<<home

 

GO TO INDEX OF FIGURES

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Γ

 

ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

 

 

1. ΓΕΝΙΚΑ   109

2. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ  110

3. ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ   112

3.1. Γενικα   112

3.2. Yδρογραφικο δικτυο λεκανησ Κυπαρισσιασ - Καλου Νερου   112

3.2.1. Γενικά  112

3.2.2. Υδρογραφικό δίκτυο Περιστερά  112

3.3. Υδρογραφικο δικτυο λεκανων Δωριου - Ανω Μεσσηνιασ  112

3.3.1. Γενικά  112

3.4. Υδρογραφικο δικτυο τησ λεκανησ τησ Νεδα   112

3.4.1. Γενικά  112

3.4.2. Κατάταξη του υδρογραφικού δικτύου  112

3.4.3.   Σχολιασμός του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών ΙΙΙης τάξης  112

3.4.4. Σχολιασμός του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών IVης τάξης  112

3.4.5. Σχολιασμός του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών Vης τάξης  112

3.5. Υδρογραφικο δικτυο λεκανησ Ζαχαρωσ  112

3.5.1. Γενικά  112

3.5.2. Υδρογραφικό δίκτυο ανατολικής λεκάνης (Τσεμπερούλα) 112

3.5.3. Υδρογραφικό δίκτυο δυτικής λεκάνης (Άνυδρου) 112

3.6.      Συγκριτικεσ παρατηρησεισ στα περιγραφεντα υδρογραφικα δικτυα   112

4. ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗΣ  112

4.1. Γενικα   112

4.2. Μορφολογικα χαρακτηριστικα των επιφανειων ισοπεδωσησ  112

4.2.1. Μέγεθος  112

4.2.2. Σχήμα και διάταξη στο χώρο  112

4.2.3. Γεωγραφική κατανομή  112

5. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΛΙΣΕΙΣ  112

5.1. Γενικα στοιχεια μορφολογικων κλισεων   112

5.2. Κλισεισ πρανων κοιλαδων   112

5.3. Γεωγραφικη κατανομη των μορφολογικων κλισεων   112

5.4. Μορφολογικεσ ασυνεχειεσ  112

5.5. Κατα βαθοσ διαβρωση   112

6. KΑΡΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ - ΠΗΓΕΣ  112

6.1. ΓΕΝΙΚΑ   112

6.2. Η καρστικοποιηση και οι πηγεσ των ανθρακικων τησ ενοτητασ Τριπολησ  112

6.3. Η καρστικοποιηση και οι πηγεσ των ανθρακικων τησ ενότητασ Πινδου   112

6.4. Η καρστικοποιηση και οι πηγεσ στισ Μεταλπικεσ αποθεσεισ  112

 

INDEX OF FIGURES

Fig. 3. 1. 112

Fig. 3. 2. 112

Fig. 3. 3. 112

Fig. 3. 4. 112

Fig. 3. 5. 112

Fig. 3. 6. 112

Fig. 3. 7. 112

Fig. 3. 8. 112

Fig. 3. 9. 112

Fig. 3. 10. 112

Fig. 3. 11. 112

Fig. 3. 12. 112

Fig. 3. 13. 112

Fig. 3. 14. 112

Fig. 3. 15. 112

Fig. 3. 16. 112

Fig. 3. 17. 112


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Γ

 

 

ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

 

 

1. ΓΕΝΙΚΑ

 

Είναι γνωστό ότι η Γεωμορφολογία μελετάει την επιφάνεια επαφής μεταξύ της Λιθόσφαιρας και της Ατμόσφαιρας, ή μεταξύ της Λιθόσφαιρας και της Υδρόσφαιρας (υποθαλάσσια Γεωμορφολογία). Σ' αυτή λοιπόν την επιφάνεια, εκφράζεται σε κάθε γεωλογική "στιγμή" η σχέση ισορροπίας μεταξύ ανταγωνιστικών δυνάμεων, που έχουν διαφορετική φύση και προέλευση, οι οποίες εξασκούνται από τη μία και την άλλη πλευρά της και που στην προκείμενη περίπτωση, είναι οι Ενδογενείς και οι Εξωγενείς δυνάμεις. Ενδογενείς είναι οι δυνάμεις που προέρχονται από τις διεργασίες στο εσωτερικό της Γης (τεκτονισμός, ηφαιστειότητα, διαπειρισμός κλπ.). Εξωγενείς δυνάμεις είναι αυτές που δεν προέρχονται από το εσωτερικό της Γης (επίδραση νερού, αέρα, κλπ.). Οι Εξωγενείς δυνάμεις τείνουν να ισοπεδώσουν την επιφάνεια της Γης μέσα από τη διαδικασία αποσάθρωση - διάβρωση - απόθεση, ενώ οι Ενδογενείς δυνάμεις συνεχώς τείνουν να δημιουργούν νέες μορφές.

 

Σκοπός λοιπόν της Γεωμορφολογίας είναι να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται αυτός ο ανταγωνισμός των Ενδογενών και Εξωγενών δυνάμεων στην επιφάνεια επαφής της Λιθόσφαιρας με την Ατμόσφαιρα, καθώς επίσης τους μηχανισμούς και τις διεργασίες εξέλιξής της, όταν διαταράσσεται η μεταξύ τους ισορροπία.

 

Ο κλάδος της Γεωμορφολογίας που μελετάει την επίδραση των Ενδογενών δυνάμεων (Τεκτονικών δυνάμεων) στη διαμόρφωση του γήινου ανάγλυφου, είναι η Μορφοτεκτονική. Ο όρος μορφοτεκτονική χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον COBER (1928) και αναφέρεται στο κλάδο των γεωεπιστημών που ασχολείται με την ανάλυση του αναγλύφου και τη σχέση αναγλύφου - παραμόρφωσης.

Πιο συγκεκριμένα η Μορφοτεκτονική μελετά:

 

α. τη μορφή του αναγλύφου

β. τη μορφή του υδρογραφικού δικτύου

γ. τη συμμετρία του υδρογραφικού δικτύου

δ. την κατά βάθος διάβρωση

ε. τις επιφάνειες ισοπέδωσης και

στ. τις αναβαθμίδες χερσαίες ή θαλάσσιες

 

Η χρησιμοποίηση της μορφοτεκτονικής στη νεοτεκτονική ανάλυση και κυρίως στη κινηματική νεοτεκτονική ανάλυση είναι απαραίτητη, επειδή η νεοτεκτονική παραμόρφωση έχει αποτυπωθεί πάνω στις γεωμορφές, από τη μελέτη των οποίων παίρνουμε στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο έχει δεχθεί την παραμόρφωση το γεωλογικό σώμα.

 

Ακολούθως περιγράφονται και μελετώνται:

 

i.          τα γενικά χαρακτηριστικά της μορφολογίας της περιοχής μελέτης και διακρίνονται οι χαρακτηριστικές μορφολογικές ενότητες

ii.        οι επιφάνειες ισοπέδωσης

iii.       οι μορφολογικές κλίσεις

iv.      το υδρογραφικό δίκτυο

v.        η κατά βάθος διάβρωση

vi.      η καρστικοποίηση - οι πηγές

vii.     οι αναβαθμίδες

 

 

2. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

 

Η κεντροδυτική Πελοπόννησος μπορεί να διακριθεί σε αυτοτελείς μορφολογικές ενότητες, των περισσοτέρων από τις οποίες ο επιμήκης άξονας έχει διεύθυνση E-W, ενώ μία και μάλιστα η πλέον ανατολική έχει επιμήκη άξονα NNW-SSE.

 

Σε τομή διεύθυνσης N-S της περιοχής μελέτης, παρατηρείται μία εναλλαγή ορεινών όγκων, κοιλάδων και κάποιων λοφοσειρών με γενική διεύθυνση E-W. Στους ορεινούς όγκους παρατηρείται μία ασυμμετρία στη μορφολογία τους με απότομα πρανή στη βόρεια πλευρά και ομαλώτερα στη νότια. Σε τομή διεύθυνσης E-W της περιοχής μελέτης βόρεια του ποταμού Νέδα, παρατηρείται μία εναλλαγή ορεινών όγκων (με υψόμετρα μεγαλύτερα από 1.000 μέτρα) και κοιλάδων στο ανατολικό και το κεντρικό τμήμα της τομής, ενώ στο δυτικό τμήμα η μορφολογία δεν παρουσιάζει έντονες εναλλαγές, αλλά κλίνει προς τα δυτικά αρκετά ομαλά. Σε τομή διεύθυνσης E-W της περιοχής μελέτης νότια του ποταμού Νέδα, παρατηρείται επίσης μία εναλλαγή ορεινών όγκων (με υψόμετρα περίπου 1.000 μέτρα ή και μικρότερα) και κοιλάδων στο ανατολικό και το κεντρικό τμήμα της τομής, ενώ στο δυτικό τμήμα η μορφολογία δεν παρουσιάζει έντονες εναλλαγές, αλλά κλίνει ομαλά προς τα δυτικά.

 

Η προαναφερθείσα περιγραφή γίνεται πολύ πιο σαφής από τις Εικόνες 3.1Fig. 3. 1  112, 3.2Fig. 3. 2  112 και 3.3Fig. 3. 3  112, όπου έχουν σχεδιαστεί παράλληλες και ισαπέχουσες τοπογραφικές τομές σε δύο διευθύνσεις N-S και E-W. Οι τοπογραφικοί χάρτες που χρησιμοποιήθηκαν είναι της ΓΥΣ κλίμακας 1/50.000, η δε απόσταση μεταξύ των τοπογραφικών τομών είναι 1km.

 

Με βάση το τοπογραφικό υπόβαθρο κλίμακας 1/50.000 και τις τοπογραφικές τομές των Εικ. 3.1Fig. 3. 1  112, 3.2Fig. 3. 2  112, και 3.3Fig. 3. 3  112 που κατασκευάστηκαν μπορούν να διακριθούν οι ακόλουθες μορφολογικές ενότητες:

 

 

α. Όρος Λάπιθας

 

Πρόκειται για ένα επίμηκες όρος το οποίο έχει μήκος περίπου 17 km, διεύθυνση επιμήκους άξονα E-W, πλάτος 1 - 3 km, έκταση περίπου 35 km2, και μεγαλύτερα υψόμετρα 770 και 768 m. Σε τομή διεύθυνσης N-S παρουσιάζει μία ασυμμετρία στη μορφολογία του με πιο απότομα πρανή στη βόρεια πλευρά και ομαλότερα στη νότια. Σ' αυτή τη μορφολογική ενότητα απαντούν σχηματισμοί των γεωτεκτονικών ενοτήτων Ιόνιας, Τρίπολης και Πίνδου.

 

β. Όρος Μίνθη

 

Έχει διεύθυνση E-W, μήκος 24 km, πλάτος 8 - 10 km, έκταση περίπου 216 km2 και μεγαλύτερα υψόμετρα 1.344 και 1212 m. Σε τομή διεύθυνσης N-S παρουσιάζει μία ασυμμετρία στη μορφολογία της με απότομα πρανή στη βόρεια πλευρά και πιο ομαλά στη νότια. Στη νότια πλευρά διακρίνονται τέσσερις ράχες που διαχωρίζονται από κοιλάδες με απόκρημνα πρανή των ρεμάτων Κεφαλόβρυσο, Πάμισος και Σαραίικο των οποίων η μέση διεύθυνση είναι NE-SW. Τα βόρεια και νότια όρια της εν λόγω ενότητας με τις ενότητες Λάπιθα και Τετράζιου είναι σαφή (κοιλάδες Άνυδρου και Νέδα αντίστοιχα), ενώ τα ανατολικά και κυρίως τα βορειοανατολικά με την ενότητα του Λύκαιου δεν είναι τόσο σαφή. Στην ενότητα Μίνθης απαντούν αποκλειστικά σχηματισμοί της γεωτεκτονικής ενότητας Πίνδου.

 

γ. Όρος Τετράζιο

 

Έχει διεύθυνση E-W, μήκος 20 km, πλάτος 8 - 10 km, έκταση περίπου 220 km2 και μεγαλύτερα υψόμετρα 1.389 και 1.195 m. Σε τομή διεύθυνσης N-S παρουσιάζει μία ασυμμετρία στη μορφολογία της, με απότομα πρανή στη βόρεια πλευρά και ομαλώτερα πρανή στη νότια. Ενώ τα βόρεια όρια της εν λόγω ενότητας με την ενότητα Μίνθης είναι σαφή (κοιλάδα Νέδα), τα ανατολικά και τα νότια με τις ενότητες Λύκαιου και Καλού Νερού - Δώριου δεν είναι τόσο σαφή. Στην ενότητα Τετράζιου απαντούν αποκλειστικά σχηματισμοί της γεωτεκτονικής ενότητας Πίνδου.

 

δ. Όρος Λύκαιο

 

Έχει διεύθυνση NNW-SSE, μήκος 18 km, πλάτος 5 - 8 km, έκταση περίπου 126 km2 και μεγαλύτερα υψόμετρα 1.490 και 1.382 m. Σε τομή διεύθυνσης N-S παρουσιάζει μία ασυμμετρία στη μορφολογία του, με απότομα πρανή και μεγαλύτερα υψόμετρα προς τη βόρεια πλευρά και ομαλότερα πρανή με μικρότερα υψόμετρα προς τη νότια. Τα δυτικά όριά της με τις ενότητες Μίνθης και Τετράζιου είναι ασαφή όπως προαναφέρθηκε, ενώ το ανατολικό με τη Μεγαλόπολη αρκετά σαφές. Στην ενότητα Λύκαιου απαντούν αποκλειστικά σχηματισμοί της γεωτεκτονικής ενότητας Πίνδου.

Fig. 3. 1

Εικ. 3.1: Τοπογραφικές τομές στην περιοχή μελέτης σε διεύθυνση N-S.

Fig. 3.1: N-S topographic sections in the study area.

Fig. 3. 2

Εικ. 3.2: Τοπογραφικές τομές στην περιοχή μελέτης σε διεύθυνση E-W, νότια του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.2: E-W topographic sections in the study area, south of Neda River.

Fig. 3. 3

Εικ. 3.3: Τοπογραφικές τομές στην περιοχή μελέτης σε διεύθυνση E-W, βόρεια του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.3: E-W topographic sections in the study area, north of Neda River.

 

 

ε. Λόφοι Λέπρεου - Νέδα

 

Οι λόφοι Λέπρεου - Νέδα βρίσκονται στο κεντροδυτικό τμήμα της περιοχής μελέτης, μεταξύ του ποταμού Νέδα και του χωριού Λέπρεο και παρεμβάλλονται στο δυτικό τμήμα του ορίου μεταξύ των ενοτήτων Τετράζιου και Μίνθης. Καταλαμβάνουν έκταση περίπου 47 km2, έχουν διεύθυνση ανάπτυξης E-W, μήκος 8,5 km και πλάτος 6-8 km. Το μέσο υψόμετρο της ενότητας είναι περίπου 200 m, ενώ τα μέγιστα υψόμετρα είναι 314 και 308m. Στην εν λόγω ενότητα απαντούν μόνο μεταλπικοί σχηματισμοί κυρίως θαλάσσιοι.

 

στ. Λόφοι Καλού Νερού - Δώριου

 

Βρίσκεται νότια της μορφολογικής ενότητας του Τετράζιου όρους αποτελώντας μία περιοχή χαμηλού υψομέτρου μεταξύ της προαναφερθείσας μορφολογικής ενότητας και των ορέων της Κυπαρισσίας στα νότια. Το μέσο υψόμετρο της περιοχής είναι μικρότερο των 200 m, το ανάγλυφο ομαλό, έχει μήκος περίπου 18 km και πλάτος που κυμαίνεται από 4 έως 8 km. Στην εν λόγω ενότητα απαντούν αλπικοί σχηματισμοί της γεωτεκτονικής ενότητας Πίνδου και μεταλπικοί θαλάσσιοι και χερσαίοι.

 

 

3. ΥΔΡΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ

 

3.1. Γενικα

 

Από τις παραμέτρους που συνθέτουν τη μορφολογική εικόνα του αναγλύφου μιας περιοχής, εκείνο που αντιδρά ταχύτερα σε κάθε μεταβολή (κύρια τεκτονική) είναι το υδρογραφικό δίκτυο. Αυτή ακριβώς η "ευαισθησία" του, το καθιστά έναν πολύτιμο δείκτη που συμβάλλει πολύ στη μελέτη της νεοτεκτονικής παραμόρφωσης μιας περιοχής. Τούτο διότι οι κλάδοι ενός υδρογραφικού δικτύου επηρεάζονται σαφώς από τις τεκτονικές γραμμές, κυρίως τα ρήγματα ή τα συστήματα διακλάσεων, τις οποίες τείνουν να ακολουθούν αφού η θραύση των πετρωμάτων δημιουργεί ζώνες μειωμένης αντοχής στη διάβρωση.

 

Προεκτείνοντας αυτό το γεγονός και αντιστρέφοντάς το, βλέπουμε ότι η μελέτη και κύρια η ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση ενός υδρογραφικού δικτύου, μπορεί να οδηγήσει στην επισήμανση τεκτονικών γραμμών που δεν είναι ορατές από την υπαίθρια παρατήρηση και χαρτογράφηση.

 

Θεωρώντας λοιπόν ότι η μορφοτεκτονική μελέτη του υδρογραφικού δικτύου πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της μελέτης για τη νεοτεκτονική παράμορφωση μιας περιοχής, πολύ δε περισσότερο για περιοχές όπως η μελετώμενη που χαρακτηρίζεται από έντονη τεκτονική (αλπική και νεοτεκτονική) δραστηριότητα, προχωρήσαμε σ' αυτήν.

Για τις ανάγκες της μελέτης χρησιμοποιήθηκαν οι τοπογραφικοί χάρτες της ΓΥΣ κλίμακας 1/50.000, από τους οποίους ελήφθησαν υπόψη οι μπλε γραμμές των ρευμάτων. Η μέθοδος ταξινόμησης που ακολουθήθηκε είναι η του HORTON (1945), όπως βελτιώθηκε από τον STRAHLER (1957). Από αυτή τη ταξινόμηση προέκυψε ότι στην περιοχή μελέτης υπάρχουν τρεις μεγάλες και δύο μικρές υδρολογικές λεκάνες, από τις οποίες η μεγαλύτερη είναι αυτή του ποταμού Νέδα, της οποίας ο κύριος κλάδος είναι 6ης τάξης, ενώ 5ης τάξης είναι ο κύριος κλάδος των ποταμών Περιστερά (ή Αρκαδικού, ή Σελλά) στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού και τέλος Αμφίτα και Μαυροζούμενα στη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας. Στη λεκάνη της Ζαχάρως αναπτύσσονται δύο υδρογραφικά δίκτυα, του Άνυδρου που εκβάλλει στον Κυπαρισσιακό κόλπο και του Τσεμπερούλα που είναι κλάδος του Αλφειού ποταμού. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τρεις μεγάλοι ποταμοί (Νέδα, Αρκαδικός και Αμφίτας) καθώς και ο μικρότερος Τσεμπερούλας, έχουν συνεχή ροή όλο το έτος, από αυτούς δε, η Νέδα και ο Περιστεράς εκβάλλουν στο Κυπαρισσιακό κόλπο, ενώ ο Αμφίτας που ενώνεται με τον Μαυροζούμενα στην έξοδο της λεκάνης Άνω Μεσσηνίας, σχηματίζουν τον κύριο κλάδο του άνω ρου του Πάμισσου, ο οποίος εκβάλλει στο Μεσσηνιακό κόλπο.

 

Στις επόμενες παραγράφους περιγράφονται τα υδρογραφικά δίκτυα του ποταμού Περιστερά στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, των ποταμών Αμφίτα και Μαυροζούμενα στη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας, Τσεμπερούλα και Άνυδρου στη λεκάνη της Ζαχάρως ακολούθως δε γίνεται ποσοτική ανάλυση των λεκανών ΙΙΙης, ΙVης και Vης τάξης του υδρογραφικού δικτύου του ποταμού Νέδα. Τέλος γίνονται συγκριτικές παρατηρήσεις μεταξύ όλων των υδρογραφικών δικτύων.

 

 

3.2. Yδρογραφικο δικτυο λεκανησ Κυπαρισσιασ - Καλου Νερου

 

3.2.1. Γενικά

 

Το υδρογραφικό δίκτυο της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού αποτελείται από 9 επί μέρους υδρογραφικά δίκτυα από τα οποία το ένα, που είναι και το κύριο, του Περιστερά ποταμού είναι V τάξης, ενώ τα υπόλοιπα 8 μικροτέρων τάξεων (βλπ. Χάρτη Υδρογραφικού Δικτύου Άνω Μεσσηνίας). Τα μικροτέρων τάξεων υδρογραφικά δίκτυα, αναπτύσσονται αποκλειστικά μέσα σε μεταλπικούς σχηματισμούς και μόνο οι απολήξεις των μικρότερης τάξης κλάδων σε ορισμένα από αυτά, διέρχονται από αλπικούς σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου.

 

Οι κύριοι κλάδοι των μικρότερων αυτών δικτύων έχουν διεύθυνση E-W, ενώ οι μικρότερης τάξης κλάδοι τους όταν πλησιάζουν προς τις ορεινές περιοχές των περιθωρίων της λεκάνης έχουν διεύθυνση N-S ή NE-SW.

Στο νότιο τμήμα της λεκάνης τα μικρά υδρογραφικά δίκτυα Νο 1 και 2 (Καρτελάς Ρ.) παρουσιάζουν μία ασυμμετρία στην ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου δηλαδή μία μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων μικρότερης τάξης. Πιο συγκεκριμένα, στα δίκτυα αυτά οι μικρότερης τάξης κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο νότιο τμήμα, ενώ από το βόρειο λείπουν εντελώς.

 

Παρόμοια μονόπλευρη ανάπτυξη, παρουσιάζουν και τα υδρογραφικά δίκτυα Νο 7 και 8 (ρέματα Πραζερή και Παρασποριά). Πιο συγκεκριμένα, στα δίκτυα αυτά, οι μικρότερης τάξης κλάδοι αναπτύσσονται μόνο στο βόρειο τμήμα, ενώ από το νότιο λείπουν εντελώς. Πολύ δε περισσότερο που θα περίμενε κανείς οι μικρότερης τάξης κλάδοι να ενωθούν με τον Αρκαδικό ποταμό, αντ' αυτού όμως στρέφονται WNW και εκβάλλουν στον Κυπαρισσιακό κόλπο.

 

3.2.2. Υδρογραφικό δίκτυο Περιστερά

 

Το υδρογραφικό δίκτυο του ποταμού Περιστερά παρουσιάζει πλήρη ανάπτυξη, με πολλές ιδιομορφίες όμως. Γενικά παρουσιάζει μία ορθογωνική και λιγότερο δενδριτική μορφή, αφού πολλοί κλάδοι του διαφόρων τάξεων συμβάλλουν στη κεντρική κοίτη με σχεδόν ορθή γωνία. Σε ορισμένες όμως περιοχές (τοπικού χαρακτήρα) αποκτά ακτινωτή διάταξη. Ολο το υδρογραφικό δίκτυο αναπτύσσεται εν μέρει σε αλπικούς και εν μέρει σε μεταλπικούς σχηματισμούς.

 

Ο κύριος κλάδος του είναι 5ης τάξης έχει διεύθυνση E-W και αναπτύσσεται αποκλειστικά πάνω στους μεταλπικούς σχηματισμούς. Στο τμήμα αυτό του κύριου κλάδου συμβάλλουν μικρότεροι κλάδοι που αναπτύσσονται ομοιόμορφα εκατέρωθεν, το μήκος των οποίων αυξάνει μάλιστα ανάλογα με την απόστασή τους από τις εκβολές του.

 

Πρέπει να σημειωθεί η ύπαρξη πολλών υπολεκανών έως και IV τάξης, βόρεια του κεντρικού κλάδου, που παρουσιάζουν, όπως και στην περίπτωση της Νέδα, μεγάλη επιμήκυνση σε διεύθυνση NNE-SSW.

 

Οι υπολεκάνες του νότιου τμήματος παρουσιάζουν μία ακτινωτή διάταξη, γύρω από το σημείο σχηματισμού της κεντρικής κοίτης.

 

Ο ποταμός Σελλάς (άνω ρούς του Περιστερά), παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες σε σχέση με την κατεύθυνση ροής του. Έτσι, ενώ η αρχική του κατεύθυνση είναι από βορρά προς νότο, στην περιοχή μεταξύ των χωριών Ανυδρο και Λατζουνάτο κατευθύνεται προς δυσμάς μέχρι τη συμβολή του με το ρέμα Μπελικουρέσι, όπου αλλάζει κατεύθυνση από νότο προς βορρά και έχει το όνομα Σελλάς, μέχρι την περιοχή Μονοδένδρι όπου κάμπτεται εκ νέου προς δυσμάς εκβάλλοντας στο Κυπαρισσιακό κόλπο με το όνομα Περιστεράς.

