και Λογγού και τα στρώματα του υποκείμενου σχηματισμού Τσεμπερούλα παραμορφώνονται τόσο πλαστικά όσο και θραυσιγενώς, φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης η λεκάνη κατερχόταν αργά αλλά σταθερά και μάλιστα χωρίς την ενεργοποίηση των περιθωριακών ρηξιγενών ζωνών Λάπιθα και Μίνθης. Η όχι έντονη ενεργοποίηση των προαναφερθεισών ρηξιγενών ζωνών τη συγκεκριμένη περίοδο συμπεραίνεται από το ότι οι αποθέσεις των σχηματισμών Λογγού και Άνυδρου συνίστανται από λεπτομερή υλικά, στα οποία δεν παρεμβάλλονται αδρομερή. Τούτο σημαίνει ότι στα περιθώρια της λεκάνης οι κλιματικές και τεκτονικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη περίοδο δεν δημιούργησαν συνθήκες προσφοράς και μεταφοράς αδρομερούς κλαστικού υλικού (λατύπες - κροκάλες) δηλαδή παρατηρείται μία σχετική τεκτονική ηρεμία στη περιοχή τροφοδοσίας της λεκάνης, ήτοι τον τότε Λάπιθα και Μίνθη. Με άλλα λόγια ο Λάπιθας, η λεκάνη της Ζαχάρως και η Μίνθη πρέπει να ακολουθούν το ίδιο κινηματικό καθεστώς της αργής βύθισης.

 

Η επαναδραστηριοποίηση τμημάτων των παλαιών ρηξιγενών ζωνών τόσο στο περιθώριο όσο και στο εσωτερικό της λεκάνης της Άνω Μεσσηνίας συνεχίζεται με σύγχρονη περιστροφή γύρω από ένα άξονα NW-SE διεύθυνσης (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ et al., 1987). Μ' αυτό τον τρόπο συνεχίζεται η εξέλιξη του επιφανειακού εγκοίλου με αποτέλεσμα να μεταπέσει η λεκάνη σε κλειστό γεωμορφολογικό σύστημα. Έτσι το εσωτερικό της λεκάνης, ενώ μέχρι το προηγούμενο στάδιο βρισκόταν κάτω από καθεστώς διάβρωσης, τώρα μεταπίπτει σε καθεστώς πλήρωσης με χερσαία υλικά.

 

Την ίδια περίοδο όμως η μεταξύ των λεκανών Κυπαρισσίας - Καλού Νερού και Άνω Μεσσηνίας ευρισκόμενη μικρή λεκάνη του Δωρίου συνεχίζει να εξελίσσεται σε καθεστώς διάβρωσης (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ et al., 1987). Δηλαδή σ' αυτό το στάδιο διακόπτεται η παράλληλη εξέλιξή της με αυτή της Άνω Μεσσηνίας.

 

Στη λεκάνη της Μεγαλόπολης επαναδραστηριοποιούνται τμήματα των παλαιών νεοτεκτονικών ρηξιγενών ζωνών τόσο στο περιθώριο (ρηξιγενείς ζώνες Δυρραχίου - Λεονταρίου, Ραψομμάτι - Μακρισίου, Λύκαιου (Ελληνίτσας - Χρούσας)) όσο και στο εσωτερικό της λεκάνης δημιουργώντας έγκοιλα της ίδιας μορφής με της Ανω Μεσσηνίας στις διασταυρώσεις ρηξιγενών ζωνών ή ρηγμάτων με διευθύνσεις NNW-SSE και ENE-WSW. Έτσι συνεχίστηκε η εξέλιξη των επιφανειακών εγκοίλων με αποτέλεσμα να μεταπέσει η λεκάνη σε κλειστό γεωμορφολογικό και υδρολογικό σύστημα, δηλαδή λίμνη, και να δεχτεί τις λιμναίες αποθέσεις του σχηματισμού Μακρισίου. Σε μία πιο ψυχρή φάση με γρήγορη διάλυση στο τέλος του Ανώτερου Πλειοκαίνου, αποτέθηκε ο σχηματισμός Τριλόφου αποτελούμενος κυρίως από ποτάμια κροκαλοπαγή των οποίων οι κροκάλες προέρχονται από περιοχές ανατολικά και μακριά από τα σημερινά περιθώρια της λεκάνης (VINKEN, 1965). Αυτή τη περίοδο η περιοχή που παρεμβάλλεται μεταξύ των λεκανών Μεγαλόπολης, Άνω Μεσσηνίας και Νέδα πρέπει να βρίσκεται περίπου στο ίδιο απόλυτο υψόμετρο σαφώς όχι μεγαλύτερο του σημερινού της περιοχής των Παραδεισίων (περίπου 550-600m).

 

 

2.6. Σταδιο ΣΤ

 

Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από την έναρξη απόθεσης του σχηματισμού Μύρου μέχρι την έναρξη απόθεσης του σχηματισμού Μουριατάδας - Κάκκαβα, ήτοι όλο το Κατώτερο Πλειστόκαινο.

 

Τμήμα της περιοχής της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, στην οποία είχαν αποτεθεί οι σχηματισμοί που προαναφέρθηκαν κατέρχεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, οπότε αποτίθενται τα ιζήματα του σχηματισμού Μύρου, σε θαλάσσιο περιβάλλον μικρού βάθους (περίπου 20m). Η περιοχή που κατακλύζεται από θάλασσα φθάνει ανατολικά μέχρι το Κοπανάκι. Επειδή τα ιζήματα του σχηματισμού Μύρου έχουν αποτεθεί όλα στο περιβάλλον που προαναφέρθηκε στο κεφάλαιο της Γεωλογίας, το δε ορατό πάχος τους είναι περίπου 150m, τούτο σημαίνει ότι τόσο κατά τη φάση της βύθισης όσο και κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης πρέπει να ενεργοποιήθηκε τμήμα της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας - Αετού (Εικ. 6.6 Fig. 6. 6  303). Έτσι τα μεν όρη της Κυπαρισσίας ανυψώνονται κι άλλο αποτελώντας την κύρια πηγή τροφοδοσίας της λεκάνης σε κλαστικό υλικό, η δε λεκάνη αργά αλλά σταθερά βυθίζεται.

 

Λόγω της δραστηριοποίησης των ρηξιγενών ζωνών Λέπρεου ­Φιγάλειας και Νέδα (Εικ. 6.6 Fig. 6. 6  303), παρατηρείται βύθιση της λεκάνης Νέδα κάτω από τη στάθμη της θάλασσας και σχετική ανύψωση των ορέων Μίνθη στα βόρεια και Τετράζιου στα νότια. Το Λύκαιο, τουλάχιστον το τμήμα του που βρίσκεται μεταξύ των προς τα ανατολικά προεκτάσεων των προαναφερθεισών ρηξιγενών ζωνών, δεν πρέπει να ακολούθησε το κινηματικό καθεστώς ανύψωσης της Μίνθης και του Τετράζιου, τουλάχιστον ως προς την ένταση και τούτο διότι η περιοχή ανατολικά του Λύκαιου (Μεγαλόπολη) υπήρξε η περιοχή τροφοδοσίας σε κλαστικό υλικό της λεκάνης της Νέδα. Σε όλη τη διάρκεια της ιζηματογένεσης ο συνιζηματογενής τεκτονισμός με τη μορφή μικρών αλλά πολλών ρηγμάτων αποτυπώνεται στα στρώματα του σχηματισμού Νέδα.

 

Στη λεκάνη της Ζαχάρως ενεργοποιείται μόνο η ρηξιγενής ζώνη Μίνθης (Εικ. 6.7 Fig. 6. 7  305) με αποτέλεσμα την περαιτέρω ανύψωση της Μίνθης και την σταδιακή προέλαση της θάλασσας προς τα ανατολικά λόγω της βύθισης της δυτικής υπολεκάνης της λεκάνης της Ζαχάρως. Και σ' αυτή τη περίπτωση ο συνιζηματογενής τεκτονισμός με τη μορφή πολλών μικρών ρηγμάτων είναι παρών.

 

 

Fig. 6. 6

Εικ. 6.6: ΣΤ Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.6: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage F.

 

 

Οι ανυψώσεις των τεκτονικών κεράτων της Μίνθης και του Τετράζιου, εξ αιτίας της ενεργοποίησης των περιθωριακών ρηξιγενών ζωνών συνοδεύεται από περιστροφή προς νότο, γύρω από οριζόντιο άξονα διεύθυνσης περίπου E-W. Αυτή η περιστροφή έχει αποτυπωθεί στην κατανομή των επιφανειών ισοπέδωσης στα όρη Μίνθη και Τετράζιο, στην ασυμμετρία του υδρογραφικού δικτύου της Νέδα, στη κατά βάθος διάβρωση, καθώς επίσης και στη γεωμετρία των αξόνων των πτυχών στο Τετράζιο. Παρόμοιου τύπου κινηματική ερμηνεία δέχονται για τα όρη της Κυπαρισσίας και το Τετράζιο οι MARIOLAKOS & PAPANIKOLAOU 1981 και MARIOLAKOS 1986.

 

Στη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας οι επαναδραστηριοποιήσεις των περιθωριακών αλλά κυρίως των εσωτερικών ρηξιγενών ζωνών συνεχίζονται συνοδευόμενες από περιστροφές. Η πλήρωση της λεκάνης με χερσαίες αποθέσεις συνεχίζεται κάτι που συμβαίνει πια και στη παρακείμενη λεκάνη του Δωρίου, η οποία ακολουθεί πλέον κοινή εξέλιξη με τη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας, δηλαδή αποτελούν ένα ενιαίο κλειστό γεωμορφολογικό σύστημα.