 

Δύο είναι οι παράγοντες που έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην ασύμμετρη ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου σε περιοχές μακριά από τις εκβολές του:

 

    i.    η λιθολογία και

   ii.    η τεκτονική σε συνδυασμό με τη λιθολογία.

 

Όσον αφορά τη λιθολογία, τυπικό παράδειγμα είναι η περιοχή Λυκοχορός, στην οποία λόγω της παρουσίας σημαντικού πάχους μεταλπικών κροκαλοπαγών, το υδρογραφικό δίκτυο αναπτύσσεται με ακτινωτή διάταξη.

 

Ο κλάδος 4ης τάξης του Περιστερά που έχει διεύθυνση N-S, αναπτύσσεται κυρίως στην περιοχή που εμφανίζονται σχηματισμοί της ενότητας Πίνδου, έχει σαφώς επηρεασθεί από την αλπική τεκτονική και στην προκειμένη περίπτωση από τις πλαστικού τύπου δομές (πτυχές), των οποίων οι άξονες έχουν διεύθυνση N-S. Δηλαδή εδώ ο κλάδος 4ης τάξης ακολουθεί τη διεύθυνση του άξονα της μεγάλης συγκλινικής δομής του φλύσχη.

 

Παρατηρούμε λοιπόν ότι και το υδρογραφικό δίκτυο του Περιστερά ακολουθεί εκλεκτικά ορισμένες "γραμμές", όπως και ο Νέδας, που έχουν καθοριστεί από την τεκτονική παραμόρφωση της περιοχής (αλπική και μεταλπική). Με βάση λοιπόν αυτή την παρατήρηση, η περιοχή μπορεί να διακριθεί σε δύο επί μέρους περιοχές, (ι) τη βόρεια και (ιι) τη νότια.

 

·      Στη βόρεια περιοχή (βόρειο τμήμα της λεκάνης του Περιστερά) οι διευθύνσεις των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου που επικρατούν είναι NNE-SSW και σε μικρότερο βαθμό NE-SW και NW-SE.

·      Στη νότια περιοχή (νότιο τμήμα της λεκάνης του Αρκαδικού) οι διευθύνσεις των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου που επικρατούν είναι N-S και NNW-SSE, ενώ εμφανίζονται και μερικοί κλάδοι με διευθύνσεις NE-SW έως και E-W.

 

Πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι εκεί που οι κοιλάδες μεταβαίνουν από παλαιότερους σε νεώτερους σχηματισμούς, όπως στην περίπτωση του κλάδου 4ης τάξης διεύθυνσης N-S, οι κλίσεις των πρανών των κοιλάδων είναι πολύ μεγαλύτερες στο τμήμα που διαρρέει νεώτερους (μεταλπικούς) σχηματισμούς, από ό,τι στο τμήμα που διαρρέει παλαιότερους σχηματισμούς. Αυτό είναι ένα επί πλέον κριτήριο, ενδεικτικό του σημαντικού ρόλου της τεκτονικής και ιδιαίτερα της νεοτεκτονικής στη διαμόρφωση των μορφογενετικών διαδικασιών στη συγκεκριμένη περιοχή (νότιο τμήμα της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού). Πιο συγκεκριμένα, λόγω των ανοδικών κινήσεων που έλαβαν χώρα μετά την απόθεση των μεταλπικών σχηματισμών (σχηματισμοί Περιστεράς - Σιδηροκάστρου, Μύρου, Μουριατάδας - Κάκκαβα), δηλαδή μετά το Κάτω Πλειστόκαινο, τα πρανή των κοιλάδων που έχουν δημιουργηθεί στις μεταλπικές αποθέσεις είναι πολύ πιο απότομα από τα αντίστοιχα των αλπικών.

 

Αντίθετα, κάτι τέτοιο δεν παρατηρείται στο βόρειο τμήμα της λεκάνης Βόρεια του Περιστερά). Τούτο συμβαίνει όχι επειδή δεν επηρέασαν οι προαναφερθείσες ανοδικές κινήσεις την περιοχή βόρεια του Περιστερά, αλλά επειδή η κίνηση ήταν περιστροφικού χαρακτήρα γύρω από οριζόντιο άξονα διεύθυνσης E-W προς νότο.

 

 

3.3. Υδρογραφικο δικτυο λεκανων Δωριου - Ανω Μεσσηνιασ

 

3.3.1. Γενικά

 

Η λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας είναι από παντού κλειστή, επικοινωνεί δε μόνο με τη λεκάνη της Κάτω Μεσσηνίας μέσω ενός μικρού πλάτους (περίπου 50m.) δίαυλου, δυτικά του Μελιγαλά, απ' όπου γίνεται και η αποστράγγιση της λεκάνης που έχει συνολική επιφάνεια περίπου 444 km2 (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ 1979), (βλπ. Χάρτη Υδρογραφικού Δικτύου Ανω Μεσσηνίας).

Οι κύριοι κλάδοι του υδρογραφικού δικτύου που αποστραγγίζουν τις λεκάνες Δώριου και Άνω Μεσσηνίας είναι:

 

               i.    ο Μάλθης με το Κλεισουρόρεμα που ενώνονται και σχηματίζουν το Μαυροζούμενα διαρρέουν τη λεκάνη του Δώριου

              ii.    ο Αμφίτας με τον Τζαμή που διαρρέουν τη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας και

            iii.    ένας κλάδος Ανώνυμος, που αποστραγγίζει το ανατολικό τμήμα της λεκάνης (περιοχή Δερβενίου).

 

Οι τρεις αυτοί μεγάλοι κλάδοι (Μαυροζούμενας, Αμφίτας και Ανώνυμος) ενώνονται δυτικά του Μελιγαλά και σχηματίζουν τον άνω ρου του Πάμισσου που διαρρέει τη λεκάνη της Κάτω Μεσσηνίας.

 

Τόσο οι προαναφερθέντες κλάδοι του υδρογραφικού δικτύου, όσο και οι μικρότερης τάξης, που είτε ενώνονται με τους μεγαλύτερης τάξης είτε σταματούν στο πεδινό τμήμα της λεκάνης της Άνω Μεσσηνίας χωρίς να ενώνονται με το υδρογραφικό δίκτυο, ανάλογα με το υπόβαθρο που διαρρέουν, αποκτούν και ορισμένα χαρακτηριστικά από άποψη πυκνότητας, διεύθυνσης κλπ..

 

i.          Ο Μάλθης και το Κλεισουρόρεμα που είναι 3ης τάξης κλάδοι, ξεκινούν τη ροή τους από αντιδιαμετρικά σημεία (Κεφαλινό και Άνω Δώριο αντίστοιχα) έχοντας ίδια διεύθυνση NNW-SSW (διεύθυνση λεπών και αξόνων πτυχών), αλλά αντίθετην κατεύθυνση, κάμπτονται στο ύψος του Κόκλα σε διεύθυνση περίπου ENE-WSW, όπου και ενώνονται σχηματίζοντας το Μαυροζούμενα, κλάδο 4ης τάξης, ο οποίος συνεχίζει τη ροή του προς τα SE.

 

ii.        Ο Αμφίτας (4ης τάξης) και ο Τζαμής (3ης τάξης) διαρρέουν το βόρειο τμήμα της λεκάνης. Ο μεν πρώτος έχει διεύθυνση N-S, ο δε δεύτερος όσο ρέει μέσα στους σχηματισμούς της Πίνδου NW-SE, ακολούθως δε πλησιάζοντας στην πεδινή περιοχή κάμπτεται σε διεύθυνση NNE-SSW έως NE-SW, έως ότου ενώνεται με τον Αμφίτα δυτικά του Μελιγαλά.

 

iii.       Τέλος, ο Ανώνυμος ξεκινάει από την περιοχή νότια του χωριού Παραδείσια, έχει δε διεύθυνση NE-SW.

 

Οι μικρότερης τάξης κλάδοι, εφ' όσον διασχίζουν αλπικούς σχηματισμούς, έχουν διευθύνσεις που καθορίζονται κατά κύριο λόγο από τη διεύθυνση, των λεπών, των αξόνων των πτυχών (σχηματισμοί Πίνδου) και ρηξιγενών ζωνών και των ρηγμάτων (σχηματισμοί Τρίπολης).

 

 

3.4. Υδρογραφικο δικτυο τησ λεκανησ τησ Νεδα

 

3.4.1. Γενικά

 

Στη λεκάνη της Νέδα αναπτύσσεται ένα κύριο υδρογραφικό δίκτυο, του ποταμού Νέδα, στη δε περιοχή μεταξύ Γιαννιτσοχωρίου και Κακόβατου, αναπτύσσονται 4 ρεύματα 4ης ή μικρότερης τάξης (βλπ. Χάρτη Υδρογραφικού Δικτύου Νέδα).

 

Τα τελευταία αναπτύσσονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα στους μεταλπικούς σχηματισμούς (π.χ. τα ρεύματα Βούλγκρεμο και Αλυσίβα) και μόνο οι απολήξεις των μικρότερης τάξης κλάδων διέρχονται από αλπικούς σχηματισμούς. Ολοι οι κύριοι κλάδοι των μικρότερων αυτών δικτύων έχουν διεύθυνση NE-SW, ενώ οι μικρότερης τάξης κλάδοι όταν δεν έχουν την NE-SW διεύθυνση, έχουν διεύθυνση NNW-SSE. Δηλαδή οι διευθύνσεις των κλάδων δεν έχουν καθοριστεί από την αλπική τεκτονική (άξονες πτυχών, εφιππεύσεις) αλλά κυρίως από τον θραυσιγενούς τύπου τεκτονισμό, που έχει λάβει χώρα κατά τη νεοτεκτονική περίοδο αφού τα ίδια ρήγματα κόβουν τόσο τους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου, όσο και τις μεταλπικές αποθέσεις.

 

Το ρέμα του Θολού, στο νότιο τμήμα, και το Καλιδονίτικο ρέμα στο βόρειο τμήμα, παρουσιάζουν μία ασυμμετρία που εκδηλώνεται με τη μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων μικρότερης τάξης. Πιο συγκεκριμένα, στα δίκτυα αυτά οι μικρότερης τάξης κλάδοι αναπτύσσονται μόνο βόρεια του κύριο κλάδου, ενώ νότια λείπουν σχεδόν εντελώς. Πολύ χαρακτηριστική είναι η αλλαγή της διεύθυνσης του κλάδου 3ης τάξης του ρέματος του Θολού του οποίου, ενώ η γενική διεύθυνση είναι NE-SW, αλλάζει σε NNW-SSE για ένα μικρό διάστημα, και ακολούθως αποκτά ξανά την αρχική του διεύθυνση.

 

Το κύριο υδρογραφικό δίκτυο που αναπτύσσεται στη λεκάνη της Νέδα είναι 6ης τάξης, η δε λεκάνη έχει μέση διεύθυνση E-W με μεγάλο πλάτος σε σχέση με το μήκος της. Το μεγαλύτερο τμήμα του υδρογραφικού δικτύου αναπτύσσεται πάνω στους αλπικούς σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου, ενώ ένα μικρό τμήμα κοντά στις εκβολές του στον Κυπαρισσιακό κόλπο αναπτύσσεται πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κλάδος 6ης τάξης αναπτύσσεται αποκλειστικά πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις, ενώ οι δύο κλάδοι 5ης τάξης αναπτύσσονται αποκλειστικά πάνω στους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου.

 

Το βόρειο τμήμα του υδροκρίτη που έχει μέση διεύθυνση E-W και το ανατολικό που έχει μέση διεύθυνση N-S, με υψόμετρα άνω των 1000 m., είναι κοινά με τμήμα του νότιου υδροκρίτη του Αλφειού ποταμού. Το νότιο τμήμα του υδροκρίτη με μέση διεύθυνση E-W και αυτό, είναι κοινό με τους βόρειους υδροκρίτες του Αρκαδικού στα δυτικά και του Αμφίτα στα ανατολικά. Πάντως τα υψηλότερα σημεία του υδροκρίτη παρουσιάζονται στο ανατολικό και το βόρειο τμήμα του (1389 m., 1251 m.), το δε υψηλότερο (1420 m.) στο σημείο τομής των προαναφερθεισών διευθύνσεων, N-S και E-W.

 

Η κεντρική κοίτη της Νέδα έχει διεύθυνση E-W και ευρίσκεται πλησιέστερα προς το νότιο υδροκρίτη απ' ό,τι στο βόρειο, με μία σχέση περίπου 1/2. Δηλαδή παρουσιάζει μεγάλη ασυμμετρία στην ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου που οφείλεται στην ανάπτυξη περισσότερων και με μεγαλύτερο μήκος δευτερευόντων κλάδων κυρίως βόρεια της κεντρικής κοίτης. Εξάλλου, βόρεια της κεντρικής κοίτης, παρατηρούνται υπολεκάνες κυρίως ΙΙΙης αλλά και μία από τις δύο Vης τάξης, με εξαιρετικά μεγάλη επιμήκυνση.

 

Οι διευθύνσεις του υδροκρίτη της λεκάνης της Νέδα όσο και της κύριας κοίτης δεν είναι τυχαίες, αλλά συμπίπτουν με τις διευθύνσεις των μεγάλων ρηξιγενών ζωνών της περιοχής, δηλαδή τις ρηξιγενείς ζώνες Ζαχάρως - Ανδρίτσαινας, Νέδα, Σιδηροκάστρου και Καλού Νερού - Κοπανακίου με διεύθυνση E-W (βλπ. Νεοτεκτονικό χάρτη). Οσον αφορά το τμήμα του υδροκρίτη που έχει διεύθυνση N-S, αυτή ταυτίζεται με τη διεύθυνση της κύριας πτύχωσης και λεπίωσης των σχηματισμών της περιοχής, αλλά και με τη διεύθυνση της δυτικής περιθωριακής ρηξιγενούς ζώνης του τεκτονικού βυθίσματος της Μεγαλόπολης, με διεύθυνση NNW-SSE.

 

3.4.2. Κατάταξη του υδρογραφικού δικτύου

 

Το υδρογραφικό δίκτυο της Νέδα είναι 6ης τάξης και έχει 2 ρεύματα 5ης τάξης, το ρέμα Πάμισος και ο άνω ρους της Νέδα (από τη συμβολή με το ρέμα Μέλεσι). Επιπροσθέτως έχει 6 ρεύματα 4ης τάξης, 33 ρεύματα 3ης τάξης, 155 ρεύματα 2ης τάξης και 608 ρεύματα 1ης τάξης. Σε κάθε ρεύμα του υδρογραφικού δικτύου αντιστοιχεί η δική του λεκάνη που είναι της ίδιας τάξης και η οποία περιλαμβάνει όλες τις μικρότερης τάξης λεκάνες. Όλα τα στοιχεία που μετρήθηκαν στις 33 λεκάνες ΙΙΙης τάξης της Νέδα δίδονται στον Πίνακα 3-1.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ακρίβεια των στοιχείων, της κατάταξης των ρευμάτων και συνεπώς τα αποτελέσματα, εξαρτώνται άμεσα από την κλίμακα των τοπογραφικών χαρτών που χρησιμοποιήθηκαν (εδώ 1/50.000). Έτσι, εάν χρησιμοποιούνταν τοπογραφικοί χάρτες μεγαλύτερης κλίμακας (π.χ. 1/5.000), στους οποίους μπορεί να παρατηρηθούν στοιχεία με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, τότε θα υπήρχε επίδραση στα αποτελέσματα της ποσοτικής ανάλυσης όπως έδειξαν οι ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1980). Πιο συγκεκριμένα, για την επίδραση της κλίμακας του χάρτη στα αποτελέσματα της ποσοτικής γεωμορφολογικής ανάλυσης για την περίπτωση του Αλφειού ποταμού, οι ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1980) έδειξαν τα ακόλουθα:

 

1.    Οι αριθμητικές τιμές του συστήματος ταξινόμησης που χρησιμοποιήθηκε (Nu, Lu,   ) μεταβάλλονται κατά ένα διαφορετικό συντελεστή κατά ομάδα μεταβλητών, ενώ οι σχέσεις των προαναφερθεισών μεταβλητών (Rb, R) καθώς και ορισμένες άλλες μεταβλητές που αφορούν τη γεωμετρία της λεκάνης απορροής (περίμετρος, έκταση) παραμένουν σταθερές.

 

2.    Εάν τα στοιχεία του υδρογραφικού συστήματος σε μία κλίμακα είναι γνωστά, καθώς και το μέγεθος του "άλματος" της τάξης των κλάδων στην άλλη κλίμακα, τότε είναι δυνατός ο υπολογισμός των αντίστοιχων στοιχείων στη νέα κλίμακα με πολύ καλή προσέγγιση.

 

3.    Η έκφραση των νόμων υδρογραφικής σύνθεσης πρακτικά δεν επηρεάζεται.

 

4.    Οι διασπορές των θεωρητικά αναμενόμενων τιμών από αυτές που μετρήθηκαν αυξάνονται συστηματικά, στην περίπτωση των Nu και Lu αναλογικά με τις καμπύλες κατανομής τους.

 

5.    Παρά το ότι είναι δυνατός ένας πολύ καλός απολογισμός των στοιχείων σε οποιαδήποτε κλίμακα, είναι πολύ χρήσιμη η εφαρμογή της ποσοτικής ανάλυσης σε περισσότερες κλίμακες, διότι είναι δυνατόν να προκύψουν πολλές αποκλίσεις που δεν μπορούν να εντοπιστούν με άλλο τρόπο και οι οποίες είναι πολύτιμες για την ανακάλυψη και εξήγηση των ειδικών επιδράσεων των γεωλογικών - τεκτονικών παραγόντων στους γεωμορφολογικούς.

 

Στους πίνακες 3-1, 3-2 και 3-3 δίνονται τα στοιχεία των λεκανών ΙΙΙης, ΙVης και Vης τάξης του υδρογραφικού δικτύου της Νέδα καθώς επίσης οι σταθερές και οι συντελεστές που υπολογίστηκαν. Τα στοιχεία που μετρήθηκαν και υπολογίστηκαν είναι τα εξής:

 

·      Αριθμός ρευμάτων ανά τάξη (N1, N2, N3, ... Nu)

·      Σύνολο ρευμάτων (ΣΝ)

·      Μήκος ρευμάτων ανά τάξη (L1, L2, L3, ... Lu)

·      Συνολικό μήκος ρευμάτων (ΣL) σε km

·      Έκταση της λεκάνης (Α) σε km2

·      Συντελεστής διακλάδωσης (Rb), όπου είναι ο λόγος του αριθμού των ρευμάτων μιας τάξης προς τον αριθμό των ρευμάτων της αμέσως μεγαλύτερης τάξης

Rb1,2 =Ν1/Ν2

·      Μέσο μήκος ρευμάτων ανά τάξη

   = Lu /Nu σε km

·      Πυκνότητα υδρογραφικού δικτύου (D), όπου είναι ο λόγος του συνολικού μήκους των ρευμάτων (ΣL) προς την έκταση της λεκάνης (Α) σε km2.

·      Συχνότητα υδρογραφικού δικτύου (F), όπου είναι ο λόγος του συνόλου των ρευμάτων (ΣΝ) προς την έκταση της λεκάνης (Α) σε αριθμό ρευμάτων/km2.

·      Συντελεστής μήκους (R), όπου είναι ο λόγος του μέσου μήκους ρεύματος μιας τάξης προς το μέσο μήκος ρεύματος της αμέσως μικρότερης τάξης

R2,1 = L2/L1

·      Περίμετρος λεκάνης (P) σε km

·      Μήκος λεκάνης (Lb) σε km

·      Πλάτος λεκάνης (Br) σε km

·      Μέγιστο υψόμετρο λεκάνης (Ζ) σε m

·      Υψόμετρο στομίου λεκάνης (z) σε m

·      Ολικό ανάγλυφο (Η), ήτοι Η = Ζ - z

·      Σχέση μήκους /πλάτους λεκάνης (S), όπου είναι ο λόγος του μήκους (Lb) προς το πλάτος (Βr) της λεκάνης

S = Lb/Br

·      Συντελεστής αναγλύφου (RH), όπου είναι ο λόγος του ολικού αναγλύφου (Η) προς το μήκος (Lb) της λεκάνης

RH = H/Lb

·      Κυκλικότητα λεκάνης (Rc), όπου είναι ο λόγος της έκτασης της λεκάνης (Α) προς την επιφάνεια του κύκλου που προκύπτει από την περίμετρο της αυτής λεκάνης (P)

·      Μήκυνση λεκάνης (RL), όπου είναι ο λόγος της διαμέτρου κύκλου που προκύπτει από την περίμετρο της λεκάνης (P) προς το μήκος της αυτής λεκάνης (Lb)


Πίνακας 3-1

Πίνακας 3-2

Πίνακας 3-3

Πίνακας 3-4

Πίνακας 3-5


 

3.4.3.   Σχολιασμός του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών ΙΙΙης τάξης

 

1.    Γεωγραφική κατανομή των λεκανών

 

Η γεωγραφική κατανομή των λεκανών φαίνεται στην Εικ. 3.4Fig. 3. 4  112. Από αυτές οι 22 βρίσκονται βόρεια και 11 νότια της κεντρικής κοίτης της Νέδα, παρουσιάζουν δε μία περιφερειακή ανάπτυξη καθότι η κεντρική περιοχή καταλαμβάνεται από λεκάνες μικρότερης τάξης. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μία ασυμμετρία στην κατανομή των λεκανών ως προς την κεντρική κοίτη. Όλες οι λεκάνες έχουν αναπτυχθεί πανω στους αλπικούς σχηματισμούς της Πίνδου εκτός από τις Νο 1, 2, 3 και 4 που έχουν αναπτυχθεί αποκλειστικά πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις και τις Νο 5, 6 και 33 που έχουν αναπτυχθεί πάνω στους αλπικούς σχηματισμούς αλλά και τις μεταλπικές αποθέσεις.

 

Στο βόρειο τμήμα, οι λεκάνες Νο 1-6 έχουν επιμήκη μορφή, δηλαδή ο συντελεστής επιμήκυνσης (S) είναι μεγαλύτερος από 1.75 και οι κλάδοι 3ης τάξης συμβάλλουν απ' ευθείας με την κεντρική κοίτη, ενώ οι λεκάνες Νο 7, 8, 10, 11 και 12 που έχουν κι αυτές S>1.75, δεν ενώνονται απ' ευθείας με την κεντρική κοίτη, αλλά παρεμβάλλονται δύο ρεύματα 4ης και ένα 5ης τάξης. Η λεκάνη No 15 έχει και αυτή επιμήκη μορφή (S=3.12) και ενώνεται απ' ευθείας με την κεντρική κοίτη που στη θέση αυτή είναι 5ης τάξης.

 

Στο ανατολικό τμήμα είναι συγκεντρωμένο σχεδόν το 1/4 των λεκανών, και πιο συγκεκριμένα οι λεκάνες No 16-22. Αυτές δεν παρουσιάζουν κάποια ομοιομορφία ως προς το σχήμα τους, αλλά μόνο ως προς τη θέση τους σε σχέση με τον άνω ρου της Νέδα. Πράγματι, οι περισσότερες απ' αυτές (No 17-22) βρίσκονται στα ανατολικά του κύριου κλάδου, που έχει διεύθυνση N-S, και μόνο 2 (No 16 και 20) στα δυτικά του κύριου κλάδου. Όλες ενώνονται με τον άνω ρου της Νέδα που είναι 4ης τάξης και έχει διεύθυνση N-S, πέντε δε από αυτές ενώνονται κάθετα με την κύρια κοίτη.

 

Οι υπόλοιπες 11 λεκάνες (23-33) βρίσκονται νότια της κεντρικής κοίτης, οι περισσότερες δε ενώνονται μ' αυτή απ' ευθείας, χωρίς να παρεμβάλλονται ρεύματα μεγαλύτερης τάξης. Οι λεκάνες No 24, 25, 26, 27, 28, 30, 31 και 32 είναι κάθετα διατεταγμένες (N-S) ως προς την κύρια κοίτη (E-W). Αυτή η διάταξή τους είναι παράλληλη με τη διεύθυνση των λεπών και των αξόνων των πτυχών της Πίνδου. Εξαίρεση αποτελούν οι λεκάνες Νο 23 και 33 που παρουσιάζουν μία σχετική επιμήκυνση (S) 1.70 και 2,11 αντίστοιχα, σε διεύθυνση NW-SE, ενώ η Νο 29 παρουσιάζει κι αυτή μία επιμήκυνση σε άλλη διεύθυνση όμως, E-W. Οι λεκάνες αυτές οφείλουν την διάταξή τους, η μεν Νο 23 στην αλπική τεκτονική (διευθύνσεις αξόνων πτυχών NW-SE), η δε Νο 29 έχει αναπτυχθεί παράλληλα στη νεοτεκτονική ρηξιγενή ζώνη του Σιδηροκάστρου.

 

 

2.    Αριθμός ρευμάτων ανά τάξη (Νu)

 

Το υδρογραφικό δίκτυο, στο βόρειο τμήμα, είναι κυρίως δενδριτικού τύπου (π.χ. στις λεκάνες Νο 1, 3, 12, 16,17 κλπ.) χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις του ορθογωνικού τύπου (π.χ. στη λεκάνη Νο 2).