 

Στη λεκάνη της Μεγαλόπολης επαναδραστηριοποιούνται οι περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες αλλά και ρηξιγενείς ζώνες και ρήγματα που ήδη υπάρχουν μέσα στη λεκάνη με αποτέλεσμα την περαιτέρω βύθιση των εγκοίλων που δημιουργήθηκαν στα προηγούμενα στάδια. Επιπλέον παρατηρείται μία μετατόπιση της δραστηριότητας της ανατολικής περιθωριακής ρηξιγενούς ζώνης Mεγαλόπολης προς τα δυτικά, στο εσωτερικό της λεκάνης, με αποτέλεσμα την ανύψωση των πλειοκαινικών αποθέσεων, ώστε σήμερα να διαμορφώνουν ανεξάρτητα ρηξιτεμάχη και να προβάλλουν επιφανειακά μόνο στο ανατολικό περιθώριο της λεκάνης σε απόλυτα υψόμετρα έως +660m. Ο σχηματισμός Απιδίτσας (ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός) που σήμερα αποτελείται από κροκάλες που προέρχονται από πετρώματα μη ανθρακικά, δηλαδή ψαμμίτες, ραδιολαρίτες, φυλλίτες και χαλαζίτες μέσα σε ερυθρό πηλό, αποτίθεται πάνω στους προϋπάρχοντες σχηματισμούς Μακρισίου και Τριλόφου αλλά και στο παλαιοανάγλυφο των αλπικών σχηματισμών στα περιθώρια της λεκάνης κατά την 1η παγετώδη περίοδο του Πλειστοκαίνου (VINKEN, 1965). Ο ίδιος ερευνητής σημειώνει ότι κανένας νεώτερος σχηματισμός που έχει αποτεθεί στη λεκάνη δεν έχει αποσαθρωθεί τόσο έντονα και σε τόσο βάθος κατά τις επόμενες θερμές περιόδους, όσο ο σχηματισμός Απιδίτσας. Αυτός ο σχηματισμός στο νοτιότερο σημείο της λεκάνης στο Δυρράχι αποτελείται αποκλειστικά από κροκάλες που προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας, η οποία βρίσκεται νοτιότερα έξω από το σημερινό υδροκρίτη της λεκάνης. Επειδή η λεκάνη της Μεγαλόπολης αποτελούσε ένα κλειστό γεωμορφολογικό σύστημα σε περιόδους πλημμυρικών παροχών υπερχείλιζε και τροφοδοτούσε με υλικό (κροκάλες που προέρχονταν από τις ενότητες Άρνας και Τρίπολης) τη λεκάνη Νέδα. Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ υπάρχουν υπολείμματα του σχηματισμού Απιδίτσας στην επιφάνεια των Παραδεισίων, δηλαδή στο σημερινό υδροκρίτη μεταξύ των λεκανών Μεγαλόπολης και Άνω Μεσσηνίας (απόλυτο υψόμετρο 550 - 600m) δεν παρατηρήθηκε προσφορά κροκαλών στη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας (HEYE et al., 1982). Επομένως δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των δύο λεκανών, ενώ υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των λεκανών Μεγαλόπολης και Νέδα που ο σημερινός υδροκρίτης έχει χαμηλότερο υψόμετρο 1.000m.

 

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια χρονική περίοδο (Κάτω Πλειστόκαινο) υπήρχε επικοινωνία της περιοχής Δυρραχίου, η οποία ήταν ο κύριος τροφοδότης με κροκάλες που προέρχονταν από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας, με την πόλγη της Πολιανής και τη λεκάνη της Κάτω Μεσσηνίας, όπως αποδεικνύεται από την παρουσία των προαναφερθεισών κροκαλών τόσο στις αποθέσεις της πόλγη της Πολιανής (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ et al., 1987α), όσο και στα θαλάσσια κατωπλειστοκαινικά κροκαλοπαγή στην Άνω Άμφεια (ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., 1989).

 

 

2.7. Σταδιο Η

 

Το στάδιο αυτό περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από την έναρξη απόθεσης του σχηματισμού Μουριατάδας μέχρι το τέλος απόθεσης των θαλάσσιων σχηματισμών Νέδα και Ζαχάρως, ήτοι από τα 0.44Μα μέχρι τα 0.27Μα από σήμερα.

 

Κατά το στάδιο αυτό συνεχίζεται η θαλάσσια ιζηματογένεση στις λεκάνες Νέδα και Ζαχάρως σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές που περιγράφτηκαν στο προηγούμενο στάδιο ΣΤ.

 

Αντίθετα, η λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού ακολουθεί το κινηματικό καθεστώς του ευρύτερου χώρου (καθεστώς ανύψωσης) και ανυψώνεται μαζί με τα όρη της Κυπαρισσίας και το Τετράζιο. Τα όρη όμως της Κυπαρισσίας ανυψώνονται ταχύτερα από τη λεκάνη, συνέπεια δε τούτου είναι η ενεργοποίηση της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας ­Αετού (Εικ. 6.7) και η διάβρωση ιδίως η γραμμική να είναι πιο έντονη, το δε κλαστικό υλικό (κυρίως κροκάλες) να μεταφερθεί και να αποτεθεί πάνω στους παλαιότερους σχηματισμούς σε χερσαίο περιβάλλον. Την ίδια περίοδο ενεργοποιούνται και ρήγματα διεύθυνσης περίπου N-S που κόβουν το σχηματισμό Μύρου, δηλαδή τα ρήγματα αυτά είναι νεώτερα του Κάτω Πλειστοκαίνου. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού Μύρου σήμερα εμφανίζονται στη περιοχή νότια του Περιστερά (Αλιμάκι, Μύρο) σε απόλυτα υψόμετρα 250m περίπου, ενώ βόρεια του Περιστερά σε απόλυτα υψόμετρα 140m περίπου. Τούτο σημαίνει ότι κατά μήκος του ποταμού Περιστερά υπάρχει ρηξιγενής ζώνη, η οποία πρέπει να έχει δραστηριοποιηθεί μετά την απόθεση του σχηματισμού Μύρου (Κάτω Πλειστόκαινο) κατά τη διάρκεια απόθεσης του σχηματισμού Μουριατάδας - Κάκκαβα ή και αργότερα δημιουργώντας ένα συνολικό φαινόμενο κατακόρυφο άλμα μεγαλύτερο από 100m.

 

Αυτές οι ανοδικού χαρακτήρα κινήσεις χαρακτηρίζουν και το τεκτονικό βύθισμα της Κάτω Μεσσηνίας το οποίο ήταν κι αυτό θάλασσα κατά το Κάτω Πλειστόκαινο (ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., 1989). Σήμερα τα θαλάσσια ιζήματα των λεκανών Κυπαρισσίας ­Καλού Νερού και Κάτω Μεσσηνίας βρίσκονται σε απόλυτα υψόμετρα σημαντικά υψηλότερα από την επιφάνεια των λεκανών Άνω Μεσσηνίας και Δωρίου στα ιζήματα των οποίων δεν παρατηρήθηκαν ίχνη θαλάσσιων αποθέσεων. Τούτο σημαίνει ότι οι ανυψωτικές κινήσεις στις λεκάνες Δωρίου και Άνω Μεσσηνίας έλαβαν χώρα με μικρότερες ταχύτητες από εκείνες των παρακείμενων λεκανών. Αυτή η διαφοροποίηση στις ταχύτητες ανύψωσης μπορεί να μην οφείλεται μόνο στο θραυσιγενούς τύπου τεκτονισμό αλλά και σε πλαστικού χαρακτήρα παραμόρφωση (θα γίνει σχολιασμός για το τύπο της παραμόρφωσης σε επόμενο κεφάλαιο). Πάντως από αυτή τη περίοδο και μετά την ολοκλήρωση της πλήρωσης των λεκανών Δωρίου και Άνω Μεσσηνίας αλλάζει κατεύθυνση η αποστράγγιση τους και ενώ μέχρι τώρα τα επιφανειακά νερά κατευθύνονταν στον Κυπαρισσιακό κόλπο τώρα διανοίγεται κοίτη στη περιοχή Νεοχωρίου απ' όπου γίνεται σήμερα η αποστράγγιση στο Μεσσηνιακό κόλπο (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, 1979).

 

Fig. 6. 7

Εικ. 6.7: Η Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.7: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage G.

 

 

Στη Μεγαλόπολη οι επαναδραστηριοποιήσεις των ρηξιγενών ζωνών τόσο στα ανατολικά περιθώρια όσο και στα δυτικά αλλά μετατοπισμένα προς το κέντρο της λεκάνης συνεχίζονται, με αποτέλεσμα την περαιτέρω βύθιση τμημάτων στο κέντρο της λεκάνης και την απόθεση των νεώτερων πλειστοκαινικών σχηματισμών. Είναι γεγονός πάντως ότι η επαφή των νεώτερων πλειστοκαινικών σχηματισμών με το δυτικό περιθώριο της λεκάνης είναι κανονική σχεδόν πουθενά δεν είναι με ρήγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δραστηριοποιούνται ρήγματα, το αντίθετο μάλιστα δείχνουν τα γεωφυσικά στοιχεία αλλά και τα σεισμολογικά σήμερα (ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, 1985). Εκείνο που συμβαίνει είναι ότι η ταχύτητα ιζηματογένεσης είναι μεγαλύτερη από τη ταχύτητα μετακίνησης των ρηγμάτων ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται για ένα ρήγμα αλλά για μία σειρά ρηγμάτων με μικρό φαινόμενο κατακόρυφο άλμα το καθένα, που σχηματίζουν όμως μία σημαντικού πλάτους ζώνη.

 

 

2.8. Σταδιο Θ

 

Το στάδιο Θ περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από το τέλος της απόθεσης των θαλάσσιων σχηματισμών Νέδα και Ζαχάρως μέχρι σήμερα, ήτοι τα τελευταία 0.27Μα.

 

Κατά το στάδιο αυτό το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ κινηματικά ομογενοποιείται. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στο προηγούμενο στάδιο οι κινήσεις ήταν καθοδικές στα τεκτονικά βυθίσματα (Νέδα, Ζαχάρως) και ανοδικές όχι μόνο στα τεκτονικά κέρατα αλλά και σε όλη την υπόλοιπη περιοχή, από το Μέσο Πλειστόκαινο και μετά παρατηρούνται μόνο ανοδικές κινήσεις σε όλη την 1ης τάξης νεοτεκτονική μακροδομή ΜΕΛΥΜΙΤΕ. Έτσι τα τεκτονικά κέρατα και βυθίσματα 2ης, 3ης ... τάξης που δημιουργήθηκαν στα προηγούμενα στάδια, ανυψώνονται όλα μαζί, όχι όμως παντού με την ίδια μέση ταχύτητας, όπως θα δειχθεί στο κεφάλαιο υπολογισμού μέσων ταχυτήτων βύθισης και ανύψωσης κατά το Τεταρτογενές. Επομένως η διαφοροποίηση των νεοτεκτονικών ρηξιτεμαχών ή καλύτερα των ενεργών νεοτεκτονικών δομών γίνεται όχι με βάση τη φορά της κίνησης, αλλά με βάση τη διαφορά στη μέση ταχύτητα ανύψωσης.

 

Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο της Τεκτονικής - Νεοτεκτονικής, κατά το στάδιο της ανύψωσης των θαλάσσιων πλειστοκαινικών αποθέσεων δραστηριοποιήθηκαν οι ακόλουθες ρηξιγενείς ζώνες:

 

α. Περιστεράς με φαινόμενο κατακόρυφο άλμα της τάξης των 100m.

β. Νέδα στην οποία παρατηρήθηκε και αλλαγή της φοράς μετατό­πισης των εκατέρωθεν τεμαχών από αυτή που είχε συμβεί κατά τη φάση της δημιουργίας και ιζηματογένεσης του ομώνυμου βυθίσματος και με φαινόμενο κατακόρυφο άλμα της τάξης των 150m.

 

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ενεργοποιήθηκαν και οι ακόλουθες ρηξιγενείς ζώνες:

 

α. Επιτάλιου με φαινόμενο κατακόρυφο άλμα μεγαλύτερο των 100m (ΛΕΚΚΑΣ et al., 1992).

β. Βόρεια ρηξιγενής ζώνη Λάπιθα με συνολικό φαινόμενο κατακόρυφο άλμα από το Ανώτερο Πλειόκαινο μεγαλύτερο από 400m σύμφωνα με τα δεδομένα της γεώτρησης Κ3 του ΙΓΜΕ που βρίσκεται στη κοίτη του Τσεμπερούλα μεταξύ των χωριών Τρυπητής και Μπαρακίτικα (πληροφορία από τον γεωλόγο του ΙΓΜΕ παράτημα Τρίπολης ΒΑΓΙΑ).

γ. Ρηξιγενής ζώνη Λύκαιου η οποία έχει μετατοπιστεί στην κοίτη του Αλφειού ποταμού και της οποίας το συνολικό φαινόμενο κατακόρυφο άλμα από το Ανώτερο Πλειόκαινο είναι μεγαλύτερο από 500m, ενώ με βάση δεδομένα γεωτρήσεων ο VINKEN (1965) υπολογίζει ότι το φαινόμενο κατακόρυφο άλμα από την έναρξη του Πλειστοκαίνου πρέπει να είναι μεγαλύτερο από 250m.

 

Ταυτόχρονα παρατηρούνται και περιστροφές ρηξιτεμαχών γύρω από άξονες διεύθυνσης WSW-ENE που στη περιοχή της Νέδα, του δυτικού τμήματος της Μίνθης και του δυτικού Λάπιθα η φορά περιστροφής είναι προς βορρά, ενώ στο Λύκαιο η φορά είναι προς νότο, στο δε Τετράζιο δεν παρατηρείται περιστροφή (Εικ. 6.8 Fig. 6. 8  307).

 

Η παραμόρφωση όμως της περιοχής μελέτης τη συγκεκριμένη περίοδο, δεν εκδηλώνεται μόνο μέσα από τις από τις μεγάλες (1ης τάξης) θραυσιγενείς δομές, αλλά και μέσα από μικρότερα ρήγματα διευθύνσεων NNW-SSE και WSW-ESE. Το πιο χαρακτηριστικό όμως είναι ότι δημιουργούνται και πλαστικού τύπου μακροδομές (νεοτεκτονικές μακροπτυχές) μεγάλης ακτίνας καμπυλότητας στα τεκτονικά βυθίσματα Νέδα και Ζαχάρως (Εικ. 6.8 Fig. 6. 8  307). Ανάλογη νεοτεκτονική μακροπτυχή, αποτέλεσμα της παραμόρφωσης κατά το Τεταρτογενές, (αντίκλινο με διεύθυνση άξονα WSW-ENE, ο δε άξονας τοποθετείται κατά μήκος της κοίτης του Αλφειού) προσδιορισμένη με μορφοτεκτονικά κριτήρια υπάρχει στο γεωμορφολογικό χάρτη του DUFAURE 1977. Τέλος πολύ πιθανά συνεχίζεται να εξελίσσεται και σ' αυτό το στάδιο, η πλαστικού τύπου παραμόρφωση της περιοχής Άνω Μεσσηνίας - Δωρίου που αναφέρθηκε στο προηγούμενο στάδιο.

 

Προς το τέλος αυτού του σταδίου φαίνεται ότι ενεργοποιείται το ρήγμα του Άνω Καλού Νερού, με αποτέλεσμα να αλλάξει η κατεύθυνση ροής των ρευμάτων Πραζερή και Παρασποριά (βλπ. Χάρτη Υδρογραφικού Δικτύου Άνω Μεσσηνίας), που ρέουν μέσα στα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Μουριατάδας - Κάκκαβα και στον ερυθροπυριτικό κλαστικό σχηματισμό, από SW σε WNW. Έτσι ενώ λογικά θα ανέμενε κανείς να συνεχίσουν να ρέουν από τα NE προς τα SW, όπως τα υπόλοιπα ανατολικώς παρακείμενα ρεύματα και να ενωθούν με τον κύριο κλάδο του Περιστερά, μόλις εισέρχονται στον ερυθροπυριτικό κλαστικό σχηματισμό κάμπτονται σε διεύθυνση WNW-ESE και ρέοντας σχεδόν παράλληλα με τον Περιστερά εκβάλουν στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Αυτή η αλλαγή της κατεύθυνσης ροής θα πρέπει να συνδέεται με την κινηματική όπως έχει εκφραστεί στο τεκτονικό βύθισμα Νέδα και στο δυτικό τμήμα του τεκτονικού κέρατος Μίνθης.

 

Fig. 6. 8

Εικ. 6.8: Θ Στάδιο της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

Fig. 6.8: Neotectonic evolution of Central-western Peloponnessos: Stage H.

 

 

3. ΤΑΧΥΤΗΤΕΣ ΒΥΘΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΥΨΩΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΕΣ

 

3.1. Γενικα

 

Ένας από τους στόχους της νεοτεκτονικής έρευνας είναι και ο προσδιορισμός της ταχύτητας με την οποία εκδηλώνονται οι μετακινήσεις των τεμαχών του στερεού φλοιού της γης. Προκειμένου λοιπόν να μελετηθεί η κινηματική μιας περιοχής σε μεγάλη κλίμακα δεν πρέπει να περιοριζόμαστε μόνο στη χρήση των τεκτονικών δομών, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτ' άλλο παρά το αποτέλεσμα των σχετικών κινήσεων του ευρύτερου χώρου, αλλά να χρησιμοποιούμε όσες περισσότερες μεθόδους μπορούν να δώσουν απάντηση στο συγκεκριμένο πρόβλημα.

 

Έτσι, η κινηματική μελέτη σε μεγάλης κλίμακας γεωλογικά σώματα μπορεί να γίνει εκτός των τεκτονικών, γεωμορφολογικών, γεωδαιτικών μεθόδων και με στρωματογραφικές μεθόδους.

 

Όταν σε ορισμένες γεωλογικές δομές (π.χ. τεκτονικά βυθίσματα) είναι δυνατόν να προσδιοριστούν:

 

i. ο χρόνος δημιουργίας

ii. η αρχική τους θέση σχετικά με το επίπεδο της θάλασσας και

iii. η σημερινή τους θέση,

 

τότε είναι δυνατόν κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και παραδοχές να εξαχθούν ορισμένα συμπεράσματα ποσοτικού χαρακτήρα για τις ταχύτητες κίνησης, κατά την κατακόρυφη έννοια, των διαφόρων σημείων του στερεού φλοιού της γής.

 

Από την στρωματογραφική ανάλυση ιδιαίτερη σημασία έχουν τα ακόλουθα:

 

α. το πάχος των ιζημάτων

Το πάχος των ιζημάτων αποτελεί σημαντικό δείκτη, ο οποίος σε συνδυασμό με την ηλικία τους μπορεί να προσδιορίσει την ταχύτητα ιζηματογένεσης.

 

β. η λιθοστρωματογραφία, το είδος του ιζήματος

Εάν παραδείγματος χάριν κυριαρχεί το αδρομερές υλικό τούτο, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, είναι δείκτης περιόδων τεκτονικής έξαρσης, ενώ το λεπτομερές υλικό δείχνει περιόδους ηρεμίας.

 

γ. η συνέχεια ή η διακοπή της ιζηματογένεσης

Η συνέχεια ή η διακοπή της ιζηματογένεσης έχει ενδιαφέρον διότι π.χ. ένα στρωματογραφικό κενό μπορεί να συνδέεται με ανοδικές κινήσεις.

 

δ. η φάση των ιζημάτων

Η φάση των ιζημάτων σε συνδυασμό με τα προηγούμενα μπορεί να δώσει ποσοτική έκφραση στο μέγεθος της μετακίνησης. Η φάση των ιζημάτων καθορίζει ουσιαστικά το επίπεδο αναφοράς +0, δηλαδή της στάθμη της θάλασσας.

 

Συνεπώς, ο συνδυασμός της φάσης, του πάχους και της ηλικίας των ιζημάτων μπορεί να δώσει σημαντικά ποσοτικά στοιχεία για τις μέσες ταχύτητες. Εάν ο προσδιορισμός του χρονικού διαστήματος για επιμέρους τμήματα απόθεσης είναι δυνατός, τότε είναι επίσης δυνατόν να γίνει πιο ακριβής ο προσδιορισμός των ταχυτήτων κατά τμήματα της στρωματογραφικής στήλης. Εφ' όσον γνωρίζουμε το μέγιστο απόλυτο υψόμετρο στο οποίο βρίσκονται σήμερα τα ιζήματα, μπορούμε με ανάλογο να υπολογίσουμε τη ταχύτητα ανύψωσης.

 

Για να είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν συγκρίσεις μεταξύ ταχυτήτων από διαφορετικά χρονικά διαστήματα και για διαφορετικές διεργασίες, είναι απαραίτητο τα διάφορα δεδομένα να είναι εκφρασμένα σε κοινές μονάδες ταχύτητας. Τούτο είναι απαραίτητο προκειμένου να διευκρινιστεί όχι μόνο η συνέχεια ή η ασυνέχεια των φαινομένων της παραμόρφωσης , αλλά και η αλλαγή της ταχύτητας συναρτήσει του χρόνου.

 

Συνήθως χρησιμοποιείται σαν μονάδα ταχύτητας το mm/έτος, ή ακόμα και mm/10-3 έτη και m/10-6 έτη. Στις περιπτώσεις των κατακόρυφων κινήσεων σημαντικό στοιχείο είναι και η φορά της κίνησης.

 

Πάντως θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο υπολογισμός της ταχύτητας σε τεκτονικά ενεργές περιοχές όπου η παραμόρφωση εξελίσσεται και με την εκδήλωση θραυσιγενούς τύπου τεκτονισμού είναι αρκετά δύσκολος. Στις περιπτώσεις αυτές όπου η παραμόρφωση δεν είναι πάντα συνεχής, ο υπολογισμός της ταχύτητας αναφέρεται στη μέση ταχύτητα, δεχόμενοι ότι η παραμόρφωση είναι συνεχής εν τη ασυνεχεία, δηλαδή ότι η παραμόρφωση είναι συνεχής, εκδηλούμενη όμως μέσα από ασυνεχή τεκτονικά γεγονότα.