 

Fig. 3. 4

 

Εικ. 3.4: Γεωγραφική κατανομή των λεκανών απορροής ΙΙΙης τάξης του υδρογραφικού δικτύου του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.4: IIIrd order catchment basins of the Neda River basin.

 

Στο νότιο τμήμα, το υδρογραφικό δίκτυο είναι περισσότερο ορθογωνικού τύπου και λιγότερο δενδριτικού, με τυπικό παράδειγμα τις λεκάνες Νο 26 και 29.

 

Οι κλάδοι Ν1 και Ν2 παρουσιάζουν μία ποικιλία τιμών. Ετσι το Ν1 κυμαίνεται από 4 στη λεκάνη Νο 30, έως 31 στη λεκάνη Νο 29 και το Ν2 από 2 στις λεκάνες Νο 1, 12, 14, 16, 17, 18, 19, 24, 30 και 31, έως 10 στη λεκάνη Νο 29.

 

Αν και υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση στην κατανομή του αριθμού των ρευμάτων ανά τάξη από λεκάνη σε λεκάνη, τούτο είναι μέσα στα πλαίσια του 1ου νόμου του HORTON (Εικ. 3.5Fig. 3. 5  112). Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις παρατηρούνται στις λεκάνες Νο 15 και 29 (αύξηση της κλίσης) και στις Νο 24 και 30 (μείωση της κλίσης. Η αύξηση της κλίσης του γραφήματος για τις λεκάνες Νο 15, 29 μπορεί να οφείλεται στο μεγάλο απόλυτο υψόμετρο (max 1260, 855, min 360, 340 μέτρα αντίστοιχα), σε συνδυασμό με την τεκτονική της ενότητας Πίνδου (λέπη, πτυχές), καθώς και με το επίμηκες σχήμα τους το οποίο και αυτό έχει καθοριστεί από τις τεκτονικές γραμμές.

 

 

3.    Αριθμός ρευμάτων όλων των τάξεων (ΣΝ)

 

Ο συνολικός αριθμός ρευμάτων κυμαίνεται από 7 στη λεκάνη Νο 30 μέχρι 40 στις λεκάνες Νο 15 και 29.

 

Εάν συγκριθούν οι τιμές των Α και ΣΝ παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των λεκανών Νο 17 και 31 που έχουν σχετικά μεγάλο αριθμό ρευμάτων (8) σε μια μικρή περιοχή (0.63 km2) και της λεκάνης Νο 5 που έχει μικρό αριθμό ρευμάτων (39) σε σχετικά μεγάλης έκτασης περιοχή (21.75 km2). Οι μεγάλες αυτές αποκλίσεις πρέπει να αποδωθούν στη λιθολογία, καθότι οι λεκάνες Νο 17 και 31 έχουν αναπτυχθεί πάνω σε σχετικά αδιαπέρατους (ραδιολαρίτες, φλύσχης κλπ.), ενώ η Νο 5 κυρίως σε καρστικοποιημένους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της Πίνδου.

 

 

4.    Διευθύνσεις ρευμάτων ανά τάξη

 

Το κύριο σύστημα των ρευμάτων 1ης τάξης, των λεκανών (Νο 1, 2, 3 και 4), που αναπτύσσονται πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις και βόρεια του κύριου κλάδου, έχει διεύθυνση NE-SW, δηλαδή η διάταξη αυτή ελέγχεται από τις διαρρήξεις (ρήγματα και διακλάσεις) που έχουν διεύθυνση NE-SW. Δευτερευόντως υπάρχουν και συστήματα ρευμάτων 1ης τάξης με διευθύνσεις NNW-SSE ή NW-SE.

 

Το κύριο σύστημα ρευμάτων 1ης τάξης, των λεκανών (Νο 5, 6, 7, 9, 12, 13, 14 και 15) που αναπτύσσονται πάνω στους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου και βόρεια του κύριου κλάδου, έχει διεύθυνση NNW-SSE, η οποία συμπίπτει με τη διεύθυνση των αξόνων των πτυχών. Δευτερευόντως, υπάρχουν και συστήματα ρευμάτων 1ης τάξης με διευθύνσεις N-S και NE-SW έως E-W, που συμπίπτουν στη μεν πρώτη περίπτωση με τη διεύθυνση των αξόνων των πτυχών και των λεπιώσεων, στη δε δεύτερη με τις διευθύνσεις των διαρρήξεων (ρηγμάτων και διακλάσεων).

 

Fig. 3. 5

 

Εικ. 3.5: Γραφική παράσταση της κατανομής του αριθμού των ρευμάτων  ανά τάξη για τις 33 λεκάνες απορροής ΙΙΙης τάξης του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.5: Distribution of stream number per order for the 33 IIIrd-order basins of Neda River.

 

Στις λεκάνες Νο 8, 9, 17, 18 και 28, οι κλάδοι 1ης τάξης έχουν διεύθυνση NE-SW, η οποία συμπίπτει με τις διευθύνσεις των αξόνων των πτυχών και των λεπών.

 

Τέλος, νότια του κύριου κλάδου, τα ρεύματα 1ης τάξης έχουν δύο κύριες διευθύνσεις, N-S που συμπίπτει με τη διεύθυνση των αξόνων των πτυχών και των εφιππεύσεων, ή E-W που συμπίπτει με τη διεύθυνση των ρηγμάτων κυρίως.

 

Τα προαναφερθέντα για τις διευθύνσεις των κλάδων 1ης τάξης ισχύουν και για τους κλάδους 2ης τάξης. Σε αρκετές όμως περιπτώσεις παρατηρείται απότομη αλλαγή της κατεύθυνσης ροής των κλάδων, που σαφώς δεν οφείλεται στη λιθολογία, αλλά στην τεκτονική και περισσότερο στη νεοτεκτονική, δηλαδή στην επίδραση της θραυσιγενούς κυρίως παραμόρφωσης στη διαμόρφωση του υδρογραφικού δικτύου. Χαρακτηριστικές τέτοιες κάμψεις κλάδων 2ης τάξης παρατηρούνται στις λεκάνες Νο 6, 7, 8, 10, 11, 12, 13,26, 28, 29 και 33.

 

Οι κλάδοι 3ης τάξης των λεκανών Νο 1, 2 και 3 που αναπτύσσονται αποκλειστικά πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις, έχουν διεύθυνση NNW-SSE παράλληλη με την ακτογραμμή, ο δε κλάδος 3ης τάξης της λεκάνης Νο 3 κάμπτεται λίγο πριν τη συμβολή του με τον κύριο κλάδο, σε NE-SW διεύθυνση. Στις λεκάνες Νο 4, 5, και 6 η κυρίαρχη διεύθυνση είναι η NE-SW η οποία ταυτίζεται με τη διεύθυνση των λεπών και των αξόνων των πτυχών. Οι παρατηρούμενες κάμψεις των κλάδων σε E-W και N-S οφείλονται σε νεοτεκτονικές ρηξιγενείς ζώνες και ρήγματα. Οι υπόλοιποι κλάδοι 3ης τάξης ακολουθούν κυρίως τις γραμμές της αλπικής τεκτονικής όπου, στο μεν βόρειο τμήμα κυριαρχούν οι NE-SW, στο δε νότιο τμήμα οι N-S και στο ανατολικό τμήμα E-W. Νότια της κύριας κοίτης της Νέδα και στα όρια του νότιου υδροκρίτη, παρατηρείται ένας κλάδος 3ης τάξης με μεγάλο μήκος και με διεύθυνση E-W που συμπίπτει με τη νεοτεκτονική ρηξιγενή ζώνη διεύθυνσης E-W.

 

Τα υδρογραφικά δίκτυα των περισσοτέρων λεκανών παρουσιάζουν μία ασυμμετρία που εκφράζεται με τη μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων 1ης και 2ης τάξης. Τούτο συμβαίνει κυρίως στις λεκάνες του βόρειου τμήματος με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη λεκάνη Νο 3 που έχει δημιουργηθεί πάνω σε μεταλπικούς θαλάσσιους σχηματισμούς, της οποίας ο κλάδος 3ης τάξης έχει διεύθυνση NNW-SSE ενώ οι κλάδοι 1ης και 2ης τάξης που έχουν διευθύνσεις E-W ή NW-SE, έχουν αναπτυχθεί αποκλειστικά στα δυτικά του κλάδου 3ης τάξης.

 

Ασύμμετρη ανάπτυξη των κλάδων 1ης και 2ης τάξης του υδρογραφικού δικτύου παρουσιάζεται και στις λεκάνες Νο 4, 6, 8, 9, 10, 11, 12 και 15 του βόρειου τμήματος, καθώς και στις λεκάνες Νο 24, 28, 29, 30 και 31 του νότιου τμήματος.

 

 

5.    Συντελεστές διακλάδωσης (Rb)

 

Οι τιμές του Rb1,2 μεταβάλλονται μεταξύ 2 και 5.75. Πιο συγκεκριμένα, οι τιμές μεταβάλλονται από 2 στις λεκάνες Νο 20 και 30, έως 5,75 στη λεκάνη Νο 26, δηλαδή δεν παρουσιάζονται μεγάλες αποκλίσεις από τις αναμενόμενες τιμές. Οι μεγάλες τιμές του Rb σχετίζονται με την επιμήκυνση των λεκανών (Νο 5, 6, 7, 26 και 29) που ελέγχεται από την τεκτονική ή από την επιμήκυνση και τη λιθοστρωματογραφία (Νο 1 και 2).

 

Οι τιμές του Rb2,3 μεταβάλλονται μεταξύ 2 και 10. Πιο συγκεκριμένα, οι τιμές μεταβάλλονται από 2, στις λεκάνες Νο 1, 12, 14, 16, 17, 18, 19, 24, 30 και 31, έως 10 στη λεκάνη Νο 15.

 

Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ του συντελεστή διακλάδωσης (Rb) και του εμβαδού (Α) των λεκανών μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:

 

                    i.      Ο Rb1,2 δεν φαίνεται να έχει κάποια συγκεκριμένη εξάρτηση από το εμβαδόν των λεκανών. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται από το γράφημα της Εικ. 3.6.aFig. 3. 6  112, όπου η ευθεία είναι σχεδόν παράλληλη με τον άξονα των Α.

 

                   ii.      Η κλίση της ευθείας του γραφήματος της Εικ. 3.6.bFig. 3. 6  112 είναι σαφώς μεγαλύτερη από την προηγούμενη, καθώς αντίστοιχα αυξάνουν και οι τιμές των ζευγαριών (Rb2,3, A).

 

 

Fig. 3. 6

 

Εικ. 3.6: Γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του εμβαδού (Α) των 33 λεκανών απορροής ΙΙΙης τάξης του ποταμού Νέδα και των συντελεστών διακλάδωσης Rb1,2(a) και Rb2,3 (b).

Fig. 3.6: Graph showing the relation between the basin area (A) of the 33 IIIrd order basins of Neda River and the bifurcation ratios Rb1,2(a) and Rb2,3 (b).

 

6.    Mήκος ρευμάτων (Lu)

 

Τα μήκη των ρευμάτων 1ης, 2ης και 3ης τάξης μεταβάλλονται ως ακολούθως:

 

L1

από 1.5 km

στη λεκάνη Νο 31

σε 16.3 km

στη λεκάνη Νο 5

L2

0.3

14

4.8

33

L3

0.3

1

9.7

5

 

Τα μικρά μήκη ρευμάτων 1ης, 2ης και 3ης τάξης οφείλονται στο ότι οι λεκάνες Νο 31,14 και 17 είναι μικρές και έχουν δημιουργηθεί κυρίως πάνω στους καρστικοποιημένους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της Πίνδου.

 

Τα μεγάλα μήκη ρευμάτων 1ης, 2ης και 3ης τάξης οφείλονται αφ' ενός στην μεγάλη επιφάνεια της λεκάνης, αφ' ετέρου στη λιθοστρωματογραφία των σχηματισμών πάνω στους οποίους έχει διαμορφωθεί το υδρογραφικό δίκτυο. Έτσι, ένα σημαντικό τμήμα του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών Νο 5 και 33 έχει δημιουργηθεί πάνω στους μεταλπικούς σχηματισμούς.

 

Η Εικ. 3.7Fig. 3. 7  112 δείχνει ότι το μήκος των ρευμάτων (ΣL) αυξάνει όταν αυξάνει το εμβαδόν των λεκανών, κάτι που είναι αναμενόμενο, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση δεν παρατηρούνται και σημαντικές αποκλίσεις.

 

Fig. 3. 7

 

Εικ. 3.7: Γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του συνολικού μήκους (ΣL) των ρευμάτων και του εμβαδού (Α) των 33 λεκανών απορροής ΙΙΙης τάξης του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.7: Graph showing the relation between the total stream length (ΣL) and the basin area (A) of the 33 IIIrd order basins of Neda River.

 

 

7.    Μέσο μήκος ρευμάτων ()

 

Το μέσο μήκος των ρευμάτων 1ης και 2ης τάξης μεταβάλλονται ως ακολούθως:

 

από 0.28 km

στη λεκάνη Νο 14

σε 0.61 km

στη λεκάνη Νο 19

"   0.02    "

"           14

"  0.43    "

"            33

 

Τόσο οι λεκάνες με μεγάλες τιμές μέσου μήκους  και , όσο και με μικρές, αναπτύσσονται σε κάθε είδους λιθοστρωματογραφικό σχηματισμό. Δηλαδή η απόκλιση των τιμών είναι ανεξάρτητη από την επιφανειακή ανάπτυξη των γεωλογικών σχηματισμών. Επομένως τα αίτια των αποκλίσεων αυτών θα πρέπει να αναζητηθούν σε άλλους παράγοντες όπως η κλίση του αναγλύφου και μάλιστα η τιμή του ολικού αναγλύφου της λεκάνης. Πράγματι λεκάνες με μεγάλες τιμές ολικού ανάγλυφου έχουν και μεγάλα  και  (No 19, 33) και αναπτύσσονται κυρίως κοντά στον υδροκρίτη όπου οι μορφολογικές κλίσεις είναι σαφώς μεγάλες.

 

8.     Συντελεστής μήκους (R1,2, R2,3)

 

Οι τιμές των συντελεστών μήκους R2,1 και R3,2 μεταβάλλονται ως ακολούθως:

 

R2,1

από 0.09

στη λεκάνη Νο 14

σε 1.14

στη λεκάνη Νο 33

R3,2

"   0.33

"          17

"  3.33

"           14

 

Τόσο ο συντελεστής μήκους ρευμάτων R2,1, όσο και ο R3,2 δεν φαίνεται να εξαρτώνται από τη λιθοστρωματογραφία των σχηματισμών πάνω στους οποίους αναπτύσσονται. Μικρές ή μεγάλες διαφορές συντελεστών μήκους παρατηρούνται και σε λεκάνες με ίδιο πετρολογικό υπόβαθρο. Σαν παράδειγμα αναφέρονται οι λεκάνες Νο 14 και 24 που αναπτύσσονται στα πετρώματα της ενότητας Πίνδου.

 

9.    Πυκνότητα αποχέτευσης (D)

 

Οι τιμές της πυκνότητας αποχέτευσης μεταβάλλονται από 0.29 km/km2 στη λεκάνη Νο 30 έως 4,76 km/km2 στη λεκάνη No 17.

 

Γενικά, η τιμή του D (πυκνότητα αποχέτευσης) εξαρτάται άμεσα από τη λιθολογία των σχηματισμών μέσα στους οποίους έχει αναπτυχθεί το υδρογραφικό δίκτυο. Αυτό όμως μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο εκεί που οι άλλοι παράγοντες και πιο συγκεκριμένα, το κλίμα, το υψόμετρο και οι τεκτονικές δομές είναι ομοιόμορφοι παντού.

 

Αυτοί λοιπόν οι άλλοι παράγοντες, διαφέρουν τόσο πολύ στα υδρογραφικά δίκτυα των λεκανών ΙΙΙ τάξης της Νέδα, έτσι ώστε δεν υπάρχει καμιά εμφανής σχέση μεταξύ της τιμής του D και της λιθολογίας.

 

Θεωρούμε λοιπόν, ότι το D εξαρτάται από το μέσο υψόμετρο, τη μέση κλίση της λεκάνης, την ενέργεια αναγλύφου και την τεκτονική δομή της ευρύτερης περιοχής.

 

Αυτό φαίνεται πολύ καλά σε λεκάνες οι οποίες, ενώ έχουν την ίδια λιθοστρωματογραφία (όπως για παράδειγμα οι λεκάνες Νο 3 και 4 πάνω στις κατωπλειστοκαινικές αποθέσεις - μάργες, ψαμμίτες, κροκαλοπαγή -), έχουν όμως εντελώς διαφορετικές τιμές πυκνότητας (3.61 και 1.40 αντίστοιχα).

 

 

10.Συχνότητα (F)

 

Η συχνότητα μεταβάλλεται από 1.75 στη λεκάνη Νο 4 έως 12.7 στις λεκάνες Νο 17 και 31.

 

Οπως οι τιμές των εμβαδών των λεκανών, έτσι και η συχνότητα επηρεάζεται από τη λιθολογία, την τεκτονική και την καρστικοποίηση. Πράγματι, η λεκάνη Νο 4 αν και αναπτύσσεται πάνω σε μεταλπικές αποθέσεις και θα ανέμενε κανείς να έχει μεγάλη συχνότητα λόγω του έντονου κατακερματισμού, η συχνότητα λαμβάνει τη μικρότερη τιμή (1.75), ενώ οι συχνότητες στις λεκάνες Νο 1 και 2, αν και αναπτύσσονται στις ίδιες αποθέσεις, είναι σαφώς μεγαλύτερες (7.91 και 6.47 αντίστοιχα). Οι λεκάνες Νο 17 και 31 που αναπτύσσονται πάνω στα πετρώματα της Πίνδου έχουν την ίδια μεγάλη συχνότητα (12,7), ενώ οι λεκάνες Νο 6 και 28 που αναπτύσσονται κι αυτές σε πετρώματα της Πίνδου, παρουσιάζουν μικρή συχνότητα (1.97 και 2,28 αντίστοιχα). Τούτο οφείλεται στο ότι στη μεν πρώτη περίπτωση οι λεκάνες έχουν δημιουργηθεί πάνω στα αδιαπέρατα πετρώματα της Πίνδου, στη δε δεύτερη περίπτωση πάνω στους κατακερματισμένους και καρστικοποιημένους ασβεστόλιθους.

 

 

11.Έκταση λεκανών (A)

 

Οι τιμές της έκτασης των λεκανών κυμαίνονται από 0.63 km2 στις λεκάνες Νο 17 και 31, έως 21.75 km2 στη λεκάνη Νο 5.

 

Οι μικρότερες σε έκταση λεκάνες παρατηρούνται στις περιοχές των μεταλπικών αποθέσεων (Νο 1, 2 και 3) ή κοντά στον υδροκρίτη και πάνω στα πετρώματα της Πίνδου (Νο 14, 16, 17 και 31). Βέβαια υπάρχουν και οι λεκάνες Νο 20 και 30 που ενώνονται απ' ευθείας με το κύριο κλάδο, είναι διαμορφωμένες πάνω στα πετρώματα της Πίνδου, αλλά μακριά από τον υδροκρίτη. Αυτές οι λεκάνες έχουν επηρεασθεί από τη νεοτεκτονική παραμόρφωση, το δε ολικό αναγλυφό τους είναι σημαντικό (415 m. και 550 m. αντίστοιχα), που σε σχέση με το μήκος τους είναι πολύ σημαντικό (1.4 km και 2 km αντίστοιχα).

 

Η γραφική παράσταση της Εικ. 3.8Fig. 3. 8  112 δείχνει ότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του ολικού αναγλύφου (Η) και του εμβαδού των λεκανών απορροής ΙΙΙης τάξης. Αποκλίσεις σημαντικές από την ευθεία παρουσιάζουν οι λεκάνες Νο 6 και 29, οι οποίες αναπτύσσονται πάνω στους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου (κυρίως ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους).

 

Η πρώτη (Νο 6) έχει επιμήκη μορφή (S=5.41) με μέση διεύθυνση NE-SW εξαρτώμενη, στο μεν ανώτερο τμήμα (ανάντη) από την αλπική τεκτονική (διεύθυνση αξόνων πτυχών και λεπών NE-SW), στο δε κατώτερο τμήμα (κατάντη) περισσότερο από την νεοτεκτονική (ρηξιγενής ζώνη Πάμισου διεύθυνσης ENE-WSW) και λιγότερο από την αλπική τεκτονική (μέση διεύθυνση λεπών και αξόνων πτυχών ΝΝE-SSW έως NE-SW).

 

Η δεύτερη (Νο 29) έχει κι αυτή επιμήκη μορφή (S=2.44) με μέση διεύθυνση E-W, δηλαδή αναπτύσσεται εγκάρσια στην αλπική τεκτονική και παράλληλα με τις νεοτεκτονικές ρηξιγενείς ζώνες Νέδα και Σιδηροκάστρου - Αγαλιανής.

 

Παρατηρούμε λοιπόν ότι υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του εμβαδού των λεκανών ΙΙΙης τάξης και της φύσης του γεωλογικού υποβάθρου. Συνήθως οι πιο μεγάλες λεκάνες αναπτύσσονται στην Πίνδο και οι μικρότερες στους μεταλπικούς σχηματισμούς, οι δε αποκλίσεις από αυτό τον κανόνα οφείλονται στην επίδραση της τεκτονικής και κυρίως της νεοτεκτονικής.

 

Fig. 3. 8

 

Εικ. 3.8: Γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του ολικού αναγλύφου (Η) και του εμβαδού (Α) των 33 λεκανών απορροής ΙΙΙης τάξης του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.8: Graph showing the relation between the total relief (H) and the basin area (A) of the 33 IIIrd order basins of Neda River.

 

 

3.4.4. Σχολιασμός του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών IVης τάξης

 

Όπως προαναφέρθηκε, οι λεκάνες ΙΙΙης τάξης σχηματίζουν 6 λεκάνες IVης τάξης, από τις οποίες οι τρεις βρίσκονται βόρεια, οι δύο ανατολικά και μία νότια της κύριας κοίτης (Εικ. 3.9Fig. 3. 9  112).

 

Fig. 3. 9

Εικ. 3.9: Γεωγραφική κατανομή των λεκανών απορροής IVης τάξης του υδρογραφικού δικτύου του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.9: IVth-order catchment of the Neda River basin.

 

 

Οι λεκάνες Νο 1 και 6 ενώνονται απ' ευθείας με τον κύριο κλάδο 6ης τάξης της Νέδα, ενώ οι Νο 2 και 3 και οι Νο 4 και 5 ενώνονται σχηματίζοντας κλάδους 5ης τάξης.

 

Από τα στοιχεία του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών IVης τάξης που δίδονται στον Πίνακα 3-2, φαίνεται ότι τη μεγαλύτερη έκταση έχει η λεκάνη Νο 4 (39,14 km2) και τη μικρότερη έκταση η λεκάνη Νο 3 (6.85 km2).

 

Οι κλάδοι Ν1, Ν2 και Ν3 παρουσιάζουν την ακόλουθη ποικιλία τιμών:

 

Ν1

από 32

στη λεκάνη  Νο 1

σε 107

στη λεκάνη      Νο 4

Ν2

"     7

"        "        Νο 3

"   28

"        "              Νο 4

Ν3

"      2

στις λεκάνες Νο 1, 3, 5

"     7

"        "              Νο 4

 

 

Αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλία στις τιμές των Ν1, Ν2 και Ν3, η κατανομή του αριθμού των ρευμάτων ανά τάξη είναι γενικά η αναμενόμενη σύμφωνα με τον πρώτο νόμο του HORTON (Εικ. 3.10). Η μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρείται στη λεκάνη Νο 4 (Εικ. 3.10Fig. 3. 10  112), γίνεται δε εμφανής από την αύξηση της κλίσης της ευθείας. Οι λόγοι της απόκλισης δεν είναι τόσο ευκρινείς, μπορεί όμως να οφείλονται στο μεγάλο υψόμετρο της λεκάνης (max 1420m, min 610m), καθώς βρίσκεται στην περιοχή συμβολής του Λύκαιου όρους με το όρος Μίνθη.

 

Fig. 3. 10

 

Εικ. 3.10: Γραφική παράσταση της κατανομής του αριθμού των ρευμάτων  ανά τάξη για τις 6 λεκάνες απορροής IVης τάξης του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.10: Distribution of stream number per order for the six IVth-order basins of Neda River.

 

 

Οι τιμές του μέσου μήκους ανά τάξη () ποικίλουν ως εξής:

 

από 0.25km

στη λεκάνη Νο 1

σε 0.94km

στη λεκάνη      Νο 2

"  0.22km

"       "  No 1

"   0.76km

"         "             No 5

"  1.03km

"       "  No 4

"   3.33km

"         "             No 6

 

Η Εικ. 3.11Fig. 3. 11  112 δείχνει ότι το υδρογραφικό δίκτυο των λεκανών ΙVης τάξης της Νέδα γενικά ακολουθεί το δεύτερο νόμο του HORTON. Παρόλα αυτά, συγκεκριμένες αποκλίσεις μας επιτρέπουν να διακρίνουμε δύο ομάδες λεκανών, αυτές των οποίων τα γραφήματα (ευθείες) παρουσιάζουν μεγάλη κλίση και αυτές των οποίων τα γραφήματα (ευθείες) παρουσιάζουν μικρότερες κλίσεις.

 

Η πρώτη ομάδα αποτελείται από τις λεκάνες Νο 1, 3, 5 και 6. Αυτές χαρακτηρίζονται από μεγάλη κλίση, η οποία υποδηλώνεται από την απότομη αύξηση του μέσου μήκους από το L1 στο L3. Η δεύτερη ομάδα που αποτελείται από τις λεκάνες Νο 2 και 4, των οποίων τα γραφήματα παρουσιάζουν μικρότερη κλίση, άρα η αύξηση του μέσου μήκους από το L1 στο L3 είναι πιο ομαλή.

 

Fig. 3. 11

 

Εικ. 3.11: Γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του μέσου μήκους των ρευμάτων ανά τάξη () για τις 6 λεκάνες απορροής IVης τάξης του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.11: Graph showing the relation between the mean stream length per order () for the six IVth order basins of Neda River.

 

 

Η κατάταξη των λεκανών σε ομάδες σύμφωνα με την κλίση του γραφήματος (ευθεία), δεν σχετίζεται με τη λιθοστρωματογραφική διάρθρωση του υποβάθρου των λεκανών, δεδομένου ότι οι λεκάνες της πρώτης ομάδας έχουν δημιουργηθεί τόσο σε αλπικούς όσο και σε μεταλπικούς (κατωπλειστοκαινικούς) σχηματισμούς, ενώ η δεύτερη ομάδα μόνο σε αλπικούς σχηματισμούς. Ο πιο πιθανός λόγος φαίνεται να είναι το υψόμετρο (max 1226m και 1420m, min 620m και 610m αντίστοιχα), δεδομένου ότι και οι δύο λεκάνες βρίσκονται στο βόρειο υδροκρίτη της Νέδα. Οι τιμές του συντελεστή διακλάδωσης μεταβάλλονται ως ακολούθως:

 

Rb1,2

από 2.90

στη λεκάνη  Νο 1

σε 3.90

στη λεκάνη      Νο 2

Rb2,3

"   3.30

"        "        No 2

"         5.50

No 1

Rb3,4

"   2.00

στις λεκάνες Νο 1, 3, 5

7.00

"        Νο 4

 

To Rb1,2 δεν παρουσιάζει καμία ουσιώδη εξάρτηση από το εμβαδόν των λεκανών, δηλαδή είναι μάλλον ανεξάρτητο από αυτό. Τούτο φαίνεται και στη γραφική παράσταση της Εικ. 3.12Fig. 3. 12  112, στην οποία η ευθεία είναι παράλληλη με τον άξονα Α των εμβαδών. Η κλίσης της ευθείας μεγαλώνει συνεχώς από το Rb2,3 στο Rb3,4, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι μία αύξηση του εμβαδού (Α) έχει σαν επακόλουθο την αύξηση της τιμής των συντελεστών διακλάδωσης Rb2,3 και Rb3,4.

 

Fig. 3. 12

 

Εικ. 3.12: Γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του εμβαδού (Α) των 6 λεκανών απορροής IVης τάξης του ποταμού Νέδα και των συντελεστών διακλάδωσης Rb1,2 (a), Rb2,3 (b) και Rb3,4 (c).

Fig. 3.12: Graph showing the relation between the basin area (A) of the six IVth order basins of Neda River and the bifurcation ratios Rb1,2(a) Rb2,3 (b) and Rb3,4 (c).

 

 

Τα μήκη των ρευμάτων 1ης, 2ης, 3ης και 4ης τάξης μεταβάλλονται ως εξής:

 

L1

από    9.3km

στη λεκάνη      Νο 3

σε      50.3km

στη λεκάνη      Νο 4

L2

"        2.9km

"       "               No 3

"         19.8km

"  "                    No 4

L3

"        4.2km

"       "               No 5

"         10.0km

"                       No 6

L4

"        0.8km

"       "               No 5

"           9.9km

"                       No 4

 

Τα μικρά μήκη (L1, L2, L3 και L4) των ρευμάτων οφείλονται στο ότι οι λεκάνες Νο 3 και 5 είναι μικρές και έχουν δημιουργηθεί πάνω στους καρστικοποιημένους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της Πίνδου.

 

Τα μεγάλα μήκη (L1, L2, L3 και L4) των ρευμάτων οφείλονται κυρίως στο ότι οι λεκάνες Νο 4 και 6 έχουν μεγάλο εμβαδόν και λιγότερο στο λιθολογικό υπόβαθρό τους. Η Εικ. 3.13Fig. 3. 13  112 δείχνει ότι το συνολικό μήκος των ρευμάτων (ΣL) αυξάνει όταν αυξάνει το εμβαδόν των λεκανών, κάτι που είναι αναμενόμενο, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση δεν παρατηρούνται και σημαντικές αποκλίσεις.

 

 

Fig. 3. 13

 

Εικ. 3.13: Γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του συνολικού μήκους (ΣL) των ρευμάτων ανά λεκάνη και του εμβαδού (Α) των 6 λεκανών απορροής IVης τάξης του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.13: Graph showing the relation between the total stream length (ΣL) per basin and the basin area (A) of the six IVrd order basins of Neda River.

 

 

Όπως προαναφέρθηκε, οι τιμές του εμβαδού των λεκανών κυμαίνονται από 6.85km2 στη λεκάνη Νο 3 έως 39.14km2 στη λεκάνη Νο 4. Οι μικρότερες σε έκταση λεκάνες (Νο 3 και 5) παρατηρούνται στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης της Νέδα πολύ κοντά στον υδροκρίτη. Παρουσιάζουν σημαντικό ολικό ανάγλυφο (Η) 627m και 900m αντίστοιχα, το οποίο σε σχέση με το μήκος τους (3.1km και 4.5km αντίστοιχα) είναι πάρα πολύ σημαντικό.

 

Οι τιμές της πυκνότητας αποχέτευσης (D) μεταβάλλονται από 1.93 στη λεκάνη Νο 1 σε 2.74 στη λεκάνη Νο 2. Γενικά, η πυκνότητα αποχέτευσης εξαρτάται άμεσα από τη λιθολογία του υποβάθρου των λεκανών. Τούτο όμως μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο σε περιοχές όπου άλλοι παράγοντες όπως το κλίμα, το υψόμετρο και η τεκτονική δομή είναι παντού ομοιόμορφοι. Αυτοί λοιπόν οι παράγοντες και κυρίως η τεκτονική παραμόρφωση έχουν επιδράσει και έχουν διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό την πυκνότητα αποχέτευσης. Έτσι, στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης της Νέδα στις λεκάνες Νο 2, 3, 4 και 5 η πυκνότητα αποχέτευσης (D) κυμαίνεται μεταξύ 2.23 και 2.74, οι δε λεκάνες έχουν υπόβαθρο τους αλπικούς σχηματισμούς της Πίνδου, (κυρίως καρστικοποιημένοι ασβεστόλιθοι), ενώ στο δυτικό τμήμα οι λεκάνες Νο 1 και 6, με D 1.93 και 2.19 αντίστοιχα, έχουν υπόβαθρο μεταλπικούς και αλπικούς σχηματισμούς και οι δύο.

 

Πιστεύουμε λοιπόν ότι η πυκνότητα του υδρογραφικού δικτύου ελέγχεται λιγότερο από τη λιθολογία και περισσότερο από το μέσο υψόμετρο, τη μέση κλίση των πρανών, την ενέργεια αναγλύφου και κυρίως από την τεκτονική δομή της περιοχής.

 

Στη γραφική παράσταση μεταξύ του εμβαδού των λεκανών (Α) και του ολικού αναγλύφου (Η) (Εικ. 3.14Fig. 3. 14  112) δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια στενή σχέση μεταξύ τους, δεδομένου ότι παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις από την ευθεία. Έτσι, παρ' όλο που οι λεκάνες Νο 3 και 5 έχουν γενικά μικρό εμβαδόν και αναπτύσσονται και οι δύο πάνω στους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της Πίνδου, παρουσιάζουν σημαντική διαφορά στο ολικό ανάγλυφο Η= 373m. Τούτη η διαφορά είναι πολύ πιθανό να δημιουργήθηκε κατά την τελευταία φάση ανύψωσης του Λύκαιου όρους (μετά το τέλος της θαλάσσιας κατωπλειστοκαινικής ιζηματογένεσης στο τεκτονικό βύθισμα Νέδα) οπότε και σταμάτησε η επικοινωνία του τεκτονικού βυθίσματος με τη λεκάνη της Μεγαλόπολης (βλπ. παλαιογεωγραφική εξέλιξη).

 

Οι κλάδοι 4ης τάξης έχουν τις ακόλουθες διευθύνσεις:

 

Ο κλάδος της λεκάνης Νο 1 είναι σχετικά μικρού μήκους (1.8 km), έχει δε διεύθυνση NNW-SSE, η οποία ταυτίζεται με τη διεύθυνση των ρηγμάτων που παρατηρούνται στις μεταλπικές αποθέσεις, πλησιάζοντας δε τον κύριο κλάδο της Νέδα που έχει διεύθυνση E-W, κάμπτεται σε διεύθυνση ENE-WSW (βλπ. χάρτη).

 

Ο κλάδος της λεκάνης Νο 2 που έχει μήκος 3.1 km, παρουσιάζει την ακόλουθη διάταξη: αρχικά έχει διεύθυνση ΕNE-WSW, η οποία κάπου στη μέση της διαδρομής του γίνεται NE-SW. Η πρώτη διεύθυνση πρέπει να έχει επηρεασθεί από ρήγματα διεύθυνσης περίπου E-W, ενώ η δεύτερη ακολουθεί τις αλπικές τεκτονικές γραμμές δηλαδή τις διευθύνσεις των εφιππεύσεων και των αξόνων των πτυχών.

 

Ο κλάδος της λεκάνης Νο 3 που έχει το μικρότερο μήκος (0.5 km), έχει διεύθυνση NW-SE, η οποία έχει άμεση σχέση με τις διευθύνσεις των ρηγμάτων (NE-SW) που παρατηρούνται στην αντίστοιχη περιοχή.

 

Fig. 3. 14

 

Εικ. 3.14: Γραφική παράσταση που δείχνει τη σχέση μεταξύ του ολικού αναγλύφου (Η) και του εμβαδού (Α) των 6 λεκανών απορροής ΙVης τάξης του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.14: Graph showing the relation between the total relief (H) and the basin area (A) of the 6 IVth order basins of Neda River.

 

 

Ο κλάδος της λεκάνης Νο 4 που στην ουσία απ' αυτόν ξεκινάει ο Νέδας, έχει το μεγαλύτερο μήκος (9,9 km), παρουσιάζει δε μία ποικιλία διευθύνσεων που έχουν καθοριστεί από την αλπική κυρίως τεκτονική. Πράγματι, η αρχική του ροή σε διεύθυνση NW-SE ταυτίζεται με τη διεύθυνση του άξονα ενός μεγάλου συγκλίνου, ακολούθως στρέφεται σε διεύθυνση NNE-SSW, η οποία ταυτίζεται με τους μετρηθέντες άξονες πτυχών εκατέρωθεν του ρήγματος της Πέτρας (ENE-WSW). Στη συνέχεια, για ένα μικρό διάστημα στρέφεται πάλι σε διεύθυνση NW-SE, ακολούθως δε σε διεύθυνση NNE-SSW. Τέλος γίνεται η καθοριστική αλλαγή της κατεύθυνσης ροής του, αρχικά σε WNW-ESE και ακολούθως σε ENE-WSW διεύθυνση, λόγω μεγάλων ρηξιγενών ζωνών.

 

Ο κλάδος της λεκάνης Νο 5, έχει πολυ μικρό μήκος (0.8 km) και διεύθυνση WNW-ESE, η οποία πρέπει να έχει καθοριστεί από τη ρηξιγενή τεκτονική της περιοχής.

 

Ο κλάδος της λεκάνης Νο 6 που παρουσιάζει σημαντικό μήκος (6.2 km), έχει αναπτυχθεί μεταξύ δύο μεγάλων νεοτεκτονικών ρηξιγενών ζωνών διεύθυνσης E-W, αυτής της Νέδα και του Σιδηρόκαστρου. Ο συνδυασμός της αλπικής τεκτονικής (άξονες πτυχών και λέπη διεύθυνσης N-S) και της νεώτερης τεκτονικής, κυρίως θραυσιγενούς τύπου (ρηξιγενείς ζώνες και ρήγματα διεύθυνσης E-W), έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην κλιμακωτή διάταξη του κλάδου. Αυτή η διάταξη, όπως θα δούμε παρακάτω, χαρακτηρίζει και τα ρεύματα 5ης τάξης.

 

 

3.4.5. Σχολιασμός του υδρογραφικού δικτύου των λεκανών Vης τάξης

 

Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, η λεκάνη της Νέδα περιλαμβάνει δύο λεκάνες Vης τάξης, η μία είναι βόρεια της κύριας κοίτης με έκταση 49,4 km2, η δε άλλη δημιουργεί ουσιαστικά την κύρια κοίτη στο ανατολικό τμήμα και έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση 133,5 km2 (Εικ. 3.15Fig. 3. 15  112). Τα στοιχεία των δύο λεκανών δίδονται στον Πίνακα 3-3.

 

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 3-3, το μεγαλύτερο μήκος κλάδου 5ης τάξης το έχει ο κλάδος της λεκάνης Νο 2 (13.2 km). Το πιο σημαντικό όμως είναι η γεωμετρία που παρουσιάζουν οι κλάδοι 5ης τάξης και των δύο λεκανών, η οποία όπως θα δούμε, έχει επηρεασθεί σημαντικά από τη νεοτεκτονική παραμόρφωση.

 

Πιο συγκεκριμένα, ο κλάδος της λεκάνης Νο 1 (Ρέμα Πάμισος) παρουσιάζει μία κλιμακωτή διάταξη. Έτσι, ενώ έχει μία γενική διεύθυνση NE-SW παράλληλη με τη διεύθυνση των αξόνων των πτυχών και εφιππεύσεων, σε πολλά σημεία αυτή έχει "σπάσει" σε ENE-WSW έως E-W, λόγω των νεοτεκτονικών ρηξιγενών ζωνών και ρηγμάτων αντίστοιχης διεύθυνσης.

 

Ο αντίστοιχος κλάδος της λεκάνης Νο 2 παρουσιάζει κι αυτός μία κλιμακωτή διάταξη αλλά σε διαφορετικές διευθύνσεις, δίδοντας όμως την αίσθηση ότι η γενική διεύθυνση του κλάδου είναι E-W. Οι διαφορετικές αυτές διευθύνσεις είναι NE-SW και NW-SE που καθορίζονται από ρήγματα αντίστοιχων διευθύνσεων με πολύ σημαντική οριζόντια συνιστώσα, τα οποία έχουν δημιουργήσει πολύ μεγάλες παρέλξεις στους άξονες των πτυχών αλλά και στις εφιππεύσεις (βλπ. τεκτονικό χάρτη). Αυτά τα ρήγματα περιλαμβάνονται στη μεγάλη ρηξιγενή ζώνη της Νέδα μέσης διεύθυνσης E-W για την οποία θα γίνει λόγος στο κεφάλαιο της τεκτονικής. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο χώρος στον οποίο παρατηρείται αυτή η κλιμακωτή διάταξη του κύριου κλάδου του υδρογραφικού δικτύου συμπίπτει με την περιοχή που τέμνονται οι ρηξιγενείς ζώνες με διεύθυνση E-W (Νέδα, Σιδηροκάστρου) με τις ρηξιγενείς ζώνες διεύθυνσης NW-SE της Μέλπειας οι οποίες λίγο πιο νότια γίνονται NNW-SSE.

 

 

3.5. Υδρογραφικο δικτυο λεκανησ Ζαχαρωσ

 

3.5.1. Γενικά

 

Στη λεκάνη της Ζαχάρως αναπτύσσονται δύο κύρια υδρογραφικά συστήματα, του Άνυδρου στο δυτικό και του Τσεμπερούλα στο ανατολικό τμήμα. Με άλλα λόγια το τεκτονικό βύθισμα της Ζαχάρως χωρίζεται σε δύο υδρολογικές λεκάνες (ανατολική και δυτική), των οποίων ο κοινός υδροκρίτης έχει διεύθυνση N-S, διέρχεται δε δυτικά του χωριού Μίνθη και από τα χωριά Τρύπες, Παλαιοχώρι και Πλατιάνα (βλπ. Χάρτη Υδρογραφικού δικτύου λεκάνης Ζαχάρως).

 

Fig. 3. 15

Εικ. 3.15: Γεωγραφική κατανομή των λεκανών απορροής Vης τάξης του υδρογραφικού δικτύου του ποταμού Νέδα.

Fig. 3.15: Vth order catchment basins of the Neda River basin.

 

 

 

Ενώ το τεκτονικό βύθισμα της Ζαχάρως έχει επιμήκη μορφή, της οποίας ο μεγάλος άξονας έχει διεύθυνση E-W, η ανατολική υπολεκάνη (Τσεμπερούλα) έχει μορφή σχεδόν τετράγωνη με μεγάλο άξονα σε διεύθυνση N-S, καταλαμβάνει δε έκταση περίπου 60 km2. Αντίθετα, η λεκάνη του Άνυδρου ακολουθεί τη γεωμετρία του τεκτονικού βυθίσματος της Ζαχάρως και έχει έκταση σχεδόν διπλάσια από αυτή του Τσεμπερούλα (περίπου 92 km2).

 

 

3.5.2. Υδρογραφικό δίκτυο ανατολικής λεκάνης (Τσεμπερούλα)

 

Οπως προαναφέρθηκε, το υδρογραφικό δίκτυο του Τσεμπερούλα που είναι 5ης τάξης διαρρέει το ανατολικό τμήμα της λεκάνης της Ζαχάρως. Η υδρολογική του λεκάνη, η οποία έχει έκταση περίπου 60 km2, αποτελεί ένα κλειστό γεωμορφολογικό σύστημα, δηλαδή είναι από παντού κλειστή, επικοινωνεί δε, μόνο με το τεκτονικό βύθισμα Πύργου - Ολυμπίας μέσω ενός μικρού πλάτους (περίπου 40 m.) και με απότομα πρανή διαύλου, ανατολικά του χωριού Πλατιάνα, απ' όπου γίνεται και η αποστράγγιση της λεκάνης.

 

Οι κύριοι κλάδοι που αποστραγγίζουν τη λεκάνη είναι δύο και έχουν μέση διεύθυνση N-S. Και οι δύο ξεκινούν από τον βόρειο υδροκρίτη της Νέδα, νοτιοανατολικά από το χωριό Μίνθη ο δυτικός, και από το χωριό Μυρώνια ο ανατολικός, κατευθύνονται δε προς βορρά, ρέοντας σχεδόν παράλληλα ο ένας με τον άλλο, όσο διάστημα ρέουν πάνω στα πετρώματα της Πίνδου.

 

Πιο συγκεκριμένα, η διεύθυνση του κλάδου (N-S) της Μυρώνιας συμπίπτει με τη διεύθυνση των εφιππεύσεων και των αξόνων των πτυχών των σχηματισμών της ενότητας Πίνδου στην εν λόγω περιοχή, όμως η διεύθυνση του κλάδου της Μίνθης δεν ακολουθεί τις αλπικές τεκτονικές δομές αλλά έχει επηρεασθεί από τον νεώτερο ρηγματογόνο τεκτονισμό της περιοχής έχοντας μία NNW-SSE διεύθυνση μέχρι το χωριό Τρύπες. Στο σημείο αυτό κάμπτεται σε NW-SE διεύθυνση και ακολούθως σε N-S. Τέλος, όταν και οι δύο κλάδοι εισέλθουν στην περιοχή που καλύπτεται από τις μεταλπικές λιμναίες αποθέσεις, αλλάζουν διεύθυνση και ο μεν κλάδος της Μίνθης ακολουθεί πορεία προς ανατολάς, ο δε κλάδος της Μυρώνιας ακολουθεί πορεία προς τα ΝW, μέχρις ότου ενώνονται και σχηματίζουν τον Τσεμπερούλα, ο οποίος ακολουθεί μία πορεία προς βορρά μέχρι να ενωθεί με τον Αλφειό.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Τσεμπερούλας κόβει εγκάρσια τις ανατολικές απολήξεις του Λάπιθα (σχηματισμοί της ενότητας Πίνδου), δημιουργώντας μία ενδιαφέρουσα - εντυπωσιακή μορφή Canyon.

 

Από τους 39 κλάδους 1ης τάξης (Πίνακας 3-4), οι 12 έχουν δημιουργηθεί μέσα στις μεταλπικές λιμναίες αποθέσεις και ενώνονται κατά κύριο λόγο απ' ευθείας με κλάδους 3ης, 4ης ή και 5ης τάξης, ενώ οι υπόλοιποι 27, έχουν δημιουργηθεί μέσα στους αλπικούς σχηματισμούς των ενοτήτων Πίνδου και Τρίπολης, ενώνονται δε συνήθως μεταξύ τους δημιουργώντας κλάδους 2ης τάξης.

 

 

3.5.3. Υδρογραφικό δίκτυο δυτικής λεκάνης (Άνυδρου)

 

Το δυτικό τμήμα της λεκάνης της Ζαχάρως αποστραγγίζεται από τρείς κύρους κλάδους του υδρογραφικού δικτύου που είναι: (ι) το Άνυδρο με το Τρανό ρέμα, τα οποία ενώνονται και σχηματίζουν το Ζαχαραίικο ρέμα και (ιι) το Βρυσούλα ρέμα το οποίο, λίγο πριν εκβάλλει στο Κυπαρισσιακό κόλπο, ενώνεται με το Ζαχαραίικο.

 

Το μεγαλύτερο τμήμα του υδρογραφικού δικτύου (κλάδοι 2ης, 3ης και 4ης τάξης), έχει αναπτυχθεί μέσα στις μεταλπικές αποθέσεις, ενώ μέσα στους αλπικούς σχηματισμούς των ενοτήτων Τρίπολης και Πίνδου, έχουν αναπτυχθεί κυρίως 1ης και λιγότερο 2ης τάξης κλάδοι.

 

Το ρέμα Άνυδρο, παρουσιάζει μία ασύμμετρη ανάπτυξη των κλάδων του, η οποία εκφράζεται από την μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων του νότια του κύριου κλάδου. Οι κλάδοι αυτοί είναι 1ης ή 2ης τάξης, έχουν μέση διεύθυνση NNW-SSE και σημαντικό μήκος. Τούτο συμβαίνει στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης, κοντά στον υδροκρίτη με την ανατολική λεκάνη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διευθύνσεις των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου στη συγκεκριμένη περιοχή δεν συμπίπτουν με τις κύριες αλπικές τεκτονικές γραμμές, αλλά κυρίως με τις διευθύνσεις ρηγμάτων που κόβουν τόσο τους αλπικούς σχηματισμούς (Πίνδος, Τρίπολη), όσο και τους μεταλπικούς σχηματισμούς πλειο-πλειστοκαινικής ηλικίας. Έτσι, ενώ η αρχική διεύθυνση του Άνυδρου είναι NNW-SSE, αυτή αλλάζει σε WSW-ENE, όταν δε ενώνεται με τον κλάδο 2ης τάξης που κατέρχεται από τον Κουμουθέκρα, αλλάζει σε NE-SW μέχρι το "ύψος" της Αρήνης, όπου ενώνεται με το ρέμα της Αρήνης και η διεύθυνσή του γίνεται περίπου E-W. Τέλος, από τη συμβολή του με το Τρανό ρέμα αποκτά ξανά διεύθυνση NE-SW μέχρι το "ύψος" της Ζαχάρως, όπου εκ νέου αποκτά διεύθυνση E-W την οποία έχει μέχρι την εκβολή του στον Κυπαρισσιακό κόλπο.

 

Το ρέμα Βρυσούλα παρουσιάζει κι αυτό μία ασυμμετρία στην ανάπτυξη του υδρογραφικού του δικτύου, δηλαδή μία μονόπλευρη ανάπτυξη των κλάδων 1ης τάξης, NW του κύριου κλάδου του που είναι 3ης τάξης.

 

Έτσι, ενώ οι κλάδοι 2ης και 3ης τάξης έχουν διεύθυνση NE-SW, οι κλάδοι 1ης τάξης έχουν διεύθυνση NNW-SSE, διευθύνσεις που συμπίπτουν με τις διευθύνσεις των ρηγμάτων της περιοχής.