 

 

3.2. Υπολογισμοσ Των Μεσων Ταχυτητων Βυθισησ Και Ανυψωσησ Κατα Τα Τελευταια 1.6 Μα

 

Τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν στην περιγραφή των θαλάσσιων πλειστοκαινικών σχηματισμών και στις τρεις λεκάνες (Κυπαρισσίας ­Καλού Νερού, Νέδα και Ζαχάρως), μας επιτρέπουν να υπολογίσουμε τη τάξη μεγέθους της μέσης ταχύτητας βύθισης κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης και ανύψωσης κατά τη φάση των ανοδικών κινήσεων.

 

Για τον υπολογισμό των μέσων ταχυτήτων βύθισης και ανύψωσης, εκτός των προηγουμένων, πρέπει να ληφθούν υπόψη σε κάθε λεκάνη ξεχωριστά και τα ακόλουθα:

 

α. Το πάχος των θαλάσσιων πλειστοκαινικών αποθέσεων σε κάθε λεκάνη, το οποίο είναι, 150m στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, περίπου 400m στη λεκάνη Νέδα, και 250m στη λεκάνη της Ζαχάρως. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το θαλάσσιο Πλειόκαινο δεν εμφανίζεται στις μελετηθείσες τομές και επομένως τόσο στη λεκάνη της Νέδα όσο και στη λεκάνη της Ζαχάρως δεν είναι γνωστό το συνολικό πάχος των πλειστοκαινικών ιζημάτων.

 

β. Η διαπίστωση διάβρωσης θαλάσσιων ιζημάτων του Κάτω Πλειστοκαίνου, πάχους περίπου 100m σε άλλες περιοχές του ευρύτερου χώρου της Μεσσηνίας (ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., 1989). Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν ελήφθη υπόψη η διάβρωση, δεδομένου ότι στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού τα θαλάσσια ιζήματα του σχηματισμού Μύρου (ΝΝ-19) έχουν καλυφθεί από τα χερσαία κροκαλοπαγή του σχηματισμού Μουριατάδας - Κάκκαβα (Μέσο Πλειστόκαινο) και έτσι δεν υπήρξε ικανό χρονικό διάστημα για διάβρωση. Εξ άλλου τόσο στη λεκάνη Νέδα, όσο και της Ζαχάρως η θαλάσσια ιζηματογένεση συνεχίστηκε και στο Μέσο Πλειστόκαινο (ΝΝ-20). Πιο συγκεκριμένα στη λεκάνη Νέδα το Μέσο Πλειστόκαινο (ΝΝ-20) προσδιορίστηκε στο χωριό Φασκομηλιά, που βρίσκεται βόρεια της σημερινής κοίτης του ποταμού Νέδα στο NE τμήμα της λεκάνης στα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού Νέδα. Στα στρώματα του ίδιου σχηματισμού που βρίσκονται νότια της σημερινής κοίτης του ποταμού (χωριό Καρυές) προσδιορίστηκε το Κατώτερο Πλειστόκαινο (ΝΝ-19). Επειδή όμως i. η λεκάνη έχει σχετικά μικρές διαστάσεις, ii. η λιθολογία και η φάση και το περιβάλλον απόθεσης των ιζημάτων παραμένει σταθερό και στις δύο βιοζώνες (ΝΝ-19, ΝΝ-20), θεωρούμε ότι η ιζηματογένεση συνεχίστηκε και στη περιοχή νότια της σημερινής κοίτης της Νέδα μέχρι και το Μέσο Πλειστόκαινο και ότι οι ανυψωτικές κινήσεις άρχισαν μετά το τέλος της θαλάσσιας ιζηματογένεσης.

 

γ. Για τον υπολογισμό της μέσης ταχύτητας ανύψωσης δεχόμαστε ότι τα ανώτερα στρώματα, του σχηματισμού Μύρου στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού έχουν ανυψωθεί μέχρι τα 250m στη περιοχή Αλιμακίου - Μύρου και τα 140m στη περιοχή ανατολικά του χωριού Κάκκαβα, του σχηματισμού Νέδα στην ομώνυμη λεκάνη μέχρι τα 400m στο βόρειο περιθώριο (Φασκομηλιά - Λέπρεο) , τα 320m στο κεντρικό τμήμα (Μεγαβούνι - Μαραθιά), τα 150m νότιο περιθώριο της λεκάνης και του σχηματισμού Ζαχάρως στη λεκάνη της Ζαχάρως μέχρι τα 400m στο βόρειο περιθώριο (Κουμουθέκρας), τα 200m στο κεντρικό τμήμα (Ξηροχώρι) και τα 140m στο νοτιοδυτικό άκρο (Σχίνοι).

 

δ. Είναι γνωστό το θέμα των διαφωνιών για το που βρίσκεται το όριο Πλειοκαίνου -Πλειστοκαίνου, για το οποίο άλλοι ερευνητές δέχονται ότι είναι στο 2.4Μα (PAEPE & THOREZ 1981) και άλλοι 1.6Μα ή σε κάποιες ενδιάμεσες θέσεις (MULLER 1972, GARTNER 1977, INT. COMM. STRATIGR. (ICS) 1989, HARLAND et al 1990). Στην προκειμένη περίπτωση οι υπολογισμοί έγιναν δεχόμενοι ότι το όριο Πλειοκαίνου/ Πλειστοκαίνου είναι στο 1.6 Μα.

 

ε. Επίσης υπάρχουν διαφωνίες ως προς τη χρονική τοποθέτηση και διάρκεια των Ζωνών Pseudoemiliana lacunosa NN-19 και Gephyrocapsa oceanica NN-20 (Εικ. 2.27 & 2.28). Στην προκειμένη περίπτωση οι υπολογισμοί έγιναν δεχόμενοι ότι η χρονική διάρκεια της Ζώνης ΝΝ-19 είναι 1.2Μα, ήτοι από το 1.6Μα μέχρι το 0.4Μα και της Ζώνης ΝΝ-20 0.13Μα, ήτοι από το 0.4Μα μέχρι το 0.27Μα.

 

στ. Είναι γνωστές οι παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές στο όριο Πλειοκαίνου - Πλειστοκαίνου. Αντί όμως της πτώσης της στάθμης της θάλασσας λόγω της παγετώδους περιόδου, παρατηρείται μία επίκλυση της θάλασσας στις αρχές του Κάτω Πλειστοκαίνου στον ευρύτερο χώρο της Μεσσηνίας (ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., 1990, FRYDAS 1990), η οποία οφείλεται αποκλειστικά στη νεοτεκτονική παραμόρφωση της περιοχής, δεδομένου ότι βρίσκεται 55km περίπου ανατολικά της Ιονίου τάφρου, αποτελούσε δε εκείνη την εποχή τμήμα του νησιωτικού τόξου.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα προαναφερθέντα υπολογίστηκαν οι μέσες ταχύτητες βύθισης (Vs) και ανύψωσης (Vu) σε κάθε λεκάνη:

i. Λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού

 

Η μέση ταχύτητα βύθισης (Vs) κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης είναι:

 

   Vs =150.000mm/1.200.000y = 0.125mm/y

 

Η μέση ταχύτητα ανύψωσης (Vu) κατά τη διάρκεια των ανοδικών κινήσεων είναι:

 

 

για μεν τη περιοχή Μύρου - Αλιμακίου (νότια του Περιστερά ποταμού):

 

 

Vu = 250.000mm/400.000y= 0.625mm/y

 (Μύρο)

 

 

για δε τη περιοχή βόρεια του Περιστερά:

 

 

Vu = 140.000mm/400.000y = 0.35mm/y (Kάκκαβα)

 

 

 

Από κινηματική άποψη διαπιστώνεται ότι το τμήμα της λεκάνης που βρίσκεται νότια του Περιστερά ποταμού (περιοχή Μύρου ­Αλιμακίου) ανυψώνεται με σχεδόν διπλάσια μέση ταχύτητα από το τμήμα της λεκάνης που βρίσκεται βόρεια του Περιστερά (περιοχή Κάκκαβα). Επιπλέον η μέση ταχύτητα ανύψωσης στο Μύρο είναι πενταπλάσια της μέσης ταχύτητας βύθισης, ενώ για την περιοχή Κάκκαβα η μέση ταχύτητα ανύψωσης είναι περίπου τριπλάσια της μέσης ταχύτητας βύθισης.

 

ii. Λεκάνη Νέδα

 

Η μέση ταχύτητα βύθισης (Vs) κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης είναι:

                                                      

Vs = 400.000mm / 1.330.000y = 0.30mm/y

 

Η μέση ταχύτητα ανύψωσης (Vu) κατά τη διάρκεια των ανοδικών κινήσεων είναι:

 

 

Για τη περιοχή Καρυών - Φόνισσας (νότιο περιθώριο):

 

 

Vu= 150.000mm /270.000y= 0.55mm/y (Καρυές)

 

 

Για την κεντρική περιοχή

(Μεγαβούνι - Μαραθιά):

 

 

Vu= 320.000mm / 270.000y = 1.18mm/y (Μεγαβούνι)

 

Για τη περιοχή Λέπρεου - Φασκομηλιάς (βόρειο περιθώριο):

 

 

Vu=400.000mm / 270.000y =1.48mm/y (Φασκομηλιά)

 

 

Στη λεκάνη Νέδα διαπιστώνεται ότι η περιοχή Φασκομηλιάς ανυψώνεται πολύ πιο γρήγορα, με σχεδόν τριπλάσια ταχύτητα από τη περιοχή Καρυών και λίγο ταχύτερα από την κεντρική περιοχή (Μεγαβούνι - Μαραθιά). Επιπλέον η ταχύτητα ανύψωσης στη Φασκομηλιά είναι περίπου 5.5 φορές μεγαλύτερη της ταχύτητας βύθισης, ενώ για την περιοχή Καρυών η ταχύτητα ανύψωσης είναι περίπου διπλάσια της ταχύτητας βύθισης.

 

iii. Λεκάνη Ζαχάρως

 

Η μέση ταχύτητα βύθισης (Vs) κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας ιζηματογένεσης είναι:

                                                      

   Vs = 280.000mm / 1.330.000y = 0.21mm/y

 

Η μέση ταχύτητα ανύψωσης (Vu) κατά τη διάρκεια των ανοδικών κινήσεων είναι:

 

 

Για την περιοχή Σχίνοι

 (νότιο περιθώριο):

 

 

Vu=140.000mm / 270.000y= 0.52mm/y (Σχίνοι)

 

Για την περιοχή Ξηροχώρι

(δυτικό - κεντροδυτικό τμήμα):

 

 

Vu=280.000mm / 270.000y= 1.03mm/y (Ξηροχώρι)

 

 

Για την περιοχή Κουμουθέκρα

(βόρειο περιθώριο):

 

Vu=360.000mm / 270.000y= 1.33mm/y (Κουμουθέκρα)

 

 

                              

Από κινηματική άποψη, διαπιστώνεται ότι το τμήμα της λεκάνης που βρίσκεται στο βόρειο περιθώριο (περιοχή Κουμουθέκρα) ανυψώνεται με υπερδιπλάσια ταχύτητα από την ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται το νοτιοδυτικό άκρο της (Σχίνοι) και με σχεδόν διπλάσια από την κεντρική περιοχή (Ξηροχώρι). Επιπλέον η ταχύτητα ανύψωσης στον Κουμουθέκρα είναι περίπου επτά φορές μεγαλύτερη της ταχύτητας βύθισης, ενώ στις περιοχές Ξηροχωρίου και Σχίνων είναι περίπου τετραπλάσια και τριπλάσια αντίστοιχα.