 

Η περιγραφείσα κλιμακωτή διάταξη του Άνυδρου ρέματος, μοιάζει πάρα πολύ με την κλιμακωτή διάταξη που περιγράφτηκε στο ρέμα Πάμισος (κλάδος 5ης τάξης της Νέδα), οφείλεται δε στη γεωμετρία των ρηγμάτων της περιοχής και συνολικά στον τύπο παραμόρφωσης του ευρύτερου χώρου, για τον οποίο θα γίνει λόγος στο επόμενο κεφάλαιο της Τεκτονικής - Νεοτεκτονικής.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κλάδος του Τσεμπερούλα που ξεκινά από τη Μίνθη πιθανότατα κάποια εποχή να συνδεόταν με τον Άνυδρο και ως εκ τούτου να μην αποτελούσε κλάδο του υδρογραφικού δικτύου του Τσεμπερούλα. Λόγω δε της νεοτεκτονικής παραμόρφωσης της περιοχής, δημιουργήθηκε ο σημερινός υδροκρίτης πάνω στα μεταλπικά λιμναία ιζήματα στην περιοχή της Τρύπης.

 

Τέλος, εάν παρατηρήσει κανείς συνολικά τη λεκάνη της Ζαχάρως, θα διαπιστώσει ότι ο Άνυδρος μαζί με το τμήμα του κλάδου του Τσεμπερούλα που ξεκινά από τη Μίνθη, το οποίο έχει διεύθυνση ENEWSW, συμπίπτουν με τη μία διαγώνιο διεύθυνσης NE-SW του παραλληλόγραμμου σχήματος που έχει η λεκάνη. Έτσι, η μεγαλύτερη ανάπτυξη των κλάδων του υδρογραφικού δικτύου παρατηρείται στις περιοχές που συμπίπτουν με τα άκρα της άλλης διαγωνίου (NW-SE),όπου και παρατηρούνται και τα μεγαλύτερα υψόμετρα του υδροκρίτη.

 

Γίνεται σαφές λοιπόν, ότι αυτή η γεωμετρία πρέπει να είναι αποτέλεσμα της παραμόρφωσης της περιοχής και μάλιστα της παραμόρφωσης που έλαβε χώρα κατά τη νεοτεκτονική περίοδο. Δεν είναι Εξάλλου τυχαίο ότι τα μεταλπικά λιμναία και θαλάσσια ιζήματα της λεκάνης είναι έντονα παραμορφωμένα, όχι μόνο εξ αιτίας θραυσιγενούς τεκτονισμού (ρήγματα, διακλάσεις), αλλά και εξαιτίας πλαστικής παραμόρφωσης (πτυχωμένα τα λιμναία ιζήματα με άξονες πτυχών διεύθυνσης WSW-ENE), όπως θα περιγραφεί στο κεφάλαιο της τεκτονικής.

 

 

3.6.      Συγκριτικεσ παρατηρησεισ στα περιγραφεντα υδρογραφικα δικτυα

 

Εάν συγκριθούν από την άποψη της ποσοτικής γεωμορφολογίας τα υδρογραφικά δίκτυα που περιγράφηκαν (Νέδα, Περιστερά, Αμφίτα-Μαυροζούμενα, Τσεμπερούλα και Άνυδρου), τότε παρατηρούνται (Πίνακας 3-5) σημαντικές διαφορές, οι οποίες συνδέονται κυρίως με τον αριθμό των κλάδων των δικτύων.

 

Πράγματι, ενώ η λεκάνη της Νέδα έχει έκταση (287 km2), περίπου ίδια με τη λεκάνη του Περιστερά (254 km2) και πολύ μικρότερη από τη λεκάνη των Μαυροζούμενα-Αμφίτα (445 km2), εν τούτοις ο αριθμός των κλάδων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος (805) στο Νέδα, από εκείνους στον Περιστερά (480) και στους Μαυροζούμενα-Αμφίτα (908), (βλέπε Πίνακα 3-5).

 

Τέλος, ενώ η λεκάνη του Τσεμπερούλα έχει περίπου τη μισή έκταση (50 km2) από την έκταση της λεκάνης του Άνυδρου, εν τούτοις έχει μεγαλύτερο αριθμό κλάδων (55) από τον αριθμό κλάδων του Άνυδρου (48), (βλέπε Πίνακα 3-5).

 

Το προηγούμενο έχει σαν επακόλουθο τις διαφορές που παρατηρούνται στην πυκνότητα (D), τη συχνότητα (F) του υδρογραφικού δικτύου, καθώς και στα μέσα μήκη των κλάδων κατά τάξη.

 

Οι παρατηρούμενες διαφορές θα μπορούσαν να εξηγηθούν ως εξής:

 

Εάν αγνοήσουμε από τις λεκάνες του Άνυδρου και του Τσεμπερούλα τα τμήματα των υδρογραφικών δικτύων που διαρρέουν τους μεταλπικούς σχηματισμούς, τότε εύκολα φαίνεται, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, ότι τα υδρογραφικά δίκτυα των εν λόγω λεκανών ομοιάζουν, αφού οι απομένουσες λεκάνες έχουν σχεδόν τον ίδιο αριθμό κλάδων και παραπλήσιες εκτάσεις. Επομένως, οι παρατηρούμενες διαφορές συνδέονται με την μετά το Μέσο Πλειστόκαινο ανύψωση του δυτικού τμήματος της λεκάνης της Ζαχάρως και τη μετατροπή του έως τότε παλαιοκόλπου σε ξηρά.

 

Η λεκάνη του Τσεμπερούλα που δεν έχει δεχθεί θαλάσσια ιζήματα, και αυτή ανυψώθηκε (όπως φαίνεται από τη διάβρωση των ποτάμιων αναβαθμίδων), αν και αποτελούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα μία κλειστή λεκάνη (λίμνη). Έτσι, η σημερινή γεωμορφολογική της εικόνα και η απορροή της προς τον Αλφειό πρέπει να συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την ανύψωση της περιοχής μετά το Μέσο Πλειστόκαινο.

 

Εάν αγνοήσουμε από τη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού το τμήμα του υδρογραφικού δικτύου που διαρρέει τους μεταλπικούς σχηματισμούς και από τη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας το πεδινό τμήμα, τότε εύκολα διαφαίνεται, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά (Πίνακας 3-5), ότι τα υδρογραφικά δίκτυα των εν λόγω λεκανών ομοιάζουν. Συνεπώς οι παρατηρούμενες διαφορές συνδέονται με την μετά το Κάτω Πλειστόκαινο ανύψωση της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού και τη μετατροπή του παλαιοκόλπου σε ξηρά.

 

Αντίθετα, η λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας, παρ' ότι και αυτή πρέπει να ανυψώθηκε, εν τούτοις επειδή αποτελεί μία κλειστή λεκάνη, εξαιρουμένων των περιοχών που έχουν επηρεασθεί άμεσα από τη δράση των ρηγμάτων, δεν έχει μεταβληθεί η γεωμορφολογική εικόνα στο κεντρικό τμήμα της.

 

Εάν αγνοήσουμε και από τη λεκάνη της Νέδα το τμήμα του υδρογραφικού δικτύου που διαρρέει του μεταλπικούς σχηματισμούς, τότε διαπιστώνουμε ότι δεν ισχύουν τα ίδια με τις προαναφερθείσες λεκάνες, καθότι τόσο η συχνότητα (F) όσο και η πυκνότητα (D) του εναπομένοντος υδρογραφικού δικτύου αυξάνουν και εν πάσει περιπτώσει δεν προσεγγίζουν τις τιμές των άλλων λεκανών. Φαίνεται λοιπόν ότι, μαζί με την ανύψωση του τμήματος της λεκάνης της Νέδα που δέχτηκε τα θαλάσσια ιζήματα κατά το Κάτω Πλειστόκαινο, ανυψώθηκε σημαντικά όλη η λεκάνη συνολικά, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ενέργειας του αναγλύφου, και ως εκ τούτου την αύξηση των τιμών της πυκνότητας (D) και της συχνότητας (F), του υδρογραφικού δικτύου.

 

Εξ'άλλου και ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ (στα Αρκαδικά, βιβλίο Η', Κεφ. XL, παρ. 3) σημειώνει:

 

"Εισί δε αι πηγαί της Νέδα εν όρει τω Κεραυσίω του Λυκαίου δε μοίρα εστί καθότι (δέ) εγγύτατα η Νέδα Φιγαλέων της πόλεως γίνεται, κατά τούτο οι Φιγαλέων παίδες αποκείρονται τω ποταμώ τας κόμας. Τά δέ προς θαλάσση και αναπλείται ναυσίν ού μεγάλαις η Νέδα ...". Δηλαδή ο ποταμός Νέδα ήταν πλωτός προς τα ανάντη από μικρά πλοία μέχρις ενός ορισμένου σημείου κοντά στην αρχαία Φιγάλεια.

 

Σήμερα όμως η Νέδα, έχει γεμίσει από ποτάμιες προσχώσεις και αναβαθμίδες, χωρίς να παρουσιάζει βαθιά κοίτη σε κανένα σημείο του κλάδου 6ης τάξης, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η πλεύση έστω και μικρής βάρκας. Επιπλέον τους καλοκαιρινούς μήνες παρουσιάζει συνεχή αλλά μικρή ροή, με συνέπεια να είναι σχετικά εύκολο το πέρασμα της κοίτης της, που παρουσιάζει μεν μεγάλο πλάτος αλλά μικρό βάθος. Επειδή δε οι κλιματικές μεταβολές που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία 8.000 χρόνια στον ελληνικό (PAEPE & THOREZ, 1981) αλλά και στον παγκόσμιο χώρο δεν δικαιολογούν την ανομοιόμορφη μεταβολή της στάθμης της θάλασσας από περιοχή σε περιοχή, θα πρέπει η σημερινή κατάσταση να οφείλεται στις ανοδικές κινήσεις του χώρου της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου, οι οποίες άρχισαν πιθανότατα από το Μέσο Πλειστόκαινο (βλπ. κεφ. Παλαιογεωγραφική εξέλιξη λεκάνης Νέδα).

 

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της απόθεσης των θαλάσσιων ιζημάτων στο τεκτονικό βύθισμα της Νέδα, πρέπει να υπήρχε κάποια επικοινωνία μεταξύ του τότε παλαιοκόλπου και της λεκάνης της Μεγαλόπολης όπως σημειώνεται στο κεφάλαιο της παλαιογεωγραφίας. Δηλαδή, η γραμμή του υδροκρίτη με τη λεκάνη της Μεγαλόπολης θα πρέπει να ήταν σε σημαντικά χαμηλότερα υψόμετρα από ότι είναι σήμερα, περίπου 400 m. πιο χαμηλά, καθότι μέχρι τα 400 m. έχουν ανυψωθεί τα θαλάσσια κατωπλειστοκαινικά ιζήματα. Συνεπώς, στα ανατολικά (Λύκαιο όρος) παρουσιάζεται μία ανύψωση της τάξης των 400 m., κάτι που δικαιολογεί τη σημαντική αύξηση της ενέργειας του αναγλύφου.

 

 

4. ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗΣ

 

4.1. Γενικα

 

Οι επιφάνειες ισοπέδωσης αντιπροσωπεύουν μέσα σε κάθε γεωμορφολογικό κύκλο, φάσεις σταθερότητας και ισοπέδωσης του ανάγλυφου. Χρησιμεύουν σαν σημείο εκκίνησης για νέους κύκλους δάβρωσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επισήμανσή τους, στα πλαίσια μιας γεωμορφολογικής μελέτης, έχει πολύ μεγάλη σημασία, πολύ δε περισσότερο σε περιοχές ενεργές κατά τη νεοτεκτονική περίοδο.

 

Εξάλλου, στα πλαίσια μιας νεοτεκτονικής μελέτης, όπου διερευνάται η τεκτονική παραμόρφωση κύρια κατά την πρόσφατη (νεοτεκτονική) περίοδο, η επισήμανση και χαρτογράφηση των επιφανειών ισοπέδωσης ή τουλάχιστον των υπολειμμάτων τους, έχει επίσης μεγάλη σημασία. Και τούτο διότι αποτελούν μία γεωμορφολογική παράμετρο, από αυτές που συνθέτουν το ανάγλυφο μιας περιοχής, η οποία επηρεάζεται από τη τεκτονική παραμόρφωση, αλλά και που, κύρια, διατηρεί τα ίχνη αυτής της επίδρασης.

 

Επειδή δε, όπως προαναφέρθηκε, οι επιφάνειες ισοπέδωσης χρησιμεύουν σαν σημείο εκκίνησης νέων κύκλων διάβρωσης, οι οποίοι με τη σειρά τους συνδέονται με τη δράση των διαφόρων τεκτονικών φάσεων κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη σημασία της ένταξής τους μέσα στα πλαίσια μιας νεοτεκτονικής μελέτης, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι δυνατή η χρονολόγησή τους, πράγμα που δεν είναι πάντοτε εύκολο.

 

Αλλά, όπως θα δούμε παρακάτω, και μόνο η μελέτη της διάταξής τους στο χώρο, καθώς και διάφορα μορφολογικά τους στοιχεία όπως π.χ. το σχήμα, το μέγεθος και η κλίση τους, μπορούν να δώσουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την κινηματική του ευρύτερου χώρου, κατά τη νεοτεκτονική περίοδο.

 

Όπως είναι γνωστό, η δημιουργία των επιφανειών ισοπέδωσης οφείλεται σε:

 

·      μορφογενετικές διαδικασίες που εξελίσσονται στη ξηρά

·      μορφογενετικές  διαδικασίες που προκαλούνται από  την ενέργεια της θάλασσας και

·      πρωτογενείς παράγοντες, στους οποίους οι εξωγενούς προέλευσης μορφογενετικές διεργασίες δεν έχουν προφθάσει να επηρεάσουν καθοριστικά.

 

Στην περιοχή μελέτης απαντούν και οι τρεις κατηγορίες επιφανειών ισοπέδωσης, αν και από τους προηγούμενους τρεις παράγοντες αυτοί που είναι οι πιο σημαντικοί είναι οι δύο πρώτοι.

 

Οι επιφάνειες ισοπέδωσης που δημιουργούνται από διεργασίες που εξελίσσονται στην ξηρά (πρώτη κατηγορία), είναι βασικά δύο ειδών:

 

          α. οι καταστρεπτικού τύπου (destructive) και

          β. οι δημιουργικού τύπου (constructive).

 

Οι καταστρεπτικού τύπου (destructive) διακρίνονται σε:

 

·      αυτές που δημιουργούνται από IN SITU αποσάθρωση και

·      αυτές που δημιουργούνται από επιφανειακή διάβρωση και οπισθοχώρηση των κλιτύων (Pedimentation)

 

Οι δημιουργικού τύπου (constructive) είναι:

 

·      αυτές που δημιουργούνται από την επιφανειακή διάβρωση και απόθεση του υλικού της διάβρωσης (Glacis).

 

Από τις μορφογενετικές διεργασίες που προκαλούνται από τη θάλασσα (δεύτερη κατηγορία), οι σημαντικότερες είναι εκείνες που οδηγούν στη δημιουργία των θαλάσσιων αναβαθμίδων δημιουργικού (constructive) ή καταστρεπτικού (destructive) τύπου. Άλλοτε σύγχρονα και άλλοτε με μεγάλη ή μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τις διεργασίες ισοπέδωσης, ακολουθεί η κοιλαδογένεση.

 

Συχνά υποτίθεται ότι η ανάπτυξη οφείλεται σε μία γενική πτώση του επιπέδου βάσης της διάβρωσης, η οποία συνήθως ακολουθείται από μία σειρά ήρεμων περιόδων. Κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων ηρεμίας η αποκομιδή θεωρείται ότι δημιουργεί αναγνωρίσιμα μορφολογικά στοιχεία, που μπορούν να διαπιστωθούν με τη χρήση ορισμένων κριτηρίων. Έτσι, για μεγάλες εκτάσεις, υπάρχουν ενδείξεις παρελθουσών φάσεων ανάπτυξης αναγλύφου, οι οποίες σχετίζονται με το επίπεδο βάσης που βρίσκονται σε ορισμένο υψόμετρο πάνω από τη στάθμη της θάλασσας.

 

Το κύριο πρόβλημα είναι η χρονολόγηση της αποκομιδής, δηλαδή να αναγνωρισθούν τα στοιχεία εκείνα του αναγλύφου που είχαν προσαρμοστεί στο επίπεδο βάσης κατά την περίοδο του σχηματισμού τους, να καθοριστεί το υψόμετρό τους σε σχέση με το επίπεδο βάσης και να προσδιορισθεί η σχετική τους ηλικία.

 

Γι' αυτό το λόγο έγινε χαρτογράφηση των υπολειμμάτων των παλαιών επιφανειών ισοπέδωσης, οι οποίες ακολούθως ταξινομήθηκαν ανάλογα με το σημερινό τους απόλυτο υψόμετρο (Χάρτης επιφανειών ισοπέδωσης). Σαν τέτοια υπολείμματα επιφανειών ισοπέδωσης θεωρήθηκαν οι επιφάνειες που περικλείονται από κλειστές ισοϋψείς σ' ένα τοπογραφικό χάρτη κλίμακας 1/100.000. Η εφαρμογή αυτής της μεθόδου στην περιοχή μελέτης κρίθηκε απαραίτητη, γιατί δίνει ορισμένα χρήσιμα στοιχεία όσον αφορά στη φορά της κίνησης ή περιστροφής των πολυτεμαχών που είτε επιβεβαιώνουν τα συμπεράσματα που εξάγονται από τη χρήση άλλων μεθόδων, είτε μας οδηγούν σε συμπεράσματα που δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν με άλλες μεθόδους εργασίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μέθοδος αυτή είναι πάρα πολύ χρήσιμη όταν μελετώνται μεγάλες περιοχές όπως στην περίπτωσή μας.

 

 

4.2. Μορφολογικα χαρακτηριστικα των επιφανειων ισοπεδωσησ

 

4.2.1. Μέγεθος

 

Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς από την εξέταση του χάρτη των επιφανειών ισοπέδωσης της περιοχής μελέτης, είναι μία ανισότητα στο μέγεθος των υπολειμμάτων αυτών των επιφανειών. Πράγματι, ενώ οι επιφάνειες ισοπέδωσης που απαντώνται σε υψόμετρα από 200 - 400 m και 400 - 600 m καταλαμβάνουν αρκετά μεγάλες εκτάσεις, οι επιφάνειες ισοπέδωσης με μεγαλύτερα υψόμετρα έχουν πολύ μικρότερη έκταση, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται απλώς για "ίχνη" επιφανειών.

 

Τούτο φαίνεται κατ' αρχήν λογικό, αφού οι επιφάνειες ισοπέδωσης που βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα είναι οι χρονικά αρχαιότερες και επομένως έχουν υποστεί επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τις διαβρωτικές διεργασίες.

 

Βέβαια, είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς εάν ορισμένα απ' αυτά τα μικρά υπολείμματα επιφανειών δεν αποτελούσαν τμήμα μιας ενιαίας επιφάνειας με άλλα, που αυτή τη στιγμή έχουν μεγαλύτερο απόλυτο υψόμετρο και που ίσως να έχουν αποκοπεί από αυτά σαν συνέπεια της δράσης κάποιων φάσεων ρηγματογόνου τεκτονισμού. Πρόκειται για ένα κλασσικό πρόβλημα που μπαίνει πάντα στην ανάλυση των επιφανειών ισοπέδωσης.

 

Νότια της νοητής γραμμής Καλού Νερού - Δωρίου παρατηρούμε ότι υπάρχουν μικρά υπολείμματα επιφανειών ισοπέδωσης, ενώ αυτές που έχουν μεγαλύτερο υψόμετρο διατηρούν το ίδιο μέγεθος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην αμέσως νότια περιοχή (έξω από την περιοχή μελέτης) οι επιφάνειες ισοπέδωσης είναι σαφώς μεγαλύτερες (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ et al., 1988).

 

Ακολούθως, και μέχρι την κοιλάδα της Νέδα, υπάρχουν επιφάνειες ισοπέδωσης στα 200 - 400 m με αρκετά μεγάλη έκταση, ενώ οι επιφάνειες ισοπέδωσης μεγαλύτερου υψομέτρου έχουν σαφώς μικρότερη έκταση.

 

Βόρεια όμως της κοιλάδας του ποταμού Νέδα και κύρια σε μία περιοχή που βρίσκεται μεταξύ Ελαίας - Στόμιου - Φιγαλείας Ανδρίτσαινας - Ζαχάρως, παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο, αν και σε μικρότερη κλίμακα, αυτού που συμβαίνει στο τμήμα νότια του ποταμού Νέδα. Πράγματι, ενώ στην περιοχή αυτή οι επιφάνειες ισοπέδωσης με υψόμετρα 200-400m και 400-600m αντιπροσωπεύονται από πολυ μικρά υπολείμματα, οι επιφάνειες ισοπέδωσης που βρίσκονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα (600-800m, 800-1000m, ακόμα και εκείνη των 1000-1200m), παρουσιάζουν μεγάλη εξάπλωση, πάντοτε βέβαια σε σχέση με το τμήμα νότια της Νέδα.

 

Τούτο πιθανά να οφείλεται στο ότι, μετά το τέλος της θαλάσσιας ιζηματογένεσης των μεταλπικών αποθέσεων (Κάτω Πλειστόκαινο), άλλαξε το κινηματικό καθεστώς της περιοχής. Δηλαδή, ενώ μέχρι και το Κάτω Πλειστόκαινο το βόρειο τμήμα κατερχόταν με μικρότερη μέση ταχύτητα από ότι το νότιο, μετά το τέλος του Κάτω Πλειστοκαίνου το νότιο τμήμα ανυψώνεται με μεγαλύτερη μέση ταχύτητα από ότι το βόρειο. Αυτό συμπεραίνεται από το ότι, ενώ στην περιοχή του Λέπρεου τα θαλάσσια κατωπλειστοκαινικά ιζήματα βρίσκονται σήμερα σε απόλυτο υψόμετρο 400m, στην περιοχή Σχίνοι, ανατολικά της Ζαχάρως, βρίσκονται σε απόλυτο υψόμετρο 140m. Αυτή λοιπόν η διαφορική κίνηση είχε σαν αποτέλεσμα οι διαδικασίες διάβρωσης να είναι πιο έντονες στο νότιο τμήμα και λιγότερο έντονες στο βόρειο, συνέπεια δε τούτου είναι οι επιφάνειες ισοπέδωσης στο νότιο τμήμα που είναι μικρότερου απόλυτου υψομέτρου, να έχουν μικρότερη έκταση από τις επιφάνειες στο βόρειο τμήμα.

 

Είναι εντυπωσιακή η παρουσία μιας μεγάλης επιφάνειας ισοπέδωσης 800-1000 m., ανατολικά της Ζαχάρως, καθώς και αρκετά εκτεταμένων επιφανειών ισοπέδωσης στα 600-800 m., βόρεια της Φιγάλειας και βορειοδυτικά της Νέας Φιγάλειας. Επίσης είναι αξιοσημείωτα δύο υπολείμματα επιφάνειας ισοπέδωσης 1200-1400 m., βόρεια του χωριού Πετράλωνα.

 

Εξάλλου η εμφάνιση μεγάλων επιφανειών ισοπέδωσης σε μεγάλα υψόμετρα στο όρος Μίνθη, οφείλεται μάλλον στα εκτεταμένα καρστικά πεδία που αναπτύσσονται στην περιοχή, πάνω στους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της ενότητας Πίνδου.

 

Στο δυτικό τμήμα του όρους Λάπιθας παρατηρείται μία επίσης μεγάλης έκτασης επιφάνεια ισοπέδωσης (600-800 m.), ενώ στο υπόλοιπο όρος παρατηρούνται μικρής έκτασης υπολείμματα της εν λόγω επιφάνειας.

 

Επίσης, στο βορειοανατολικό τμήμα του χάρτη κοντά στη Δημητσάνα, παρατηρούνται επιφάνειες ισοπέδωσης που καταλαμβάνουν αρκετά μεγάλη έκταση ενώ είναι σε μεγάλο υψόμετρο (1000-1200 m. και 600-800 m.).

 

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η επιφάνεια ισοπέδωσης των 400-600 m., ενώ στην περιοχή του χωριού Παραδείσια (Μεγαλόπολη) καταλαμβάνει μεγάλη έκταση, προχωρώντας προς τα βόρεια παράλληλα προς το δυτικό περιθώριο του τεκτονικού βυθίσματος της Μεγαλόπολης, η έκτασή της σταδιακά μειώνεται μέχρι την περιοχή της Καρύταινας.

 

 

4.2.2. Σχήμα και διάταξη στο χώρο

 

Γενικά, δεν παρατηρείται κάποιο συγκεκριμένο σχήμα των επιφανειών ισοπέδωσης το οποίο να επικρατεί σε μια συγκεκριμένη περιοχή του χάρτη. Μόνο στο δυτικό τμήμα της περιοχής μελέτης (κοντά στον Κυπαρισσιακό κόλπο) παρατηρούνται επιφάνειες ισοπέδωσης με επίμηκες σχήμα.

 

Πιο συγκεκριμένα, στο δυτικό τμήμα του Λάπιθα παρατηρείται επιφάνεια ισοπέδωσης (400-600 m.) με επίμηκες σχήμα της οποίας ο μεγάλος άξονας είναι παράλληλος με την ακτογραμμή (NNW-SSE), ενώ στο ανατολικό τμήμα του τα υπολείμματα της επιφάνειας ισοπέδωσης των 600-800 m. έχουν και αυτά επίμηκες σχήμα, του οποίου όμως ο μεγάλος άξονας έχει διεύθυνση E-W. Και στις δύο περιπτώσεις το επίμηκες σχήμα των επιφανειών ισοπέδωσης οφείλεται σε ρήγματα διευθύνσεων NNW-SSE και E-W αντίστοιχα.

 

Στις δυτικές απολήξεις του όρους Τετράζιο κοντά στο χωριό Πρόδρομος, παρατηρούνται επιφάνειες ισοπέδωσης επιμήκους σχήματος, των οποίων ο μεγάλος άξονας είναι παράλληλος προς την ακτογραμμή. Και σ' αυτή την περίπτωση το επίμηκες σχήμα οφείλεται σε ρήγματα διεύθυνσης N-S.

 

Στο κεντρικό τμήμα της περιοχής μελέτης, νότια της Ανδρίτσαινας και μάλιστα στην περιοχή ένωσης του Λύκαιου όρους με το όρος Μίνθη, παρατηρείται σαφής διάταξη των επιφανειών ισοπέδωσης (1200-1400 m και 1000-1200 m.), σε διεύθυνση WNW-ESE. Η διάταξη αυτή παρατηρείται και σε επιφάνειες ισοπέδωσης μικρότερων απόλυτων υψομέτρων μόνο στη νότια περιοχή του όρους Μίνθη, κάτι που δεν ισχύει για το Λύκαιο όρος.

 

Μία ομάδα επιφανειών ισοπέδωσης 600-800 και 800-1000 m., στην περιοχή ανατολικά νοτιοανατολικά της Νέας Φιγάλειας παρουσιάζουν μία μέση κλίση προς τα νοτιοδυτικά. Αντίθετα, μία ομάδα επιφανειών ισοπέδωσης 200-400 m., στην περιοχή των εκβολών της Νέδα παρουσιάζει μέση κλίση προς τα βορειοδυτικά. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη ομάδα επιφανειών ισοπέδωσης έχει δημιουργηθεί πάνω στους αλπικούς σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου, ενώ η δεύτερη πάνω σε θαλάσσιους μεταλπικούς σχηματισμούς.

 

 

4.2.3. Γεωγραφική κατανομή

 

Στην παράγραφο αυτή επιχειρείται μία εξέταση τόσο της γεωγραφικής, όσο και της κατ' απόλυτο υψόμετρο κατανομής των επιφανειών ισοπέδωσης στην περιοχή μελέτης.

 

Η περιοχή αυτή, από άποψη γεωγραφικής κατανομής των επιφανειών ισοπέδωσης, μπορεί να διακριθεί βασικά στις εξής μεγάλες περιοχές:

 

·      νότια περιοχή (όρη Κυπαρισσίας)

·      κεντρική περιοχή (Τετράζιο όρος)

·      βόρεια περιοχή (όρος Μίνθη)

·      βορειοδυτική περιοχή (όρος Λάπιθας)

·      ανατολική περιοχή (όρος Λύκαιο και ανατολικά αυτού)

 

 

·      Νότια περιοχή (όρη Κυπαρισσίας)

 

Λέγοντας νότια περιοχή εννοούμε την περιοχή νότια της νοητής γραμμής Κυπαρισσίας - Μελιγαλά, δηλαδή τα όρη της Κυπαρισσίας. Στην περιοχή αυτή και πιο ειδικά στο βορειοδυτικό τμήμα της, απαντούν επιφάνειες ισοπέδωσης με μεγάλο απόλυτο υψόμετρο.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ προς τα νότια η ελάττωση του απόλυτου υψομέτρου των επιφανειών ισοπέδωσης είναι βαθμιαία, προς βορρά οι επιφάνειες ισοπέδωσης έχουν μικρό υψόμετρο, χωρίς να παρεμβάλλονται επιφάνειες ενδιάμεσου υψομέτρου.

 

Τούτο υποδηλώνει ότι:

 

        i.    η θεωρητικά  αναμενόμενη συμμετρία  στη διάταξη των επιφανειών ισοπέδωσης έχει διαταραχτεί από τη δράση της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας - Αετού, διεύθυνσης E-W, με αποτέλεσμα την απότομη μετάβαση από επιφάνειες ισοπέδωσης μεγάλου υψομέτρου σε επιφάνειες ισοπέδωσης μικρού υψομέτρου και

 

      ii.    ολόκληρη η περιγραφόμενη περιοχή αποτελεί ένα διπολικό πολυτέμαχος που έχει περιστραφεί γύρω από ένα άξονα διεύθυνσης ENE-WSW, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ανύψωση του βορειοδυτικού τμήματος από εκείνη του νοτιοανατολικού.

 

 

·      Κεντρική περιοχή (Τετράζιο όρος)

 

Στην περιοχή αυτή που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Περιστέρα (ή Αρκαδικού ή Σελλά) και Νέδα, παρατηρείται παρόμοια διάταξη των επιφανειών ισοπέδωσης με εκείνη που παρατηρείται στα όρη της Κυπαρισσίας. Έτσι, και στην περιοχή αυτή οι επιφάνειες ισοπέδωσης με το μεγαλύτερο υψόμετρο παρατηρούνται στο βόρειο τμήμα, δηλαδή στην περιοχή μεταξύ Αυλώνας και Ελαίας. Όσο προχωράμε προς νότο οι επιφάνειες ισοπέδωσης έχουν διαδοχικά μικρότερο απόλυτο υψόμετρο, ενώ προς τα βόρεια μεταπίπτουν απότομα σε πολύ μικρά απόλυτα υψόμετρα, χωρίς την παρεμβολή επιφανειών ισοπέδωσης με διαδοχικά μικρότερα υψόμετρα.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι στην περιοχή αυτή, μεταξύ της περιοχής που παρατηρούνται οι επιφάνειες ισοπέδωσης με το μεγαλύτερο απόλυτο υψόμετρο και της περιοχής που βρίσκεται βόρειά της, με επιφάνειες ισοπέδωσης σε σχετικά μικρά απόλυτα υψόμετρα, παρεμβάλλεται μια μεγάλη ρηξιγενής ζώνη παράλληλα προς την κοιλάδα της Νέδα.

 

Επομένως, η περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Νέδα και Αρκαδικού (Τετράζιο όρος), αποτελεί ένα άλλο διπολικό πολυτέμαχος το οποίο έχει περιστραφεί γύρω από έναν άξονα που έχει διεύθυνση περίπου E-W, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη ανύψωση του βόρειου τμήματος από αυτή του νότιου.

 

 

·      Βόρεια περιοχή (όρος Μίνθη)

 

Στην περιοχή αυτή που βρίσκεται μεταξύ του ποταμού Νέδα και της νοητής γραμμής Ζαχάρως - Ανδρίτσαινας (όρος Μίνθη), παρατηρείται μια διάταξη των επιφανειών ισοπέδωσης που σε ορισμένες θέσεις μόνο παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη που παρατηρείται στην κεντρική περιοχή (Τετράζιο όρος). Δηλαδή δεν παρουσιάζει την τόσο ξεκάθαρη γεωμετρία του Τετράζιου όρους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει μία εντελώς αντίθετη γεωμετρία.

 

Έτσι και στην περιοχή αυτή οι επιφάνειες ισοπέδωσης με το μεγαλύτερο απόλυτο υψόμετρο παρατηρούνται στο βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα, ενώ όσο προχωράμε προς τα νότια και τα δυτικά οι επιφάνειες ισοπέδωσης, όχι πάντα βαθμιαία και γεωμετρικά όπως στο Τετράζιο, μεταβαίνουν σε μικρότερα απόλυτα υψόμετρα.

 

Και στην περίπτωση αυτή οι επιφάνειες ισοπέδωσης προς τα βόρεια μεταπίπτουν απότομα και όχι βαθμιαία από μεγαλύτερα, σε μικρότερα απόλυτα υψόμετρα.

 

Σημειωτέον ότι και στην περιοχή αυτή, μεταξύ της περιοχής που παρατηρούνται οι επιφάνειες ισοπέδωσης με το μεγαλύτερο απόλυτο υψόμετρο και της περιοχής που βρίσκεται βόρειά της με επιφάνειες ισοπέδωσης σε σχετικά μικρά απόλυτα υψόμετρα, παρεμβάλλεται μια σχετικά μεγάλη ρηξιγενής ζώνη μέσης διεύθυνσης E-W.

 

Επομένως, η περιοχή που εκτείνεται μεταξύ του ποταμού Νέδα και της νοητής γραμμής Ζαχάρω - Ανδρίτσαινα (όρος Μίνθη), δεδομένου ότι δεν παρουσιάζει τη γεωμετρία των επιφανειών ισοπέδωσης του Τετράζιου, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αποτελεί κάποιο διπολικό ρηξιτέμαχος με παρόμοια κινηματική.

 

Μόνο στην περιοχή μεταξύ Νέδα στα νότια και Νέα Φιγάλεια και Πετράλωνα στα βόρεια, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μία σταδιακή μείωση του υψομέτρου των επιφανειών ισοπέδωσης από τα NE προς τα SW.

 

 

·      Βορειοδυτική περιοχή (όρος Λάπιθας)

 

Στην περιοχή που βρίσκεται βόρεια της νοητής γραμμής Ζαχάρω - Ανδρίτσαινα (όρος Λάπιθας), παρατηρείται μία εκτεταμένη εμφάνιση των υπολειμμάτων της επιφάνειας ισοπέδωσης των 600-800 m., σε μία διάταξη διεύθυνσης E-W όπως προαναφέρθηκε, το δε υψόμετρό της είναι και το μεγαλύτερο (μέγιστο υψόμετρο Λάπιθα 776m). Η επιφάνεια αυτή παρουσιάζει μία κλίση προς τα νότια - νοτιοανατολικά ειδικά στο κεντροδυτικό τμήμα του Λάπιθα (Λαφοκουμαριά), ενώ στο δυτικότατο τμήμα (περιοχή Καϊάφα), η επιμήκης (NNW-SSE) επιφάνεια ισοπέδωσης κλίνει και αυτή προς τα νότια-νοτιοανατολικά.

 

Βόρεια και νότια αυτής της επιφάνειας ισοπέδωσης δεν παρατηρούνται επιφάνειες ισοπέδωσης των 400-600 m., αλλά των 200-400 m., το δε ανάγλυφο των βόρειων πρανών του Λάπιθα είναι πιο απότομο από αυτό των νότιων πρανών.

 

Αντίθετα στα δυτικά οι επιφάνειες ισοπέδωσης μεταβαίνουν διαδοχικά σε μικρότερα υψόμετρα, με κλίσεις προς τα νοτιο-νοτιοανατολικά.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ της περιοχής που παρατηρούνται οι επιφάνειες ισοπέδωσης με το μεγαλύτερο υψόμετρο και των περιοχών που βρίσκονται βόρεια και νότια αυτής με επιφάνειες ισοπέδωσης σε σχετικά χαμηλότερα υψόμετρα, παρεμβάλλονται δύο ρηξιγενείς ζώνες μέσης διεύθυνσης E-W.

 

Το όρος Λάπιθας αποτελεί λοιπόν ένα τυπικό διπολικό πολυτέμαχος που φαίνεται να έχει περιστραφεί γύρω από ένα άξονα ENE-WSW διεύθυνσης προς νότο.

 

·      Ανατολική περιοχή (όρος Λύκαιο και ανατολικά αυτού)

 

Λέγοντας ανατολική περιοχή, εννοούμε την περιοχή που βρίσκεται ανατολικά της Ανδρίτσαινας και του χωριού Νέδα, η δε περιοχή μεταξύ του χωριού και του άνω ρού του Αλφειού στη Μεγαλόπολη, είναι το Λύκαιο όρος. Στην περιοχή αυτή και πιο ειδικά στο βόρειο και βορειοανατολικό τμήμα της απαντούν οι επιφάνειες ισοπέδωσης με το μεγαλύτερο απόλυτο υψόμετρο (1400-1600 m.) στο Λύκαιο και βόρεια του χωριού Υψούς (στο NE τμήμα του χάρτη).

 

Από πρώτη άποψη δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια γεωμετρία στην κατανομή των επιφανειών ισοπέδωσης σ' αυτή την περιοχή. Εάν όμως παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά την κατανομή των επιφανειών ισοπέδωσης στο Λύκαιο και μάλιστα κοντά στην περιοχή που ενώνονται το Λύκαιο με τη Μίνθη, θα παρατηρήσει ότι:

 

        i.      υπάρχει σαφής διάταξη των επιφανειών ισοπέδωσης 1000-1200 και 1200-1400 m. σε διεύθυνση WNW-ESE.

 

       ii.      υπάρχει σταδιακή μείωση του απολύτου υψομέτρου των επιφανειών ισοπέδωσης, προχωρώντας από την περιοχή Μπαταβάς 1400-1600 m. προς τα νοτιο-νοτιοανατολικά μέχρι την περιοχή των Παραδεισίων (400-600 m.)

 

     iii.      παρατηρείται απότομη και ακανόνιστη μετάβαση σε επιφάνειες ισοπέδωσης μικρότερου απόλυτου υψομέτρου, προχωρώντας από την περιοχή Μπαταβάς (1400-1600m.) προς τα βόρεια

 

     iv.      προς τα ανατολικά του Λύκαιου μεταβαίνουμε απότομα από επιφάνειες μεγάλου απόλυτου υψομέτρου (1200-1400 και 1000-1200 m.) σε επιφάνειες μικρότερου υψομέτρου 400-600 m.

 

Τόσο η προς βορρά, όσο και η προς ανατολάς απότομη μετάβαση από επιφάνειες ισοπέδωσης μεγάλου υψομέτρου σε επιφάνειες μικρού υψομέτρου, οφείλεται στην ύπαρξη δύο σημαντικών ρηξιγενών ζωνών. Η μία διέρχεται από την Ανδρίτσαινα και έχει μέση διεύθυνση E-W, η δε άλλη βρίσκεται δυτικά της κοίτης του Αλφειού που διασχίζει τη λεκάνη της Μεγαλόπολης και έχει διεύθυνση NNW-SSE.

 

Από τα όσα αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι το Λύκαιο όρος αποτελεί ένα διπολικό πολυτέμαχος του οποίου το βόρειο τμήμα έχει ανυψωθεί πολύ περισσότερο από το νότιο, δηλαδή φαίνεται ότι έχει περιστραφεί γύρω από ένα άξονα διεύθυνσης ΕNE-WSW.

 

 

5. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΛΙΣΕΙΣ

 

5.1. Γενικα στοιχεια μορφολογικων κλισεων

 

Οι μορφολογικές κλίσεις στην Κεντροδυτική Πελοπόννησο ποικίλουν, αλλά γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μεγάλες.

 

Προκειμένου να περιγραφεί πιο αντικειμενικά η μορφολογία της περιοχής μελέτης, θα μπορούσε να γίνει ποσοτική ανάλυση του αναγλύφου, στηριζόμενοι στον υπολογισμό των παρακάτω παραμέτρων.

 

·      Μέση κλίση (Ρ)

 

Η μέση κλίση υπολογίζεται από τον τύπο:

           P = D · L / E όπου

P = μέση κλίση

D = ισοδιάσταση

L = συνολικό μήκος ισοϋψών

Ε = επιφάνεια

 

·      Μέσο υψόμετρο (Ημ)

         

Το μέσο υψόμετρο υπολογίζεται από τον τύπο:

                        Hμ = Σ(α · ε)/ Ε, όπου

Ημ = μέσο υψόμετρο

α = επιφάνεια μεταξύ δύο διαδοχικών ισοϋψών

ε = ημιάθροισμα των τιμών διαδοχικών ισοϋψών

Ε = επιφάνεια

 

 

·      Υψόμετρο 50% (Η 50%)

 

Ο υπολογισμός του υψομέτρου 50% γίνεται από την υψογραφική καμπύλη της περιοχής.

 

 

·      Υψόμετρο μέγιστης συχνότητας

 

Ο υπολογισμός του γίνεται από τις ίδιες τιμές που υπολογίζεται το Ημ.

 

Οι προαναφερθείσες μορφολογικές παράμετροι δεν δίδουν παρά μόνο μία γενική εικόνα του αναγλύφου της περιοχής μελέτης. Η διερεύνηση όμως της διακύμανσης της μορφολογικής κλίσης, της γεωγραφικής κατανομής των περιοχών ίσης κλίσης, καθώς και των συσχετισμών της μορφολογικής κλίσης με τη γεωλογική δομή και τη γεωμορφολογική εξέλιξη, απαιτεί μια πιο λεπτομερή μελέτη του αναγλύφου.

 

 

5.2. Κλισεισ πρανων κοιλαδων

 

Όπως φαίνεται από τις τοπογραφικές τομές, με βάση τις οποίες έγινε η διάκριση των μορφολογικών ενοτήτων, παρατηρήθηκε ότι οι μεγάλες κοιλάδες της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου έχουν διεύθυνση E-W και N-S, ανάλογα δε με τη μορφή τους, είτε αποτελούν τα όρια των μορφολογικών ενοτήτων είτε τις υποδιαιρούν.

 

Γενικότερα θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι κλίσεις των πρανών των κοιλάδων ποικίλουν πολύ και δημιουργούν σε τομή διαφορετικές μορφές κοιλάδων, από το γωνιώδες σχήμα V έως το καμπύλο σχήμα U.

 

Εδώ πρέπει να σημειωθεί κάτι που έχει θεωρηθεί σχεδόν σαν κανόνας, ότι οι γωνιώδεις κοιλάδες σχήματος V είναι σχετικά νέες, ενώ οι κοιλάδες σχήματος U είναι σχετικά παλαιότερες και ώριμες. Εάν γίνει αποδεκτή μία τέτοια άποψη για την περιοχή μελέτης, θα έπρεπε να διακρίνουμε μεταξύ των παράλληλων E-W και N-S κοιλάδων παλαιότερες και νεώτερες, κάτι που δεν είναι παραδεκτό διότι η λιθολογία και κυρίως η τεκτονική και μάλιστα η νεοτεκτονική έχουν παίξει ουσιαστικό ρόλο. Ετσι εξηγείται γιατί:

 

          i.      οι κοιλάδες διεύθυνσης E-W έχουν σχήμα V όταν έχουν δημιουργηθεί σε αλπικούς σχηματισμούς (π.χ. Νέδα) και σχήμα U όταν έχουν δημιουργηθεί σε κατωπλειστοκαινικής ηλικίας θαλάσσιες αποθέσεις (π.χ. Ανυδρος, Νέδα κλπ.)

 

         ii.      ενώ οι κοιλάδες διεύθυνσης N-S παρουσιάζουν σχήμα U όταν έχουν δημιουργηθεί σε αλπικούς σχηματισμούς (π.χ. Σελλάς) και σχήμα V όταν έχουν δημιουργηθεί σε μεταλπικούς σχηματισμούς (π.χ. Περιστεράς ή Σελλάς, Τσεμπερούλας).

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχουν ορισμένες κοιλάδες, οι οποίες από το ένα πρανές εμφανίζονται ομαλές με μορφή U, ενώ από το άλλο πρανές απότομες με μορφή V. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελεί το τμήμα του ρέματος Άνυδρου που βρίσκεται ανατολικά της Ζαχάρως, στην περιοχή μεταξύ Ζαχάρως και Σχίνων, όπου τα μεν ανατολικά πρανή της κοιλάδας είναι πιο ομαλά και έχουν μορφή U, ενώ τα δυτικά πρανή της είναι πιο απότομα και έχουν μορφή V. Αυτές οι ιδιαιτερότητες παρατηρούνται κυρίως στα καινούργια τμήματα των κοιλάδων, δηλαδή στα τμήματα που έχουν δημιουργηθεί στις μεταλπικές αποθέσεις.

 

Προκειμένου να κατανοηθεί καλύτερα το προαναφερθέν, προχωρήσαμε στη μελέτη της σχέσης μεταξύ μορφολογικής κλίσης και μέσης κλίσης των στρωμάτων των πρανών κάθε κοιλάδας μεταξύ των οποίων παρατηρήθηκε εξάρτηση στην ύπαιθρο. Ετσι, πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις κατά μήκος των πρανών κοιλάδων τόσο της μορφολογικής κλίσης, όσο και της μέσης κλίσης των στρωμάτων, τα δε αποτελέσματα προβλήθηκαν στο διάγραμμα της Εικ. 3.16Fig. 3. 16  112. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η παράταξη των στρωμάτων συνήθως ήταν παράλληλη προς τη μισγάγγεια και έτσι είναι δυνατή η διάκρισή τους σε ομόρροπα, εφόσον παρουσιάζουν κλίση προς την κοιλάδα δηλαδή έχουν την ίδια φορά κλίσης με τη μορφολογία, και αντίρροπα στην αντίθετη περίπτωση.

 

 

Fig. 3. 16

 

Εικ. 3.16: Διάγραμμα μεταβολής της μορφολογικής κλίσης κατά μήκος πρανών κοιλάδων σε σχέση με την κλίση των στρωμάτων στις περιοχές με μεταλπικές αποθέσεις

Fig. 3.16: Graph showing the relation between slope gradient along the valley slopes and the dip of strata in areas with post alpine deposits

 

 

Από το διάγραμμα της Εικ. 3.16Fig. 3. 16  112 φαίνεται ότι υπάρχει σαφής εξάρτηση μεταξύ της κλίσης των στρωμάτων και της μορφολογικής κλίσης των πρανών των κοιλάδων, στις περιοχές που έχουν καλυφθεί από μεταλπικές αποθέσεις, ώστε όταν η κλίση των στρωμάτων είναι ομόρροπη της μορφολογίας, τότε η μορφολογική κλίση είναι μικρή με ομαλή μορφή κοιλάδας U και αντίθετα, η μορφολογική κλίση είναι μεγάλη με οξεία μορφή V όταν η κλίση των στρωμάτων είναι αντίρροπη της κλίσης της μορφολογίας. Οι προαναφερθείσες σχέσεις αυξάνουν όσο αυξάνει η ομόρροπη ή αντίρροπη γωνιώδης σχέση τους.

 

Επομένως, η μορφή των κοιλάδων δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν κριτήριο για τη σχετική ηλικία τους σε τεκτονικά ενεργές περιοχές όπως η περιοχή μελέτης. Μόνο εάν ερευνηθεί λεπτομερώς και αποδειχτεί ότι αυτή (η μορφή) δεν οφείλεται σε λιθολογικά και κυρίως τεκτονικά αίτια μπορεί να γίνει αποδεκτή μια τέτοια άποψη.

 

 

5.3. Γεωγραφικη κατανομη των μορφολογικων κλισεων

 

Η μελέτη της γεωγραφικής κατανομής των περιοχών ίσης κλίσης και η συσχέτιση της μορφολογίας με τη γεωλογική δομή είναι πιο ευχερής με την κατασκευή ενός μορφολογικού χάρτη κλίσεων.

 

Ο εκτός του κειμένου χάρτης μορφολογικών κλίσεων της περιοχής μελέτης, κατασκευάστηκε σε κλίμακα 1/50.000 με τη βοήθεια των τοπογραφικών χαρτών της ΓΥΣ κλίμακας 1/50.000 (φύλλα ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ, ΝΕΑ ΦΙΓΑΛΕΙΑ, ΟΛΥΜΠΙΑ, ΤΡΟΠΑΙΑ), των αεροφωτογραφιών κλίμακας 1/33.000 περίπου, καθώς και μετρήσεων και παρατηρήσεων υπαίθρου.

 

Σε όλη την περιοχή που μελετήθηκε, έγινε ανάλυση των μορφολογικών κλίσεων με στόχο να επισημανθούν σε πρώτη φάση οι ανωμαλίες και σε δεύτερη να εξακριβωθεί και να καταδειχτεί η σχέση ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες του αναγλύφου και στις ενεργές τεκτονικές δομές.

 

Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε λαμβάνει υπόψη τις κλίσεις του αναγλύφου, οι οποίες μετρήθηκαν για όλη την περιοχή πάνω στους προαναφερθέντες τοπογραφικούς χάρτες κλίμακας 1/50.000, χρησιμοποιήθηκαν δε και άλλα στοιχεία όπως υδροκρίτες, μισγάγγειες και μορφολογικές ασυνέχειες. Η μέθοδος αυτή, η οποία δεν στηρίζεται μόνο σε καθαρά ποσοτικά στοιχεία αλλά και σε ποιοτικές εκτιμήσεις, όπως π.χ. την ένταξη περιοχών με οριακές τιμές κλίσεων στις πιο κατάλληλες περιοχές τιμών, έχει εφαρμοστεί και στο παρελθόν για τον εντοπισμό της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στη μορφολογία και τους γεωλογικούς παράγοντες, όπως π.χ. τη λιθολογία, τη τεκτονική και την εξέλιξη της γεωλογικής δομής (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, 1978α, 1978β, 1986, GRAAFF et al. 1987).