 

 

3.3. Σχολια - Παρατηρησεισ Και Κινηματικη Ερμηνεια Των Ταχυτητων Που Υπολογιστηκαν

 

Από τον υπολογισμό των μέσων ταχυτήτων βύθισης κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης και στις τρεις λεκάνες, φαίνεται ότι τη μικρότερη τιμή (0.125mm/y) έχει η λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, ενώ η λεκάνη της Ζαχάρως έχει τιμή παρά κάτι διπλάσια και η λεκάνη Νέδα σχεδόν 2.5 φορές μεγαλύτερη.

 

Τούτο έχει μία εξήγηση, δεδομένου ότι η θαλάσσια ιζηματογένεση άρχισε και στις τρεις λεκάνες κατά το Κάτω Πλειστόκαινο (πριν 1.6Μα) και τελείωσε στη μεν λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού πριν 0.4Μα, στις δε λεκάνες Νέδα και Ζαχάρως πριν 0.27Μα.

 

Η παρατηρούμενη διαφορά στη μέση ταχύτητα βύθισης μεταξύ των λεκανών Νέδα και Ζαχάρως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το ότι η λεκάνη της Νέδα επικοινωνούσε και δεχόταν κλαστικό υλικό που προερχόταν από περιοχές αρκετά μακριά από το σημερινό υδροκρίτη της (λεκάνη Μεγαλόπολης), ενώ η λεκάνη Ζαχάρως δεν φαίνεται ότι επικοινωνούσε, και δεχόταν κλαστικό υλικό από περιοχές που βρίσκονταν κοντά στο σημερινό υδροκρίτη της. Επιπλέον πρέπει να τονιστεί ότι η λεκάνη Νέδα βρίσκεται στο μέσον της μεγάλης σύνθετης δομής των ορέων Μίνθης, Λύκαιου, Τετράζιου (βλπ. κεφ. νεοτεκτονικής), ενώ οι άλλες δύο στα περιθώρια.

 

Το γεγονός πάντως ότι οι δύο περιθωριακές λεκάνες (Νέδα, Ζαχάρως) παρουσιάζουν σαφώς μικρότερες μέσες ταχύτητες βύθισης από την κεντρική (Νέδα), δεν σχετίζεται μόνο με την τροφοδοσία σε κλαστικό υλικό, αλλά και με τη συνολική παραμόρφωση της περιοχής τόσο κατά τη περίοδο διαμόρφωσης των λεκανών, όσο και κατά τη περίοδο της απόθεσης των ιζημάτων (Κάτω Πλειστόκαινο), καθότι όπως προ-αναφέρθηκε ο ευρύτερος χώρος ανήκε εκείνη τη περίοδο στο νησιωτικό τόξο.

 

Όσον αφορά τις μέσες ταχύτητες ανύψωσης κατά τα τελευταία 0.4Μα ή 0.27Μα, παρατηρούμε ότι υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από θέση σε θέση, ακόμα και μέσα στις ίδιες τις λεκάνες. Τούτο οφείλεται κυρίως στην τεκτονική παραμόρφωση (περιγράφεται στο κεφάλαιο τεκτονική), την οποία έχουν υποστεί τα εν λόγω ιζήματα.

 

Πάντως φαίνεται ότι και τα δύο περιθώρια στο δυτικό τμήμα του Τετράζιου (βόρειο και νότιο) που παρεμβάλλεται μεταξύ των λεκανών Νέδα και Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, έχουν ανυψωθεί με περίπου ίδια μέση ταχύτητα τα τελευταία 0.4Μα. Αντίθετα στο δυτικό τμήμα της Μίνθης δεν συμβαίνει κάτι αντίστοιχο, δεδομένου ότι το νότιο περιθώριο (Λέπρεο, Φασκομηλιά) έχει ανυψωθεί με σχεδόν τριπλάσια (2.8) μέση ταχύτητα από το βόρειο (Σχίνοι).

 

Εάν δεχθούμε ότι η ηλικία των θαλάσσιων ιζημάτων βόρεια του Λάπιθα (λεκάνη Πύργου - Ολυμπίας, περιοχή Βρίνας) είναι ίδια με αυτή του σχηματισμού Ζαχάρως, τότε φαίνεται να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με την Μίνθη. Πιο συγκεκριμένα το νότιο περιθώριο του Λάπιθα (Κουμουθέκρας) έχει ανυψωθεί με σαφώς μεγαλύτερη μέση ταχύτητα (1.48mm/y) από ότι το βόρειο (1.1mm/y) (περιοχή Βρίνας).

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη εκτός των προαναφερθέντων και ότι οι μεσοπλειστο-καινικής ηλικίας θαλάσσιες αποθέσεις εμφανίζονται σε υψόμετρα περίπου 300m στο βόρειο περιθώριο του δυτικού τμήματος του Λάπιθα (περιοχή Βρίνας), μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα υπάρχουν οι ακόλουθες νεοτεκτονικές ενότητες:

 

α. Λάπιθας

β. Μίνθη και

γ. Τετράζιο

 

Αυτές οι νεοτεκτονικές ενότητες, από κινηματική άποψη, συμπεριφέρονται σαν τεκτονικά δίπολα, τα οποία περιστρέφονται προς βορρά γύρω από άξονες περιστροφής που έχουν διεύθυνση ENE­-WSW (Εικ. 6.9 Fig. 6. 9  312).

 

 

Fig. 6. 9

Εικ. 6.9: Ρυθμοί ανύψωσης και βύθισης στο δυτικό τμήμα των νεοτεκτονικών ενοτήτων που διαμορφώθηκαν μετά την ανύψωση των θαλάσσιων τεταρτογενών αποθέσεων.

Fig. 6.9: Uplift and subsidence rates in the western part of the neotectonic units which developed after the uplift of the Quaternary marine deposits.

 

 

 

3.4. Ο ΤΥΠΟΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΟΔΥΤΙΚΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

 

Μετά την αναλυτική παρουσίαση και μελέτη των νεοτεκτονικών δομών (θραυσιγενών και πλαστικών) σε διάφορες κλίμακες παρατήρησης και την ερμηνεία της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου, επιχειρούμε να διατυπώσουμε σκέψεις και απόψεις που αφορούν τον τύπο του εντατικού πεδίου που είναι το αίτιο της νεοτεκτονικής παραμόρφωσης της περιοχής μελέτης. Πριν όμως προχωρήσουμε στη διατύπωση των δικών μας σκέψεων και απόψεων, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν οι κυριότερες απόψεις προηγούμενων ερευνητών, οι οποίοι μελέτησαν τη νεοτεκτονική παραμόρφωση είτε ολόκληρου του Αιγαιακού χώρου, είτε τμημάτων αυτού όπως π.χ. της Πελοποννήσου. Οι ερευνητές αυτοί στήριξαν τα συμπεράσματά τους κυρίως στα νεοτεκτονικά ρήγματα και τους μηχανισμούς γένεσης επιφανειακών κυρίως σεισμών και δευτερευόντως στην απευθείας (in situ) μέτρηση των τάσεων σε επιφανειακά δείγματα πετρωμάτων.

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι περισσότερες συνθετικές εργασίες, οι οποίες αφορούν την νεοτεκτονική δομή και εξέλιξη του ελληνικού τόξου, έχοντας αντιμετωπίσει τις ρηξιγενείς ζώνες, τα ρήγματα και τις γραμμές προστριβής πάνω στις επιφάνειες των ρηγμάτων με την απλουστευτική λογική της συμπίεσης ή του εφελκυσμού, χωρίς ταυτόχρονα να εξετάζουν την σχέση των ρηγμάτων στο χώρο στο σύνολό τους, οδηγούνται στο γενικό συμπέρασμα ότι κατά την νεοτεκτονική περίοδο επικρατεί το εφελκυστικό εντατικό πεδίο (MERCIER et al., 1979. ANGELIER, 1979a, MERCIER, 1981, LE PICHON et al., 1982, ANGELIER et al., 1982a, ΠΑΥΛΙΔΗΣ, 1985, MERCIER et al., 1987, MERCIER et.al.,1989). Επιπλέον οι προαναφερθέντες συγγραφείς έχουν την τάση να διαφοροποιούν χρονικά το εντατικό πεδίο σε διάφορα στάδια, διακρίνοντας περιόδους εφελκυσμού και περιόδους συμπίεσης στο διαρκώς εξελισσόμενο τόξο, στηριζόμενοι σε στρωματογραφικούς προσδιορισμούς στις περιοχές των νεοτεκτονικών ρηγμάτων. Γενικά θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι οι εν λόγω ερευνητές υποβαθμίζουν τόσο την σημασία των μεγάλων ρηγμάτων οριζόντιας ολίσθησης (παρακατακόρυφα ρήγματα strike-slip faults κατά ΜΑΡΙΟΛΑΚΟ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1987), όσο και τις οριζόντιες συνιστώσες της κινηματικής (πλαγιοκανονικά oblique-slip normal και πλαγιοανάστροφα oblique-slip reverse ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1987). Επίσης υποβαθμίζουν τα σύνθετα εντατικά πεδία της διάτμησης και της στρέψης, επιπλέον δε δεν λαμβάνουν ουσιαστικά υπόψη την επαναδραστηριοποίηση των παλαιών ρηγμάτων.

 

Πάντως η γεωλογική παρατήρηση είχε πολύ λίγες δυνατότητες να μελετήσει ανάστροφα νεοτεκτονικά ρήγματα και σχεδόν καμία δυνατότητα να μελετήσει νεοτεκτονικές πτυχές και κατ' επέκταση το εντατικό πεδίο θλίψης με το οποίο θεωρητικά συνδέονται, γιατί αυτό αναπτύσσεται, πάντα σύμφωνα με τα κοινώς παραδεκτά, στο εξωτερικό τμήμα του ελληνικού τόξου, και ως εκ τούτου εκτείνεται κυρίως σε θαλάσσιο χώρο. Οι κυριότερες μελέτες ανάστροφων ρηγμάτων προέρχονται από τα νησιά του Ιονίου Ζάκυνθο και Κεφαλονιά (SOREL 1976, UNDERHILL 1988,1989), ενώ οι κυριότερες μελέτες νεοτεκτονικών πτυχών προέρχονται από τη δυτική Μεσσηνία (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ 1991).