 

Οι περιοχές των τιμών που σημειώνονται στο υπόμνημα του χάρτη δεν είναι τυχαίες, αλλά έχουν επιλεγεί αφού προηγουμένως έγιναν ενδεικτικές αναλύσεις σε αντιπροσωπευτικά τμήματα της περιοχής μελέτης, οι οποίες είχαν στόχο να βρεθούν οι περιοχές τιμών που θα παρουσιάζουν σαφέστερα αυτές τις ανωμαλίες.

 

Από τη μελέτη του χάρτη μορφολογικών κλίσεων που κατασκευάστηκε, προκύπτει αμέσως μία παραστατική εικόνα του αναγλύφου από το οποίο διαχωρίζονται σαφώς οι περιοχές που παρουσιάζουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Πιο συγκεκριμένα, είναι εμφανής η ανάπτυξη των επιφανειών ισοπέδωσης (για τις οποίες έγινε λόγος προηγουμένως) και η διάταξη των μορφολογικών ασυνεχειών, έτσι ώστε να μπορούν να εντοπιστούν αμέσως οι περιοχές οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Από τις κατηγορίες μορφολογικών χαρακτήρων που προέκυψαν, το υδρογραφικό δίκτυο και οι επιφάνειες ισοπέδωσης εξετάστηκαν σε ξεχωριστά κεφάλαια. Ακολούθως θα μελετηθούν οι υπόλοιποι μορφολογικοί χαρακτήρες που σημειώνονται στο χάρτη μορφολογικών κλίσεων ήτοι: (α) Μορφολογικές ασυνέχειες και (β) Κατά βάθος διάβρωση.

 

 

5.4. Μορφολογικεσ ασυνεχειεσ

 

Οι μορφολογικές ασυνέχειες αντιπροσωπεύουν αλλαγές στις τιμές της μέσης μορφολογικής κλίσης που ξεπερνούν το 15%. Συνήθως αντιστοιχούν σε εξάρσεις, χαραδρώσεις και γενικά σε επιφάνειες που παρουσιάζουν τιμές μορφολογικών κλίσεων μεγαλύτερες από 45%. Η διάταξη των μορφολογικών ασυνεχειών είναι ίδια περίπου με τη διάταξη των επιφανειών ισοπέδωσης, τις περισσότερες δε φορές σχετίζονται με ρηξιγενείς επιφάνειες αντίστοιχου προσανατολισμού. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι τα βόρεια και τα νότια πρανή του Λάπιθα, η περιοχή Ταξιαρχών, Λέπρεου, Νέδα και Κυπαρισσίας - Αετού. Το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο προς τις πλευρές των μορφολογικών ενοτήτων που παρατηρείται ασύμμετρη ανάπτυξη των επιφανειών ισοπέδωσης.

 

Οι κυριότερες ασυνέχειες βρίσκονται διατεταγμένες κατά μήκος των ορίων των επιφανειών ισοπέδωσης, ενώ σε αρκετές θέσεις είναι διατεταγμένες και εγκάρσια προς τη γενική διάταξη των επιφανειών αυτών.

 

 

5.5. Κατα βαθοσ διαβρωση

 

Πρόκειται για γραμμικού χαρακτήρα διάβρωση η οποία συνδέεται άμεσα με την κινηματική ενέργεια και την ποσότητα του νερού. Η κινηματική ενέργεια στην προκείμενη περίπτωση εξαρτάται από τις μορφολογικές κλίσεις.

 

Όσο χρονικό διάστημα υφίσταται το καθεστώς της κατά βάθος διάβρωσης, η περιοχή δεν έχει φτάσει σε κατάσταση ισορροπίας, γιατί οι κλίσεις είναι ακόμα μεγάλες. Οι κλίσεις όμως συνδέονται είτε με την ταπείνωση της στάθμης της θάλασσας (π.χ. λόγω ευστατισμού), είτε με την ανύψωση της ξηράς, είτε με συνδυασμό και των δύο. Στην προκειμένη περίπτωση, ταπείνωση της στάθμης της θάλασσας λόγω ευστατισμού δεν παρατηρήθηκε στα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου, αντίθετα σε ορισμένες θέσεις υπήρξε προέλαση της θάλασσας στην ξηρά. Συνεπώς, εάν αποκλειστεί η περίπτωση του ευστατισμού, θα πρέπει οι έντονες κλίσεις να συνδέονται με κινήσεις τεκτονικού χαρακτήρα.

 

Η κατά βάθος διάβρωση των σχηματισμών διαπιστώνεται στο χάρτη μορφολογικών κλίσεων από τις σημειωμένες γραμμές μορφολογικών ασυνεχειών, οι οποίες αναπτύσσονται παράλληλα προς ένα κλάδο απορροής του υδρογραφικού δικτύου και παρουσιάζουν ένα σχήμα κλειστού V.

 

Η ανάπτυξη της κατά βάθος διάβρωσης γίνεται συνήθως εγκάρσια προς τη γενική διεύθυνση της μορφολογικής ασυνέχειας σχηματίζοντας διαδοχικές εγκολπώσεις, ενεργεί δε κυρίως περιφερειακά των επιφανειών ισοπέδωσης, αναπτύσσεται μάλιστα εκλεκτικά εγκάρσια στις ενεργές νεοτεκτονικές δομές (π.χ. ρηξιγενείς ζώνες).

 

Σχετικά με την κατά βάθος διάβρωση που παρουσιάζουν οι χείμαρροι όλων των υδρογραφικών δικτύων, έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:

 

 

α. Λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού (Περιστεράς)

 

Από τη μελέτη των κλίσεων των πρανών των κοιλάδων των κλάδων του Αρκαδικού, παρατηρείται ότι εκεί όπου οι κοιλάδες μεταβαίνουν από παλαιότερους σχηματισμούς (αλπικούς) σε νεώτερους (μεταλπικούς), οι κλίσεις των πρανών των κοιλάδων είναι πολύ μεγαλύτερες στο τμήμα εκείνο του δικτύου, που διαρρέει νέους σχηματισμούς, από ότι στο τμήμα που διαρρέει παλαιότερους.

 

Τούτο συμβαίνει κυρίως στο κλάδο 4ης τάξης του Αρκαδικού, ο οποίος ακολουθεί τη μεγάλη συγκλινική δομή του φλύσχη της Πίνδου (διεύθυνση N-S). Οσο ρέει μέσα στο φλύσχη η κλίση των πρανών της κοιλάδας είναι μικρότερη από την κλίση των πρανών της κοιλάδας στα μεταλπικά (βλπ. Χάρτη Μορφολογικών κλίσεων). Αυτό το φαινόμενο αποτελεί ακόμα μια ένδειξη για τον τεκτονικό έλεγχο της νότιας περιοχής της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού από τη μεγάλη ρηξιγενή ζώνη Κυπαρισσίας - Αετού διεύθυνσης E-W, δηλαδή κάθετα στην παρατηρούμενη κατά βάθος διάβρωση. Αντίθετα, στο βόρειο τμήμα της λεκάνης, σε καμία θέση δεν παρατηρείται τόσο έντονη κατά βάθος διάβρωση, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του περιστροφικού χαρακτήρα του τεκτονισμού του πολυτεμάχους μεταξύ του Αρκαδικού και της Νέδα.

 

 

β. Λεκάνη Νέδα

 

Στη λεκάνη της Νέδα, κατά βάθος διάβρωση παρατηρείται κυρίως στους κλάδους του υδρογραφικού δικτύου που αναπτύσσονται νότια του κύριου κλάδου της Νέδα, δηλαδή κάθετα στην ομώνυμη ρηξιγενή ζώνη. Το γεγονός αυτό ενισχύει την προηγούμενα εκφρασθείσα άποψη για τον περιστροφικού χαρακτήρα τεκτονισμό του πολυτεμάχους μεταξύ των ποταμών Νέδα και Αρκαδικού.

 

Εξάλλου, στην περιοχή της κοίτης κοντά στην παλαιά και υψηλή γέφυρα της Νέδα, η οποία βρίσκεται βόρεια από το χωριό Πλατάνια, συνέδεε το εν λόγω χωριό με τη Φιγάλεια και είναι θεμελιωμένη πάνω σε υγιή πετρώματα της Πίνδου τα οποία τώρα διαβρώνονται (Εικ. 2.20), υπάρχουν υπολείμματα μιας αναβαθμίδας που αποτελείται από κροκάλες και ογκόλιθους που προέρχονται αποκλειστικά από την Πίνδο. Πάνω δε στην αναβαθμίδα υπάρχουν μεγάλοι ογκόλιθοι (>1 m3) από τραβερτίνη. Σήμερα η κοίτη του ποταμού έχει διαβρώσει την αναβαθμίδα και τώρα, όπως προαναφέρθηκε διαβρώνει το αλπικό υπόβαθρο.

 

Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι ο μεν ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ (Αρκαδικά, βιβλ. Η, Κεφ, XL, παρ. 3) ανέφερε ότι, η Νέδα ήταν πλωτός περίπου μέχρι το "ύψος" της Φιγάλειας όπως προαναφέρθηκε, οι δε γέροντες των χωριών Πλατάνια και Αυλώνα μιλάνε για κάποιους χαλκάδες που υπήρχαν στα βράχια δίπλα στο ποτάμι στους οποίους έδεναν τα πλοία οι αρχαίοι.

 

Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι το συγκεκριμένο τμήμα της κοίτης της Νέδα βρίσκεται σε καθεστώς διάβρωσης κατά τους ιστορικούς χρόνους και μάλιστα μετά την περίοδο που αναφέρει ο Παυσανίας ότι η Νέδα ήταν πλωτή. Και βέβαια, επειδή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν παρατηρείται πτώση της στάθμης της θάλασσας λόγω κλιματικών αλλαγών και επιπλέον το φαινόμενο δεν είναι γενικευμένο αλλά τοπικού χαρακτήρα, η παρατηρούμενη κατά βάθος διάβρωση οφείλεται σε καθαρά τεκτονικούς λόγους.

 

Βόρεια του κύριου κλάδου της Νέδα είναι πολύπλοκη η εικόνα, καθ' ότι δεν παρουσιάζεται η γεωμετρία και η εικόνα που εμφανίζεται στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού.

 

Πράγματι, ενώ θα περίμενε κανείς σύμφωνα με (ι) την ήδη περιγραφείσα ασυμμετρία στην ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου, (ιι) με τα μεγαλύτερα μήκη που παρουσιάζουν οι κλάδοι, (ιιι) την κατανομή των επιφανειών ισοπέδωσης και (ιιι) το προηγούμενο της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, να μην παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση, εν τούτοις είναι πολλές οι θέσεις στις οποίες παρατηρείται.

 

Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται στον κλάδο 5ης τάξης (Πάμισος), καθώς και σε ορισμένους άλλους κλάδους του υδρογραφικού δικτύου μικρότερης τάξης.

 

Στο Κορακοφωλιά ρέμα (μεταξύ Λέπρεου και Νέας Φιγάλειας) που έχει διεύθυνση NE-SW, παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση στο τμήμα που βρίσκεται βόρεια και κοντά στη μεγάλη ρηξιγενή ζώνη Λέπρεου - Νέας Φιγάλειας και μέσα στους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της Πίνδου, ενώ δεν παρατηρείται τόσο έντονη κατά βάθος διάβρωση στα κατωπλειστωκαινικά ιζήματα νότια της ρηξιγενούς ζώνης. Με άλλα λόγια συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που παρατηρήθηκε και περιγράφτηκε στον Αρκαδικό. Εδώ φαίνεται ότι η περιοχή βόρεια της ρηξιγενούς ζώνης ανυψώνεται ταχύτερα από την περιοχή νότια της ρηξιγενούς ζώνης και αυτή η διαφορά στην ταχύτητα ανύψωσης καταγράφεται με τη μορφή της κατά βάθος διάβρωσης στο τμήμα του κλάδου που βρίσκεται βόρεια της ρηξιγενούς ζώνης.

 

Στο Σαραίικο ρέμα (ανατολικά της Νέας Φιγάλειας), παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση στο τμήμα που βρίσκεται βόρεια της ρηξιγενούς ζώνης Λέπρεου - Νέας Φιγάλειας, ενώ δεν παρατηρείται τόσο έντονη κατά βάθος διάβρωση νότια της ρηξιγενούς ζώνης. Πιο νότια όμως, στην περιοχή που το εν λόγω ρέμα εισέρχεται στα κατωπλειστοκαινικά ιζήματα (αλλάζει όνομα σε Νεροντορβάδες ρέμα) και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή που αλλάζει διεύθυνση από NE-SW σε N-S, παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση.

 

Επίσης σημαντική κατά βάθος διάβρωση παρατηρείται στο τμήμα του ρέματος Ζαρτουτίνα (δυτικά του Νεροντορβάδες) που κάμπτεται από NNW-SSE σε NE-SW και εκ νέου σε NNW-SSE διεύθυνση και το οποίο βρίσκεται μέσα στα κατωπλειστοκαινικά ιζήματα.

 

Επομένως, στις νότιες περιοχές των κατωπλειστοκαινικών αποθέσεων παρατηρείται πιο έντονη κατά βάθος διάβρωση από εκείνη που παρατηρείται στις βόρειες. Τούτο έχει να κάνει με τη διαφορική ανύψωση των κατωπλειστοκαινικών αποθέσεων στην ευρύτερη περιοχή που ορίζεται μεταξύ της Νέδα και του ρέματος Κορακοφολιά ή Θολού. Εξάλλου την ίδια κινηματική εικόνα δίνουν και οι επιφάνειες ισοπέδωσης που έχουν δημιουργηθεί πάνω στα μεταλπικά ιζήματα οι οποίες κλίνουν προς βορράν δίδοντας την αίσθηση ενός διπολικού πολυτεμάχους που περιστρέφεται προς τα NNW γύρω από έναν άξονα ENE-WSW διεύθυνσης.

 

Παρόμοιες εικόνες μ' αυτές που ήδη περιγράφτηκαν παρουσιάζονται και στο ρέμα Πάμισος (κλάδος 5ης τάξης), και πιο ειδικά στις περιοχές που παρατηρούνται αλλαγές διευθύνσεων.

 

Φαίνεται λοιπόν, ότι το σημαντικότερο τμήμα της παρατηρούμενης κατά βάθος διάβρωσης στο υδρογραφικό δίκτυο της Νέδα σχετίζεται με τις ανοδικές κινήσεις του ευρύτερου χώρου μετά το Μέσο Πλειστόκαινο και όπως τεκμηριώθηκε σε μία περίπτωση κατά τους ιστορικούς χρόνους.

 

Το μέγεθος της ανύψωσης από περιοχή σε περιοχή διαφέρει, έχει όμως σαφώς αποτυπωθεί στην κατά βάθος διάβρωση, εξαρτάται δε από το τύπο της νεοτεκτονικής παραμόρφωσης.

 

 

γ. Λεκάνη Ζαχάρως (Άνυδρο, Τσεμπερούλας)

 

Η λεκάνη της Ζαχάρως, όπως προαναφέρθηκε, αποτελείται από δύο ανεξάρτητες λεκάνες, του Άνυδρου στα δυτικά και του Τσεμπερούλα στα ανατολικά.

 

Ο ρους του Άνυδρου ουσιαστικά ξεκινά από τις μάργες στην περιοχή του χωριού Τρύπες, μπορεί δε να διακριθεί σε τρία (3) τμήματα.

 

i.                     Το πρώτο τμήμα, ήτοι ο κάτω ρους, αναπτύσσεται σε υψόμετρα από 0-120 m., περίπου. Στην περιοχή αυτή δεν παρατηρείται αξιόλογη κατά βάθος διάβρωση (μέση κλίση κοίτης 1.5%).

 

ii.                   Το δεύτερο τμήμα αντιστοιχεί στην περιοχή όπου ο κύριος κλάδος του Άνυδρου διασχίζει τους αλπικούς σχηματισμούς της Πίνδου (κυρίως ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους) οι οποίοι παρουσιάζουν δομή τεκτονικού κέρατος, το μέσο υψόμετρο του οποίου είναι 240 m. περίπου. Στο τμήμα αυτό παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση η οποία σε αρκετές θέσεις συμπίπτει με νεοτεκτονικές ρηξιγενείς ζώνες.

 

iii. Νότια του Τουρλόβουνου, στην περιοχή που παρεμβάλλεται μία μικρή εμφάνιση μεταλπικών αποθέσεων μεταξύ των αλπικών εμφανίσεων, παρατηρούνται σε μία τομή της κοίτης, στιφρές άστρωτες μάργες, πάνω στις οποίες βρίσκονται ογκόλιθοι με μέγεθος μεγαλύτερο από 1 m3, προέρχονται δε αποκλειστικά από την Πίνδο. Στη θέση αυτή σήμερα παρατηρείται σημαντική κατά βάθος διάβρωση των μαργών.

 

Φαίνεται λοιπόν, ότι το τμήμα του υδρογραφικού δικτύου του Άνυδρου που διαρρέει το αλπικό υπόβαθρο, πρέπει να είχε δημιουργηθεί πρίν την απόθεση των μεταλπικών ιζημάτων. Με την απόθεση των ιζημάτων τμήμα του υδρογραφικού δικτύου, ή και ολόκληρο, καλύφθηκε από τις μεταλπικές αποθέσεις, ενεργοποιήθηκε δε ξανά μετά το κάτω πλειστόκαινο, οπότε άρχισαν οι ανυψωτικές κινήσεις του ευρύτερου χώρου (μέση κλίση κοίτης 4.6%).

 

Με άλλα λόγια η παρατηρούμενη κατά βάθος διάβρωση δεν είναι 100% αποτέλεσμα των πρόσφατων ανυψωτικών κινήσεων, αλλά μόνο ένα τμήμα της.

 

Το τρίτο τμήμα εκτείνεται μεταξύ του Τουρλόβουνου (ανθρακικά Πίνδου) και του υδροκρίτη με τον Τσεμπερούλα (χωριό Τρύπες). Στην περιοχή αυτή η κατά βάθος διάβρωση είναι μικρή έως ασήμαντη (μέση κλίση κοίτης 2.3%).

 

Ο ρους του Τσεμπερούλα ξεκινά από μεγάλα υψόμετρα από τον υδροκρίτη της Μίνθης (1.221 m.) με δύο περίπου παράλληλους κλάδους, μπορεί δε να διακριθεί σε τρία τμήματα.

 

        i.      Το πρώτο τμήμα αντιστοιχεί στην περιοχή που διασχίζει το τεκτονικό κέρας του Λάπιθα για να βγει στη λεκάνη του Αλφειού. Στο τμήμα αυτό παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση στους σχηματισμούς του υποβάθρου, που συμπίπτει με τη ρηξιγενή ζώνη που παρεμβάλλεται μεταξύ των ενοτήτων Πίνδου και Τρίπολης.

 

       ii.      Το δεύτερο τμήμα αντιστοιχεί στην περιοχή όπου οι δύο κλάδοι που σχηματίζουν τον Τσεμπερούλα διασχίζουν τις μεταλπικές λιμναίες αποθέσεις. Στο τμήμα αυτό μπορεί κανείς να παρατηρήσει τη διάβρωση παλαιότερων αναβαθμίδων, αλλά και τη δημιουργία καινούργιας αναβαθμίδας, αφού σήμερα οι δύο κλάδοι μεταφέρουν και αποθέτουν στην κοίτη μεγάλες κροκάλες που προέρχονται από το διαμελισμό κυρίως των πετρωμάτων της Πίνδου, αλλά και των μεταλπικών αποθέσεων.

 

     iii.      Το τρίτο τμήμα αντιστοιχεί στην περιοχή που εμφανίζεται το αλπικό υπόβαθρο σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 400 m., μέχρι τον υδροκρίτη. Στην περιοχή αυτή παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση η οποία συνήθως ακολουθεί τις θραυσιγενείς αλπικές και μεταλπικές τεκτονικές δομές. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι στην περιοχή μεταξύ των χωριών Μίνθη, Τρύπες και Λογγό, παρατηρείται πολύ πιο έντονη κατά βάθος διάβρωση από εκείνη που παρατηρείται στο χωριό Μυρώνια. Τούτο πιθανώς να σχετίζεται με το γεγονός ότι, στην περιοχή των Τρυπών, αφενός εμφανίζεται ο υδροκρίτης μεταξύ των δύο λεκανών της Ζαχάρως, αφετέρου τα μεταλπικά ιζήματα εμφανίζονται στο μέγιστο υψόμετρο 440 m. περίπου.

 

 

δ. Λεκάνες Δωρίου - Άνω Μεσσηνίας (Μαυροζούμενας, Αμφίτας)

 

Στο υδρογραφικό δίκτυο των λεκανών Δωρίου και Ανω Μεσσηνίας δεν παρατηρείται έντονη κατά βάθος διάβρωση κατά το Τεταρτογενές. Αυτό πρέπει να οφείλεται στο ότι η εν λόγω περιοχή δεν δέχτηκε την επίδραση έντονων ανυψωτικών κινήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποτυπωθούν στην κατά βάθος διάβρωση των ρευμάτων του υδρογραφικού δικτύου. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν ανυψώθηκε η περιοχή, απλά ανυψώθηκε με μικρές μέσες ταχύτητες και εν πάσει περιπτώσει με τέτοιους ρυθμούς που οι μορφογενετικές διαδικασίες εξελίσσονταν με ταχύτερους ρυθμούς από τις τεκτονικές. Εξάλλου, οι ανυψωτικές κινήσεις μετά το Κάτω Πλειστόκαινο ήταν πιο έντονες στις λεκάνες Κυπαρισσίας - Καλού Νερού και Κάτω Μεσσηνίας από ότι στις λεκάνες Δωρίου και Άνω Μεσσηνίας, αφού τα θαλάσσια κατωπλειστοκαινικά ιζήματα που δέχτηκαν βρίσκονται σήμερα σε σημαντικά μεγαλύτερα απόλυτα υψόμετρα από τις επιφάνειες των λεκανών Δωρίου και Άνω Μεσσηνίας.

 

Εξαίρεση αποτελεί το ανατολικό τμήμα, στο οποίο υπαρχουν ορισμένοι κλάδοι του υδρογραφικού δικτύου που παρουσιάζουν κατά βάθος διάβρωση. Πρόκειται για την περιοχή του χωριού Κατσαρός στην οποία απαντάται και η μεγάλη ρηξιγενής ζώνη Μέλπειας.

 

 

6. KΑΡΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ - ΠΗΓΕΣ

 

6.1. ΓΕΝΙΚΑ

 

Οι μορφές του αναγλύφου που προκύπτουν από τη διάλυση των ανθρακικών κυρίως πετρωμάτων από το νερό καλούνται καρστ, η διαδικασία δε της διάλυσης των πετρωμάτων και η δημιουργία των μορφών καλείται καρστικοποίηση.

 

Το καρστ, από την άποψη της θέσης του ως προς την επιφάνεια του εδάφους, διακρίνεται σε:

 

        i.    Επιφανειακό και

      ii.    Υπόγειο

 

Από τις επιφανειακές καρστικές μορφές οι οποίες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην υδροφορία, είναι οι δολίνες, οι πόλγες και οι καταβόθρες. Είναι δηλαδή οι μορφές εκείνες που συνδέονται με μία μορφολογική ταπείνωση και επομένως συμπεριφέρονται σαν επιφανειακές συλλεκτήριες λεκάνες, που άλλοτε έχουν μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη λεκάνη απορροής, ανάλογα με το αν στις μορφολογικές αυτές ταπεινώσεις καταλήγουν ρεύματα ή όχι.

 

Εκτός από τις εμφανείς αυτές επιφανειακές καρστικές μορφές, υπάρχουν και οι μικρότερες, που ενώ από πρώτη άποψη φαίνονται ασήμαντες, στο σύνολό τους διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο στην κατείσδυση του νερού των βροχοπτώσεων.

 

Αυτές οι μορφές είναι συνήθως τεκτονοκαρστικής προέλευσης, πρόκειται δηλαδή για τεκτονικές επιφάνειες (ρήγματα διακλάσεις κλπ), που έχουν υποστεί στη συνέχεια την επίδραση της καρστικοποίησης (καρστικής διάβρωσης).

 

Η καρστικοποίηση αυτού του είδους, είναι βασικής σημασίας, όταν συνδέεται με μεγάλου μήκους ρηξιγενείς ζώνες, ιδιαίτερα εκεί όπου οι ασβεστόλιθοι έχουν μεγάλο πάχος, όπως συμβαίνει στην γεωτεκτονική ενότητα Τρίπολης.

 

Στις υπόγειες ή εσωτερικές καρστικές μορφές υπάγονται οι διευρυμένες τριχοειδείς ή μεγαλυτέρων διαστάσεων ρωγμές, μικροί ή μεγαλύτεροι αγωγοί, έγκοιλα και σπήλαια μικρά ή μεγάλα. Στο υπόγειο καρστ, τα σπήλαια εκτείνονται οριζόντια, ή είναι βαραθρώδη, δαιδαλώδη κλπ., πάνω ή κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Πολλές φορές υπάρχει άμεση επικοινωνία του επιφανειακού με το υπόγειο καρστ.