 

Συμπιεστικά γεγονότα (μικρά ανάστροφα ρήγματα) έχουν αναφερθεί στον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου από τους MERCIER et al., 1979, MERCIER 1981, τα οποία αμφισβητήθηκαν έντονα από τους JACKSON et al., 1982). Σύμφωνα μάλιστα με τις απόψεις των MERCIER et al., 1987, μπορούν να διαχωριστούν χρονικά σε δύο συμπιεστικές φάσεις, στο Κατώτερο Πλειόκαινο (5.2 - 4.2 Μα) η πρώτη και στο Κατώτερο Πλειστόκαινο (1.0 - 0.7 Μα) η δεύτερη, οι οποίες παρατηρήθηκαν τόσο στον εξωτερικό χώρο (Ιόνια νησιά), όσο και στον εσωτερικό χώρο της πλάκας του Αιγαίου (Λοκρίδα, Εύβοια, Κορινθιακός κόλπος, Κως, Ρόδος). Τέτοιου είδους όμως μικρής κλίμακας φαινόμενα ή είναι αμφίβολα ή σχετίζονται με μεγάλης κλίμακας κανονικού χαρακτήρα ρήγματα (ΠΑΥΛΙΔΗΣ 1993). Οι περισσότεροι δε ερευνητές δέχονται τη προαναφερθείσα μονοσήμαντη αντιστοιχία κανονικό ρήγμα = εφελκυσμός και ανάστροφο ρήγμα = συμπίεση, αγνοώντας τελείως τα πιο σύνθετα εντατικά πεδία της διάτμησης και της στρέψης που μπορούν να δώσουν και κανονικού και ανάστροφου χαρακτήρα θραυσιγενείς δομές.

 

Oι ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ 1975, MARIOLAKOS et al., 1981, MARIOLAKOS & PAPANIKOLAOU 1981, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1984, MARIOLAKOS et al., 1985, ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1987, MARIOLAKOS et al., 1989, PAVLIDES et al., 1990, MARIOLAKOS et al., 1991, ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ 1991, ROUSSOS & LYSSIMACHOU 1991, έχουν εκφράσει απόψεις με τις οποίες διαφωνούν για τον κυρίαρχο ρόλο του εφελκυστικού εντατικού πεδίου τάσεων στην νεοτεκτονική παραμόρφωση του χώρου του Αιγαίου και ακόμα πιο ειδικά της Πελοποννήσου.

 

Πιο συγκεκριμένα, από τον ΜΑΡΙΟΛΑΚΟ 1975, προτάθηκε το τεκτονικό δίπολο προκειμένου να εξηγήσει την νεώτερη ρηξιγενή τεκτονική της Βόρειας Πελοποννήσου, του Κορινθιακού κόλπου και του νότιου τμήματος της Στερεάς Ελλάδας. Το τεκτονικό δίπολο είναι μία τεκτονική μονάδα μεγαλύτερη από το τεκτονικό τέμαχος, χαρακτηρίζει δε ζώνες μεγάλου εύρους, οι οποίες παρουσιάζουν βύθιση ή μικρότερη ανύψωση του ενός άκρου τους από την ταυτόχρονη ανύψωση του άλλου. Τα κύρια στοιχεία που στήριξαν την υπόθεση του τεκτονικού δίπολου από το ΜΑΡΙΟΛΑΚΟ 1975, ήταν η ασυμμετρία του πυθμένα του Κορινθιακού κόλπου, η παρουσία αντιθετικών κανονικού χαρακτήρα ρηγμάτων στο βόρειο τμήμα της Πελοποννήσου και αντίστοιχων συμφώνων στο νότιο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας και το σημερινό απόλυτο υψόμετρο στο οποίο απαντώνται τα Πλειο-πλειστοκαινικά θαλάσσια ιζήματα στη Βόρεια Πελοπόννησο και η παντελής απουσία τους από τη νότια Στερεά Ελλάδα και η ως εκ τούτου η ανομοιόμορφη ανύψωση των διαφόρων σημείων της περιοχής. Ανάλογες παρατηρήσεις, που μπορούν να στηρίξουν την άποψη του τεκτονικού δίπολου, έχουν κάνει οι ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ 1979, και DELIBASIS et.al.,1981 για την γεωτεκτονική δομή της Κρήτης, οι KOWALCZYK & WINTER 1979b για τη νεοτεκτονική δομή και εξέλιξη της Νότιας Πελοποννήσου, ο MARIOLAKOS 1986 για την νεοτεκτονική δομή στη περιοχή Άνω Μεσσηνίας - Δωρίου - Κυπαρισσίας, οι MARIOLAKOS et.al.,1989b, 1992 για την κινηματική εξέλιξη της ΝΔ Πελοποννήσου κατά το Πλειο-Τεταρτογενές.

 

Οι απόψεις που διατυπώθηκαν από τους JACKSON & McKENZIE 1983 για τη δράση λιστρικών ρηγμάτων στο Αιγαίο και την Κεντρική Ελλάδα, που δεν ξεπερνούν τα 10 - 12 km βάθος και τα οποία σε συνδυασμό με τα αντιθετικά τους δημιουργούν την ασυμμετρία των πυθμένων των τεκτονικών βυθισμάτων και ταυτόχρονες ανυψώσεις του ενός άκρου του βυθιζόμενου τμήματος, έρχονται να επιβεβαιώσουν τις προαναφερθείσες απόψεις για μία ανάλογη γεωμετρική συμπεριφορά των κανονικού χαρακτήρα ρηγμάτων στον ελλαδικό χώρο. Η διαφορά των παραπάνω ερευνητών με τον ΜΑΡΙΟΛΑΚΟ 1975 είναι ότι αυτοί δέχονται την περιστροφή των τεκτονικών τεμαχών σαν αποτέλεσμα της δράσης εφελκυστικών δυνάμεων και όχι σαν αποτέλεσμα δράσης ζεύγους αντίρροπων δυνάμεων περιστροφικού χαρακτήρα.

 

Επιπλέον οι MARIOLAKOS & PAPANIKOLAOU 1981 και MARIOLAKOS et.al., 1981 διατυπώνουν την άποψη ότι η δημιουργία των Νεογενών λεκανών στο τόξο του Αιγαίου δεν οφείλεται σε εντατικό πεδίο εφελκυσμού, αλλά είναι αποτέλεσμα διάτμησης και ζεύγους παράλληλων και αντίρροπων δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές δημιουργούν κατά κύριο λόγο περιστροφές μεγάλων τεκτονικών πολυτεμαχών.

 

Οι MARIOLAKOS et.al., 1985 προτείνουν ένα νεοτεκτονικό γεωδυναμικό μοντέλο για την Πελοπόννησο, το οποίο βασίζεται σε μορφοτεκτονικά στοιχεία, τη σεισμικότητα και επαναλαμβανόμενες βαρυτικές μετρήσεις. Σύμφωνα μ' αυτό το μοντέλο το γεωδυναμικό καθεστώς δεν είναι εφελκυστικό αλλά αυτό του ζεύγους αντίρροπων δυνάμεων και μάλιστα περιστροφικού χαρακτήρα.

 

Οι ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1987 βασιζόμενοι i. στην τεκτονική ανάλυση των νεοτεκτονικών ρηξιγενών ζωνών και ρηγμάτων και δίδοντας έμφαση στο γεγονός ότι τα κανονικά και ανάστροφα ρήγματα δεν δημιουργούνται μόνο από εντατικά πεδία αξονικού εφελκυσμού ή θλίψης αντίστοιχα αλλά και από εντατικά πεδία διάτμησης και στρέψης, ii. οι σεισμικές εστίες συχνά απαντώνται σε προϋπάρχοντα ρήγματα με κίνηση σε διαφορετικές διευθύνσεις από τις προϋπάρχουσες, σύμφωνα με το νέο εντατικό πεδίο, iii. στα αποτελέσματα των απευθείας (in situ) μετρήσεων του εντατικού πεδίου και των παλαιομαγνητικών δεδομένων στα νεογενή ιζήματα που έδειξαν ότι υπάρχει μια σύνθετη κατανομή της οριζόντιας συνιστώσας του εντατικού πεδίου καθώς επίσης και η αναγκαιότητα της ύπαρξης περιστροφών πολυτεμαχών γύρω από περίπου κατακόρυφους άξονες και iv. στους μηχανισμούς γένεσης 128 σεισμών, προτείνουν ένα πρότυπο νεοτεκτονικής παραμόρφωσης του ελληνικού τόξου που έχει τη μορφή μιας μεγασκοπικής λοξοζωνικής πτυχής μορφής Ζ, η οποία προϋποθέτει ένα κατακόρυφο διατμητικό ζεύγος διεύθυνσης E-W με δεξιόστροφη στρέψη περί κατακόρυφο άξονα.

 

Μετά τα όσα αναφέρθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, για την ερμηνεία του τύπου του εντατικού πεδίου που είναι υπεύθυνο για την παραμόρφωση της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου κατά τη νεοτεκτονική περίοδο και ιδιαίτερα κατά τα τελευταία στάδια εξέλιξής της δηλαδή μετά το τέλος απόθεσης των θαλάσσιων ιζημάτων στα τεκτονικά βυθίσματα Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, Νέδα και Ζαχάρως αν λάβουμε υπόψη:

 

·      Τη μορφή του υδρογραφικού δικτύου

 

·      Τις διαφοροποιήσεις στην ένταση της κατά βάθος διάβρωσης καθώς και τη γεωγραφική της κατανομή

 

·      Την κατανομή και τη φορά κλίσης των επιφανειών ισοπέδωσης που αναπτύσσονται πάνω στους αλπικούς σχηματισμούς, οι οποίες δείχνουν περιστροφές τεμαχών γύρω από οριζόντιους άξονες προς νότο

 

·      Την κατανομή και τη φορά κλίσης των επιφανειών ισοπέδωσης που αναπτύσσονται πάνω στους θαλάσσιους πλειστοκαινικούς σχηματισμούς, οι οποίες δείχνουν περιστροφές τεμαχών γύρω από οριζόντιους άξονες προς βορρά

 

·      Την τοπογραφική θέση των πηγών και τις υδραυλικές κλίσεις των υπόγειων υδροφορέων

 

·      Τη γεωμετρία της ακτής

 

·      Τη γεωμετρία των ρηξιγενών ζωνών και ρηγμάτων καθώς και το γεγονός ότι σχεδόν σε όλες τις ρηξιγενείς ζώνες και τα ρήγματα είναι παρούσα, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, η οριζόντια συνιστώσα στη μετατόπιση των εκατέρωθεν τεμαχών, με άλλα λόγια είναι έντονη η παρουσία πλάγιων ή ακόμα και οριζόντιων γραμμών προστριβής στις επιφάνειες των ρηγμάτων παλαιών και νέων

 

·      Τη σημαντική διαφοροποίηση του φαινόμενου κατακόρυφου άλματος κατά μήκος των περιθωριακών ρηξιγενών ζωνών (ψαλιδωτά ρήγματα) σε συνδυασμό με την κλιμακωτή (en-echelon) διάταξη των ρηγμάτων που αποτελούν τις ρηξιγενείς ζώνες καθώς επίσης και μέσα στις νεοτεκτονικές μακροδομές

 

·      Την καμπυλότητα που παρουσιάζουν αρκετές επιφάνειες ρηγμάτων

 

·      Την παρουσία νεοτεκτονικών πτυχών σε διάφορες κλίμακες οι άξονες των οποίων έχουν κυρίως διεύθυνση WSW-ENE

·      Τη παραμόρφωση του αλπικού τεκτονικού ιστού κατά τη νεοτεκτο­νική περίοδο.

 

·      Η καμπύλη μορφή που φαίνεται να έχει σε ορισμένες θέσεις η επιφάνεια επώθησης της Πίνδου πάνω στο φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου - Τρίπολης, σε συνδυασμό με την συγκλινική ή αντικλινική μορφή που παρουσιάζει σε παρακείμενες της μελετηθείσας περιοχές, μας δίδει τη δυνατότητα να υποθέσουμε ότι και στη μελετηθείσα περιοχή θα πρέπει να συμβαίνει κάτι ανάλογο αν και είναι δύσκολο να κατασκευαστεί ο υπεδαφικός τεκτονικός χάρτης της επαφής των δύο ενοτήτων.

 

·      Τη διάταξη στο χώρο των μεταλπικών αποθέσεων σε συνδυασμό με τη φάση, το πάχος και την ηλικία τους.

 

·      Tις επιτόπου (in situ) μετρήσεις του εντατικού πεδίου που έδειξαν ότι στο οριζόντιο επίπεδο κυριαρχεί άλλοτε η συμπίεση και άλλοτε ο εφελκυσμός, χωρίς φυσικά να είναι γνωστό σε κάθε περίπτωση ούτε εάν οι μετρήσεις αντιστοιχούν στους άξονες κυρίων τάσεων σ1 ή σ2 (η σΗmax) ή στους σ2 ή σ3 (η σΗmin), ούτε τι ποσοστό αξόνων αντιπροσωπεύουν (σαν συνιστώσες τους στο οριζόντιο επίπεδο). Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αποτελέσματα των μετρήσεων του εντατικού πεδίου δεν είναι συμβατά σε αρκετές περιπτώσεις με τα προταθέντα από την απλουστευμένη ερμηνεία συμπίεσης ή εφελκυσμού με βάση τη μελέτη των νεοτεκτονικών ρηγμάτων (PAQUIN et al., 1982, 1984, ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ και συνεργάτες 1987). Εάν όμως αντί των απλουστευμένων προτύπων εντατικού πεδίου θλίψης και εφελκυσμού χρησιμοποιηθούν στην ερμηνεία των νεοτεκτονικών ρηγμάτων και πτυχών η διάτμηση και η στρέψη, τότε είναι συμβατές οι μετρήσεις του εντατικού πεδίου. Τα αποτελέσματα των επιτόπου μετρήσεων του εντατικού πεδίου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στη Μεσσηνία μετά τον καταστροφικό σεισμό της Καλαμάτας (13/9/1986) (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ και συνεργάτες 1987), σε συνδυασμό με τις μετρήσεις που είχαν γίνει από τους PAQUIN et al., 1982, στην Πελοπόννησο φαίνονται στην Εικ. 6.10 Fig. 6. 10  315. Η συνολική εικόνα δείχνει ότι σε ολόκληρη τη ΝΔ Πελοπόννησο επικρατεί συμπίεση σε διεύθυνση περίπου E-W, με μικρότερη συμπίεση (Φιλιατρά, Άμφεια, Στούπα) ή εφελκυσμό (Αλμυρός) σε διεύθυνση Ν-S. Αντίθετα στη Κεντρική Πελοπόννησο επικρατεί μόνο εφελκυσμός και στις δύο προαναφερθείσες διευθύνσεις. Το γενικό αυτό αποτέλεσμα της συμπίεσης σε διεύθυνση E-W, βρίσκεται σε συμφωνία με τη γενικότερη ενεργό γεωδυναμική κατάσταση του ελληνικού τόξου. Οι επιμέρους διαφορές μπορεί να οφείλονται σε διάφορα (λιθολογικά, τεκτονικά, ακρίβειας μεθόδου, κλπ.) αίτια και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αξιόπιστα συμπεράσματα, δεδομένου ότι ο αριθμός των μετρήσεων που έχει γίνει μέχρι τώρα είναι πάρα πολύ μικρός. Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι οι μετρήσεις του εντατικού πεδίου του 1987, συμφωνούν σε σημαντικό βαθμό, τόσο με στοιχεία από τους μηχανισμούς γένεσης σεισμών που αναφέρονται στο χώρο της Δυτικής Πελοποννήσου (ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ & ΔΕΛΗΜΠΑΣΗΣ 1982, PAPAZA_ CHOS et al., 1984, HATZFELD et al., 1989), όσο και με στοιχεία πόλωσης του ηλεκτρικού πεδίου της εξωτερικής ζώνης του ελληνικού τόξου (LAZARIDOU - VAROTSOU & PAPANIKOLAOU 1987), καθώς επίσης και με την γεωμετρία του άξονα (διεύθυνση WSW-ENE) της νεοτεκτονικής μακροπτυχής στα Φιλιατρά (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ 1991). Οι ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ και συνεργάτες 1987 σημειώνουν ότι οι τιμές του εντατικού πεδίου που μετρήθηκαν το 1987 είναι οι μεγαλύτερες που έχουν παρατηρηθεί μέχρι σήμερα στον ελληνικό χώρο και είναι τουλάχιστον διπλάσιες από τις άλλες περιοχές.

 

·      Την κατανομή των σεισμικών επικέντρων που προσδιορίστηκαν από τα μικροσεισμικά δίκτυα των ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 1985 ΚΑΙ HATZFELD et al., 1990, σε συνδυασμό με τους μηχανισμούς γένεσης που προσδιορίστηκαν οι οποίοι δείχνουν συνύπαρξη συμπίεσης, εφελκυσμού και οριζόντιας ολίσθησης και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις σε διευθύνσεις μη αναμενόμενες.

 

·      Μετά τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, προκύπτει ότι η παραμόρφωση της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου και κατ' επέκταση του Ελληνικού τόξου είναι αρκετά πολύπλοκη και "σήμερα" επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ένταση της σεισμικής δραστηριότητας στις διάφορες περιοχές. Όλες αυτές οι παρατηρήσεις που είναι χαρακτηριστικές για τη νεοτεκτονική παραμόρφωση δείχνουν ότι:

 

1.    Το εντατικό πεδίο του ευρύτερου χώρου είναι του τύπου του ζεύγους αντίρροπων δυνάμεων περιστροφικού χαρακτήρα (rotational couple) και

 

2.    η παραμόρφωση δεν είναι καθαρά θραυσιγενούς τύπου αλλά πλαστικο-θραυσιγενούς τύπου (ductile - brittle type).

 

Μέσα σ' αυτό το ευρύτερο εντατικό πεδίο στρέψης μπορούν να δημιουργηθούν τοπικού χαρακτήρα εντατικά πεδία διαφόρων τύπων π.χ. εφελκυστικά (extensional), συμπιεστικά (compressional) ακόμα και διεφελκυστικά (transtensional) και διαθλιπτικά (trans_ pressional). Κάτω από την επίδραση ενός τέτοιου εντατικού πεδίου, όλες οι αναφερθείσες νεοτεκτονικές δομές μπορούν να ερμηνευθούν.

 

Fig. 6. 10

Εικ. 6.10: Χάρτης της Πελοποννήσου στον οποίο φαίνονται οι μεγάλες περιθωριακές ρηξιγενείς ζώνες των μεταλπικών λεκανών και οι θέσεις που έχουν πραγματοποιηθεί in situ μετρήσεις του εντατικού πεδίου (από ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ et al., 1987).

Fig. 6.10: Sketch map of the post alpine basins in the Peloponnessos. The main marginal fault zones and the stations for the in situ stress field measurements are also shown (after PAPANIKOLAOU, 1987).

 

 

Η περιστροφικού χαρακτήρα παραμόρφωση που υπάρχει μεταξύ των μεταλπικών αποθέσεων του τεκτονικού βυθίσματος Νέδα και του τεκτονικού κέρατος Μίνθης καθώς και η πτύχωση των θαλάσσιων μεταλπικών αποθέσεων του σχηματισμού Νέδα για παράδειγμα, μπορεί να εξηγηθεί σαν αποτέλεσμα τοπικού εντατικού πεδίου διάθλιψης.

 

Τα κανονικά ρήγματα μπορούν να δημιουργηθούν είτε κάθετα στον άξονα εφελκυσμού είτε παράλληλα στον άξονα συμπίεσης. Κατά την άποψη αυτή, ένας μεγάλος αριθμός νεοτεκτονικών κανονικού χαρακτήρα ρηγμάτων σχετίζονται με τοπικά εντατικά πεδία θλίψης (συμπίεσης) και πιο ειδικά σχετίζονται με παραμόρφωση πλαστικο­θραυσιγενούς τύπου (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ et al., 1988, ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ 1991, MARIOLAKOS et al., 1991) (Εικ. 6.11 Fig. 6. 11  316).

 

Fig. 6. 11

 

Εικ. 6.11: Εντατικό πεδίο ζεύγους αντίρροπων δυνάμεων περιστροφικού χαρακτήρα και οι τεκτονικές δομές που μπορούν να δημιουργηθούν (από MARIOLAKOS et al., 1989b).

Fig. 6.11: The tectonic structures produced by a rotational couple stress field  (after MARIOLAKOS  et al., 1989b).

 

4. ΣΧΟΛΙΑ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Με βάση τα στοιχεία που παρατέθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια και τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης που περιγράφτηκαν, μπορούν να εξαχθούν τα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα για το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ.

 

·      Το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ αποτελεί μια σύνθετη πλαστικο-θραυσιγενούς τύπου νεοτεκτονική δομή, ήτοι μια μεγα­δομή την οποία μπορεί να θεωρήσει κανείς σαν μία μεγα-πτυχή συγκλινικού τύπου αν λάβει υπόψη του τις γεωτεκτονικές ενότητες και ταυτόχρονα μπορεί να το θεωρήσει ένα τεκτονικό βύθισμα, αφού οριοθετείται και από μεγάλες ρηξιγενείς ζώνες.

 

·      Το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ δεν είχε μία ενιαία νεοτεκτονική παραμόρφωση και εξέλιξη σε όλο το χώρο του. Την ίδια χρονική περίοδο, σε κάθε ένα τμήμα του (νεοτεκτονική δομή 2ης, 3ης, ... τάξης) μπορούν να διακριθούν συνθήκες παραμόρφωσης και περιβάλλοντος εξέλιξης, οι οποίες είναι εντελώς διαφορετικές από άλλα γειτονικά τμήματά του. Η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να διατηρηθεί όχι μόνο σε ένα στάδιο αλλά σε περισσότερα, δεν είναι δε λίγες οι φορές κατά τις οποίες η διαφοροποίηση αυτή αντιστρέφεται. Πιο απλά, το σύνθετο τεκτονικό βύθισμα ΜΕΛΥΜΙΤΕ αποτελείται από ένα μωσαϊκό μικρότερων ρηξιτεμαχών (blocks), τα οποία μπορούν να συμπεριφέρονται διαφορετικά το καθένα κατά τη διάρκεια της εξέλιξής τους.

 

·      Η παραμόρφωση, κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, δεν εντοπίζεται μόνο στα περιθώρια του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ, αλλά και μέσα στο εσωτερικό του τμήμα, στο οποίο κατά θέσεις παρουσιάζει μεγαλύτερη ένταση. Η ένταση αυτή της παραμόρφωσης είναι σημαντικά μεγαλύτερη στο εσωτερικό (ειδικά κατά τα τελευταία στάδια) από ότι σε ορισμένες θέσεις κατά μήκος των περιθωρίων του ΜΕΛΥΜΙΤΕ, όπου κατά τεκμήριο κατά στα τελευταία στάδια είναι σημαντικά εξασθενημένη, παρατηρείται δηλαδή μία μετανάστευση της δράσης από τα περιθώρια στο εσωτερικό, τόσο του ΜΕΛΥΜΙΤΕ, όσο και των 2ης, 3ης, τάξης νεοτεκτονικών μακροδομών που το αποτελούν.

 

·      Η νεοτεκτονική παραμόρφωση εκφράζεται όχι μόνο με ρήγματα, αλλά και με πτυχές, δομές από τις οποίες άλλες έχουν πρωτεύουσα και άλλες δευτερεύουσα σημασία στη νεοτεκτονική δομή και εξέλιξη της περιοχής. Έτσι τα κύρια ρήγματα ή οι μεγάλες ρηξιγενείς ζώνες:

 

1.    οριοθετούν τόσο την 1ης τάξης νεοτεκτονική μακροδομή ΜΕΛΥΜΙΤΕ από τις γειτονικές νεοτεκτονικές μακροδομές (π.χ. Λάπιθας, όρη Κυπαρισσίας), όσο και τις 2ης, 3ης, κλπ. τάξης νεοτεκτονικές μακροδομές μεταξύ τους

 

2.    οριοθετούν τόσο παλαιογεωγραφικά όσο και σήμερα γεωλογι­κούς σχηματισμούς

 

3.    μεταθέτουν σημαντικά τους εκατέρωθεν σχηματισμούς

 

4.    όχι μόνο παρεμβαίνουν, αλλά καθορίζουν τις μορφογενετι­κές διαδικασίες μέσα από τη δημιουργία μορφολογικών ασυνεχειών, κάμψεων των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου, οριοθέτηση αναβαθμίδων ή επιφανειών ισοπέδωσης

 

5.    είναι δυνατόν να έδρασαν σε ένα στάδιο, σε διαδοχικά στάδια ή σε μη διαδοχικά στάδια

 

Οι πτυχές και εν γένει η πλαστική παραμόρφωση, η οποία δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή στην επιφάνεια λόγω της έντονης παρουσίας του θραυσιγενούς τεκτονισμού, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο τόσο στη δημιουργία του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ (ένα μεγα-σύγκλινο σε επίπεδο γεωτεκτονικών ενοτήτων), όσο και στην εξέλιξή του, ιδιαίτερα των 2ης, 3ης, τάξης νεοτεκτονικών μακροδομών. Επιπλέον έχει επηρεάσει σημαντικά τις μορφογενετικές διαδικασίες. Η σημερινή εικόνα είναι αποτέλεσμα των προαναφερθεισών περιπτώσεων.

 

·      Μερικά από τα ρήγματα που έχουν δράσει σε ένα συγκεκριμένο στάδιο, εμφανίζονται να έχουν δράσει κυρίως σε μία καθορισμένη περιοχή, ενώ σπάνια έδρασαν σε άλλες θέσεις. Σε αρκετές περιπτώσεις, η δράση ρηγμάτων σε επόμενο στάδιο, φαίνεται να μετατίθεται σε άλλο γεωγραφικό χώρο γειτονικό προς τον προηγούμενο, συνήθως προς το εσωτερικό των λεκανών (παράδειγμα η μετατόπιση των ρηξιγενών ζωνών Κυπαρισσίας ­Αετού στον Περιστερά ποταμό και της Βόρειας ρηξιγενούς ζώνης του Λάπιθα στον ποταμό Αλφειό). Τούτο σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Λάπιθας) θα μπορούσε να έχει σχέση με φαινόμενα διαπειρισμού, των οποίων η δράση θα ήταν δυνατόν να είχε αντίστοιχη διάρκεια.

 

·      Το κινηματικό καθεστώς ορισμένων ρηγμάτων αλλάζει στη διάρκεια της νεοτεκτονικής εξέλιξης κατά τα διαδοχικά ή μη στάδια, με αποτέλεσμα να υπάρχει και αντίστοιχη εικόνα στα εκατέρωθεν τεμάχη που οριοθετούν. Ένας συνδυασμός τέτοιων περιπτώσεων ρηγμάτων οριοθετεί ρηξιτεμάχη, τα οποία δημιουργούν στο ένα στάδιο τεκτονικό βύθισμα και σε επόμενο στάδιο τεκτονικό κέρας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ρηξιγενούς ζώνης Νέδα, η οποία ενώ στα αρχικά στάδια συνέβαλε στη δημιουργία του ομώνυμου τεκτονικού βυθίσματος, οπότε το βόρειο τέμαχος κατερχόταν και το νότιο ανερχόταν, στο τελευταίο στάδιο αντιστράφηκε έτσι ώστε, το βόρειο τέμαχος να ανέρχεται και το νότιο σχετικά να κατέρχεται.

 

·      Όμως η αλλαγή στο κινηματικό καθεστώς ορισμένων ρηγμάτων δεν σημαίνει ταυτόχρονα και αλλαγή στο εντατικό πεδίο του ευρύτερου χώρου το οποίο κατά τη γνώμη μας δεν πρέπει να έχει αλλάξει σημαντικά σε όλο το χρονικό διάστημα εξέλιξης του σύνθετου τεκτονικού βυθίσματος ΜΕΛΥΜΙΤΕ. Δηλαδή τα κύρια χαρακτηριστικά στη γεωμετρία των ρηγμάτων και η παρουσία της οριζόντιας συνιστώσας μικρής ή μεγάλης είναι σχεδόν παντού σταθερά. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται έχουν κυρίως τοπικό χαρακτήρα, σε ορισμένες δε περιπτώσεις μπορεί και να συνδέονται με φαινόμενα διαπειρισμού, κάτι που έχει διαπιστωθεί στο γειτονικό τεκτονικό βύθισμα Πύργου - Ολυμπίας (ΛΕΚΚΑΣ et al., 1992).

 

·      Ορισμένα από τα ρηξιτεμάχη λειτουργούν συνεχώς σαν τεκτονικά βυθίσματα ή τεκτονικά κέρατα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι τα τεκτονικά κέρατα Μίνθης, Τετράζιου, Λύκαιου, τα τεκτονικά βυθίσματα Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, Μεγαλόπολης κλπ..

 

·      Oι περισσότερες ρηξιγενείς ζώνες ή και ρήγματα παρουσιάζουν περιστροφή των εκατέρωθεν τεμαχών, ενώ ο συνδυασμός τέτοιων ρηξιγενών ζωνών προκαλεί περιστροφές ρηξιτεμαχών που φανερώνουν και ανάλογο εντατικό πεδίο.

 

·      Τα πλέον σύγχρονα ρήγματα και ρηξιγενείς ζώνες, ειδικά αυτά που βρίσκονται στο NW τμήμα, πρέπει να συνδέονται με την παρουσία διαπείρων σε βαθύτερα ή όχι σημεία. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί, στη χερσόνησο της Κυλλήνης από τους ΜΑΡΙΟΛΑΚΟ et al., 1989, όπου παρατηρήθηκε ενεργοποίηση των ρηγμάτων (που έδρασαν ούτως ή άλλως στο Ολόκαινο) κατά τους σεισμούς της 16-8-1988.

 

·      Οι πτυχές απαντώνται σε διάφορες κλίμακες, με γωνία σκελών που ποικίλει. Πάντως ο κανόνας είναι ότι, όσο νεώτερη είναι η πτυχή τόσο μεγαλύτερη είναι και η γωνία των σκελών. Επιπλέον πρέπει να τονιστεί ότι οι πτυχές αυτές δεν έχουν δημιουργηθεί σε συνθήκες βάθους (θεωρητικά περιοχή πλαστικής παραμόρφωσης), αλλά σε συνθήκες επιφανειακές (θεωρητικά περιοχή θραυσιγενούς παραμόρφωσης) και βέβαια δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για ιζηματογενείς δομές, δεδομένου ότι έχουν παραμορφωθεί όλα τα στρώματα του σχηματισμού (π.χ. Τσεμπερούλα) και όχι τμήμα τους, η δε γεωμετρία τους (διεύθυνση άξονα) είναι σταθερή και συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση.

 

Με βάση λοιπόν τα στοιχεία από τη γεωλογία, τη γεωμορφολογία, την τεκτονική - νεοτεκτονική, σεισμολογία και όσα αναφέρθηκαν για τα διαδοχικά στάδια της νεοτεκτονικής εξέλιξης της περιοχής μελέτης, είναι εύκολο πλέον να διακριθούν τα μη ενεργά, πιθανώς ενεργά και ενεργά ρήγματα και ρηξιγενείς ζώνες στη περιοχή μελέτης. Η διάκριση αυτή παρουσιάζεται στο νεοτεκτονικό χάρτη που παρατίθεται εκτός κειμένου.