 

Το καρστ διακρίνεται βασικά σε δύο τύπους:

 

·      το ολοκάρστ και

·      το μεροκάρστ

 

Λέγοντας ολοκάρστ εννοούμε το πλήρες καρστ, δηλαδή όταν έχουν αναπτυχθεί όλες οι καρστικές μορφές τόσο κατά την κατακόρυφη όσο και κατά την οριζόντια έννοια.

 

Λέγοντας μεροκάρστ εννοούμε το μη πλήρες κάρστ, δηλαδή όταν δεν έχουν αναπτυχθεί όλες οι καρστικές μορφές τόσο κατά την κατακόρυφη όσο και κατά την οριζόντια έννοια.

 

Τα ανθρακικά (ασβεστόλιθοι + δολομίτες) πετρώματα της ενότητας της Τρίπολης είναι χαρακτηριστικός τύπος ολοκάρστ για την περιοχή μελέτης.

 

 

Επίπεδο βάσης του καρστ

 

Επίπεδο βάσης του καρστ είναι η επιφάνεια εκείνη κάτω από την οποία δεν γίνεται καρστικοποίηση.

 

H θέση του επιπέδου βάσης του καρστ στο χώρο συνήθως ταυτίζεται:

 

·               με την επιφάνεια επαφής μεταξύ ενός μακροπερατού πετρώματος και ενός αδιαπέρατου, π.χ. ανθρακικά ενότητας Τρίπολης / μεταμορφωμένα πετρώματα (φυλλίτες - χαλαζίτες) της ενότητας Αρνας.

·               με το επίπεδο της τοπικής απορροής επιφανειακής ή υπόγειας, οπότε το επίπεδο βάσης του καρστ συμπίπτει με τη στάθμη των περιβαλλουσών κοιλάδων που διαρρέουν την περιοχή ή με τη στάθμη της θάλασσας, ή με τη στάθμη μιας μεγάλης λίμνης εφόσον είτε η στάθμη της θάλασσας, είτε η περιοχή δεν μετατοπίζονται κατακόρυφα σε μικρό γεωλογικό χρονικό διάστημα.

 

Σε όλες τις περιπτώσεις παρατηρείται κατακόρυφη μετατόπιση, άλλοτε εξαιτίας ευστατικών κινήσεων και άλλοτε λόγω τεκτονικών κινήσεων. Επομένως το(α) επίπεδο(α) βάσης έχει(ουν) μετατοπισθεί σε διαφορετικά απόλυτα υψόμετρα, ανάλογα με το μέγεθος των μετατοπίσεων.

 

Η μελετηθείσα περιοχή έχει υποστεί και τις δύο κινήσεις τα τελευταία 5.000.000 χρόνια, κινήσεις οι οποίες είναι και σήμερα ενεργές.

 

Ο λόγος, για τον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω σε ορισμένες παρατηρήσεις πάνω στη καρστικοποίηση και συνεπώς την υδρογεωλογική συμπεριφορά των σχηματισμών της περιοχής μελέτης, δεν έχει σαν στόχο την υδρογεωλογία, αλλά το αντίθετο. Δηλαδή έχει σαν στόχο την αξιολόγηση και αξιοποίηση των υφιστάμενων υδρογεωλογικών στοιχείων από τη σκοπιά της νεοτεκτονικής, δηλαδή πώς η νεοτεκτονική παραμόρφωση έχει επηρεάσει τις υδρογεωλογικές συνθήκες του ευρύτερου χώρου της περιοχής μελέτης.

 

Για το σκοπό αυτό ελήφθησαν στοιχεία από υδρογεωλογικές μελέτες και χάρτες που έχουν γίνει στον ευρύτερο χώρο της περιοχής μελέτης και πιο συγκεκριμένα: (α) Υδρογεωλογική μελέτη Άνω Μεσσηνίας (Η. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, 1979), (β) Υδρογεωλογικός χάρτης Μεγαλόπολης - Δημητσάνας (Ε. ΤΣΙΦΤΣΗΣ, 1986).

 

 

6.2. Η καρστικοποιηση και οι πηγεσ των ανθρακικων τησ ενοτητασ Τριπολησ

 

Τα λιθολογικά χαρακτηριστικά των ανθρακικών της ενότητας Τρίπολης, που συμβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στη διαμόρφωση των υδρογεωλογικών συνθηκών του βορειοανατολικού, του νοτιοανατολικού και του βορειοδυτικού τμημάτων της περιοχής μελέτης, είναι τα ακόλουθα:

 

            i.    Το μεγάλο πάχος των νηριτικών ανθρακικών, το οποίο έχει σαν συνέπεια, η καρστικοποίηση να είναι ολοκαρστικού τύπου.

 

          ii.    Τα ανθρακικά της ενότητας Τρίπολης συνήθως περιβάλλονται από όλες τις πλευρές από το φλύσχη με τον οποίο βρίσκονται σε τεκτονοϊζηματογενή επαφή. Τούτο συμβαίνει συνήθως στο ανατολικό τμήμα και όχι στο βορειοδυτικό (Λάπιθας). Η επαφή αυτή φυσικά δεν είναι ορατή παντού, αλλά οπωσδήποτε υπάρχει.

 

         iii.    Το υπόβαθρο των ασβεστόλιθων δεν συναντάται στην επιφάνεια, παρά μόνο στο Λάπιθα (ανωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι της Ιόνιας ενότητας), ανατολικά της λεκάνης της Μεγαλόπολης στους Αραχαμίτες και νοτιοανατολικά μακριά από την περιοχή μελέτης στη Νέδουσα - Δυρράχι (μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Αρνας). Το υδατοστεγές υπόβαθρο λοιπόν των ανθρακικών πετρωμάτων θα πρέπει να βρίσκεται και στη μελετηθείσα περιοχή, σε μεγάλα όμως βάθη. Πάντως τα βάθη θα πρέπει να μεγαλώνουν από τα ανατολικά προς τα δυτικά και από τα νότια προς τα βόρεια.

 

        iv.    Στο νοτιοανατολικό και το βορειοδυτικό τμήμα της περιοχής που μελετήθηκε (περιοχές Αγίου Φλώρου - Αρφαρών και Λάπιθα αντίστοιχα), τα ανθρακικά πετρώματα στην επιφάνεια του εδάφους δεν έρχονται σε επαφή με το φλύσχη, αλλά με τις κατωπλειστοκαινικές θαλάσσιες ή τις χερσαίες τεταρτογενείς αποθέσεις.

 

          v.    Οι μορφές του επιφανειακού κάρστ που κυριαρχούν είναι οι δολίνες και οι πόλγες, οι οποίες εμφανίζονται συνήθως στα μεγαλύτερα υψόμετρα των ανθρακικών της ενότητας Τρίπολης (Βρομοβρυσαίικα βουνά στα SE, Λάπιθας στα NW).

 

Με βάση όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, συμπεραίνεται ότι τα ανθρακικά πετρώματα της ενότητας Τρίπολης έχουν τα χαρακτηριστικά της ολοκαρστικού τύπου καρστικοποίησης. Το επίπεδο βάσης του καρστ καθορίζεται, για μεν τις περιοχές που το αδιαπέρατο υπόβαθρο είναι πάνω από τη στάθμη της θάλασσας από τη θέση του στο χώρο, για δε τις περιοχές που το μεταμορφωμένο υπόβαθρο βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, στη διαμόρφωση του επίπεδου βάσης του καρστ, σημαντικό ρόλο πρέπει να έχει παίξει η παλαιά στάθμη της θάλασσας κατά το Κάτω Πλειστόκαινο (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, 1979). Βέβαια η έναρξη δημιουργίας του καρστ στις περιοχές όπου ο φλύσχης έχει αποτεθεί ασύμφωνα στο παλαιοανάγλυφο των ανθρακικών της Τρίπολης (RICHTER & MARIOLAKOS, 1972), έχει γίνει σαφώς πριν τη νεοτεκτονική περίοδο και μάλιστα πριν τη φλυσχογένεση (Ολιγόκαινο).

 

Στο Λάπιθα, το επίπεδο βάσης του κάρστ των ανθρακικών της ενότητας Τρίπολης, βρίσκεται όχι μόνο κάτω από τη στάθμη της θάλασσας (ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ & ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ, 1989), αλλά επικοινωνεί και με το καρστ που έχει αναπτυχθεί στους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της Ιόνιας ενότητας, το οποίο πρέπει να κατεβαίνει σε σημαντικά βάθη, σε συνδυασμό πάντα με τις τεκτονικές και διαπειρικές κινήσεις που λαμβάνουν χώρα και σήμερα στην εν λόγω περιοχή. Αυτός είναι Εξάλλου και ο λόγος της εμφάνισης των θερμών πηγών του Καιάφα.

 

Στα Βρομοβρυσαίικα βουνά, το επίπεδο βάσης του καρστ των ανθρακικών της ενότητας Τρίπολης, έχει καθοριστεί από τη στάθμη της θάλασσας κατά το Κάτω Πλειστόκαινο, περίοδος απόθεσης θαλάσσιων ιζημάτων στη λεκάνη της Κάτω Μεσσηνίας, αφού το στεγανό υπόβαθρο των μεταμορφωμένων πετρωμάτων βρίσκεται σε βαθύτερα σημεία.

 

Έτσι, εάν μελετήσει κανείς τη γεωγραφική κατανομή των πηγών που τροφοδοτούνται από τον καρστικό υδροφορέα των ανθρακικών της Τρίπολης, θα παρατηρήσει ότι δύο μεγάλα συστήματα πηγών με πολύ μεγάλες παροχές βρίσκονται στο δυτικότερο τμήμα εμφάνισης των ανθρακικών στα χωριά Αγιος Φλώρος και Πήδημα και μάλιστα στην περιοχή που το επίπεδο βάσης του κάρστ έχει καθοριστεί από τα θαλάσσια κατωπλειστοκαινικά ιζήματα (Βόρειο τμήμα της επαφής των θαλάσσιων μεταλπικών ιζημάτων με το αλπικό υπόβαθρο). Φαίνεται δε ότι η κίνηση των υπόγειων νερών πρέπει να είναι από τα SE προς τα NW αφού το προαναφερθέν γεωλογικό όριο, βρίσκεται σήμερα στα 360m στην περιοχή του Νέδοντα (νότιο τμήμα) και στα 100 m περίπου στην περιοχή Αρφαρών - Αγίου Φλώρου. Δηλαδή το πολυτέμαχος των ανθρακικών της Τρίπολης, με βάση τα προαναφερθέντα, φαίνεται να περιστρέφεται προς τα NNW γύρω από ένα άξονα ENE διεύθυνσης.

 

Στο NE τμήμα της περιοχής μελέτης, παρ' όλη τη μεγάλη επιφανειακή εξάπλωση των ανθρακικών της Τρίπολης και την έντονη επιφανειακή και όχι μόνο καρστικοποίησή τους (πολλές δολίνες, πόλγες, καταβόθρες), δεν σημειώνονται μεγάλες εκφορτίσεις από πηγές και δεν είναι σαφής η κίνηση των υπόγειων νερών (Εικ. 3.17Fig. 3. 17  112). Πάντως εδώ είναι καθαρό ότι το επίπεδο βάσης του κάρστ είναι τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Αρνας, τα οποία πρέπει να βρίσκονται σε σημαντικό βάθος κάτω από την Τρίπολη. Στο χάρτη της Εικ. 3.17Fig. 3. 17  112, η προς τα NW φορά κίνησης των υπόγειων νερών είναι σημειωμένη με ερωτηματικό, συμφωνεί όμως με τη γεωμετρία της πιεζομετρίας του επιφανειακού υδροφόρου ορίζοντα στη λεκάνη της Μεγαλόπολης.

 

 

6.3. Η καρστικοποιηση και οι πηγεσ των ανθρακικων τησ ενότητασ Πινδου

 

Ο σημαντικότερος σχηματισμός για την υδροφορία στην ενότητα της Πίνδου είναι οι ανωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι, οι οποίοι παρουσιάζουν και τη μεγαλύτερη επιφανειακή εξάπλωση. Αντίθετα με ότι συμβαίνει στην ενότητα Τρίπολης, η έναρξη της καρστικοποίησης στην ενότητα Πίνδου, αρχίζει μετά το τέλος των ορογενετικών κινήσεων, οπότε και μετέπεσε οριστικά σε ξηρά. Η ορογένεση και ως εκ τούτου η πτύχωση πρέπει να ολοκληρώθηκε κατά το Κατώτερο Μειόκαινο. Εάν υποτεθεί ότι είχε δημιουργηθεί καρστ και σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους, και πιο συγκεκριμένα μεταξύ της βάσης του Ολιγοκαίνου όπου ολοκληρώθηκε η φλυσχογένεση και του Κάτω Μειοκαίνου που ολοκληρώθηκαν οι εφαπτομενικές κινήσεις (επώθηση πάνω στην ενότητα Τρίπολης, πτύχωση, εφιππεύσεις), το καρστ αυτό εξ αιτίας του έντονου τεκτονισμού που επακολούθησε θα πρέπει να έχει καταστραφεί σε σημαντικό βαθμό (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, 1979).

 

Μετά το τέλος λοιπόν των εφαπτομενικών κινήσεων, άρχισε η διαμόρφωση του αναγλύφου, όπου σε άλλες περιοχές επικρατούσαν οι κλιματικοί παράγοντες, οπότε κυριαρχούσε η χημική αποσάθρωση και σε άλλες περιοχές οι τεκτονικοί παράγοντες, οπότε κυριαρχούσε η μηχανική διάβρωση. Λόγω των τελευταίων παραγόντων δημιουργήθηκαν οι κοιλάδες, με αποτέλεσμα τη διάβρωση των επιφανειακών στρωμάτων και την αποκάλυψη των βαθύτερων σημείων. Η συνέχεια των διεργασιών αυτών διακόπτεται αρκετές φορές λόγω του ρηγματογόνου κυρίως τεκτονισμού. Στα τμήματα της περιοχής που δεν προσβλήθηκαν έντονα από τη διάβρωση, συνεχιζόταν η καρστικοποίηση, η οποία προχώρησε μέχρι το υδατοστεγές υπόβαθρο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο σχηματισμός του "πρώτου φλύσχη", εφ' όσον δεν έχει διαταραχθεί η στρωματογραφική συνέχεια, ή ένας άλλος υδατοστεγής σχηματισμός, εφ' όσον οι ανωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι έχουν λεπιωθεί.

 

Η κίνηση του νερού υπόγεια μέσα στους ασβεστόλιθους πρέπει να έχει γίνει γραμμικά. Εξαιτίας των σχετικά μεγάλων μέσων κλίσεων των στρωμάτων η κίνηση αυτή πρέπει να γινόταν σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Έτσι οι υπόγειοι καρστικοί αγωγοί δεν είναι πολλοί, αλλά λίγοι και μεμονωμένοι. Επομένως, η κίνηση σήμερα των υπόγειων νερών, είναι γραμμική, η δε εκφόρτισή τους σχεδόν σημειακή με την εκδήλωση πλήθους πηγών.

 

Συνεπώς, ο σχηματισμός των ανωκρητιδικών ασβεστολίθων, εφόσον βρίσκεται στην επιφάνεια, παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός μεροκαρστικού τύπου μακροπερατού σχηματισμού.

 

Οι καρστικές μορφές που απαντούν στους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους της Πίνδου είναι κυρίως οι δολίνες. Τέτοιες μορφές συναντάμε τόσο στο Λύκαιο όρος, όσο και στα όρη Μίνθη και Τετράζιο.

 

Πιο συγκεκριμένα, στο νοτιοδυτικό περιθώριο της λεκάνης της Μεγαλόπολης, στην περιοχή των Παραδεισίων (απόλυτο υψόμετρο 600 m. περίπου), παρατηρείται μία μεγάλης έκτασης επιφάνεια ισοπέδωσης, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από ένα εκτεταμένο επιφανειακό καρστικό πεδίο, το οποίο πρέπει να είναι το περιθωριακό καρστικό πεδίο (Karst - Rand - Ebene) (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, 1979). Υπολείμματα αυτού του καρστικού πεδίου βρίσκουμε σήμερα πιο βόρεια στο Λύκαιο και βέβαια σε μεγαλύτερα υψόμετρα (μέχρι 1100 m. περίπου). Σε αρκετές περιπτώσεις τα υπολείμματα αυτά του περιφερειακού καρστικού πεδίου ταυτίζονται με τις επιφάνειες ισοπέδωσης του Λύκαιου όρους.

 

Δηλαδή, η περιοχή των Παραδεισίων (600 m.) πρέπει να έμεινε σχετικά σταθερή από το Κάτω Πλειστόκαινο έως σήμερα, αφού τα μόνα υπολείμματα σχηματισμών που βρίσκει κανείς είναι η κατά LUTTIG & VINKEN, 1967 βαθμίδα Απιδίτσας, η οποία κατά τον LUTTIG (1967) έχει αποτεθεί κατά την πρώτη παγετώδη περίοδο του Πλειστοκαίνου (Κάτω Πλειστόκαινο). Την ίδια εποχή το Λύκαιο όρος πρέπει να ήταν τουλάχιστον 400 - 500 m. χαμηλότερο, δηλαδή το χαμηλότερο σημείο του σημερινού υδροκρίτη (1.000 m.) πρέπει να ήταν τουλάχιστον στο επίπεδο των Παραδεισίων (600 m.), ώστε να υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας της λεκάνης τη Μεγαλόπολης με τη λεκάνη της Νέδα (βλέπε παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης της Νέδα).

Fig. 3. 17

 

Εικ. 3.17: Υδρογεωλογικός Χάρτης της περιοχής Μεγαλόπολης – Δημητσάνας (από ΤΣΙΦΤΣΗ, 1986)

Fig. 3.17: Hydrogeological map of Megalopolis – Dimitsana area (after TSIFTSIS, 1986)

 

 

Εδώ, πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο δεν υπήρχε επικοινωνία της λεκάνης της Μεγαλόπολης με τη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας, αφού στις ερευνητικές δειγματοληπτικές γεωτρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στη λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, 1979), δεν περιγράφονται αποθέσεις που να έχουν τροφοδοτηθεί από την περιοχή της Μεγαλόπολης (κροκάλες που προέρχονται από μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας), κάτι που συμβαίνει με τις αποθέσεις στη λεκάνη της Νέδα, παρ' όλο που σήμερα ο υδροκρίτης των δύο λεκανών (Μεγαλόπολης - Άνω Μεσσηνίας) βρίσκεται στα 600 m., ενώ ο υδροκρίτης Μεγαλόπολης - Νέδα στα 1.000 m., τουλάχιστον.

 

Επομένως, φαίνεται ότι το Λύκαιο όρος ανυψώθηκε τουλάχιστον 400 - 500 m. μετά το Μέσο Πλειστόκαινο (Mindel - Riss κατά τον DUFAURE, 1977), εάν θεωρήσουμε ότι η περιοχή αναφοράς (Παραδείσια) έμεινε σταθερή, οπότε σιγά - σιγά αρχίζει να διαμορφώνεται ο σημερινός υδροκρίτης του άνω ρου των ποταμών Νέδα και Αλφειού.

 

Εάν μελετήσει κανείς τη γεωγραφική κατανομή των μεγάλων πηγών που υπάρχουν στο Λύκαιο όρος, θα παρατηρήσει ότι δημιουργούνται κυρίως στα βόρεια πρανή των κοιλάδων που το διασχίζουν. Επιπλέον η φορά κίνησης του υπόγειου νερού είναι από Νότο προς Βορρά (Εικ. 3.17), δηλαδή ταυτίζεται με τη φορά βύθισης των αξόνων των πτυχών της Πίνδου. Εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν, οι οποίες όμως είναι τοπικού χαρακτήρα και σχετίζονται κυρίως με τη νεοτεκτονική παραμόρφωση του αλπικού τεκτονικού ιστού. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της νεοτεκτονικής παραμόρφωσης πρέπει να έλαβε χώρα κατά την τελευταία φάση ανύψωσης του Λύκαιου όρους, μετά το τέλος του Κάτω Πλειστόκαινου.

 

Η παραπάνω υδρογεωλογική εικόνα έρχεται σε αντίθεση με την ήδη περιγραφείσα μορφολογική αλλά και υδρολογική. Πράγματι, τα μέγιστα υψόμετρα παρατηρούνται στα βόρεια και τα μικρότερα στα νότια, υπάρχει δηλαδή μία μορφολογική ταπείνωση από βορρά προς νότο, η οποία δημιουργήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από το Mindel - Riss μέχρι σήμερα, χωρίς όμως να επηρεάσει ουσιαστικά τις προϋπάρχουσες υδρογεωλογικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, οι βυθίσεις των αξόνων των πτυχών πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλες, ώστε ακόμα και σήμερα παρ' όλη την περιστροφικού τύπου ανύψωση του Λύκαιου, να εξακολουθούν να έχουν την ιδια φορά προς τα βόρεια, έστω με μικρή τιμή (30-60).

 

Όσον αφορά το όρος Μίνθη, παρατηρούμε ότι και εδώ ο μεγαλύτερος αριθμός των πηγών ευρίσκεται στα βόρεια ή βορειοδυτικά πρανή των κοιλάδων που το διασχίζουν. Τούτο συμβαίνει τόσο στο βόρειο τμήμα της Μίνθης, όσο και στο νότιο, σχεδόν μέχρι τη Νέδα. Δηλαδή και σ' αυτή την περιοχή η φορά κίνησης του υπόγειου νερού φαίνεται να είναι από νότο προς βορρά, με άλλα λόγια συμπίπτει και εδώ με τη φορά βύθισης των αξόνων των πτυχών της Πίνδου. Εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν, κύρια στην περιοχή των χωριών Άγιος Σώστης και Νέδα, όπου και έχει τις πηγές του ο ποταμός Νέδα. Στην περιοχή Λέπρεου - Νέας Φιγάλειας παρατηρούνται πηγές στα νότια πρανή της Μίνθης, τούτο όμως οφείλεται στην πάρελξη των αξόνων των πτυχών της Πίνδου προς νότο, σ' όλη την περιοχή που έχει επηρεασθεί από την ομώνυμη ρηξιγενή ζώνη κατά τη νεοτεκτονική περίοδο.

 

Η υδρογεωλογική εικόνα που περιγράφτηκε για τη Μίνθη και το Λύκαιο δεν συμφωνεί με αυτή που θα ανέμενε κανείς από τη μορφολογική και υδρολογική τους εικόνα. Πράγματι, τα μεγαλύτερα υψόμετρα της Μίνθης παρατηρούνται στα βόρεια - βορειοανατολικά και τα μικρότερα στα νότια - νοτιοδυτικά τμήματά της, η δε επιφανειακή απορροή των υδάτων γίνεται από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά.

 

Στο Τετράζιο όρος, στο μεν βόρειο τμήμα του οι πηγές εμφανίζονται κυρίως στα βόρεια πρανή των κοιλάδων, στο δε νότιο τμήμα του στα νότια πρανή των κοιλάδων που το διασχίζουν. Στο βόρειο τμήμα καθοριστικό ρόλο έχει παίξει η προς βορρά πάρελξη των αξόνων των πτυχών της Πίνδου από τη δράση της ρηξιγενούς ζώνης της Νέδα, ενώ στο νότιο τμήμα καθοριστικό ρόλο έχει παίξει η νεοτεκτονική παραμόρφωση κατά την οποία το Τετράζιο έχει λειτουργήσει σαν ένα διπολικό ρηξιτέμαχος που έχει περιστραφεί γύρω από ένα άξονα διεύθυνσης E-W.

 

 

6.4. Η καρστικοποιηση και οι πηγεσ στισ Μεταλπικεσ αποθεσεισ

 

Παρατηρείται σημαντική καρστικοποίηση των μεταλπικών σχηματισμών όλων των λεκανών, και πιο ειδικά στους μεταλπικούς σχηματισμούς που αποτελούνται από κροκαλοπαγή τα οποία εμφανίζουν και σημαντική υδροφορία. Βέβαια, στην προκείμενη περίπτωση, η καρστικοποίηση δεν παρουσιάζει ούτε το μέγεθος ούτε και τον τρόπο ανάπτυξης που έχει στα ανθρακικά πετρώματα, παρ' όλα αυτά όμως είναι σημαντική. Η καρστικοποίηση έχει πραγματοποιηθεί παράλληλα κυρίως στις χαίνουσες επιφάνειες των ρηγμάτων στα κροκαλοπαγή. Η επιφανειακή αλλά και η σε βάθος εξάπλωσή της σχετίζεται άμεσα με την πυκνότητα, τη συχνότητα και τις διαστάσεις αυτών των διαρρήξεων. Ετσι, στις περιοχές των κροκαλοπαγών που υπάρχουν πολλές διαρρήξεις, αυτές είναι συνήθως χαίνουσες, οι οποίες εν μέρει ή ολόκληρες έχουν πληρωθεί με ασβεστιτικό υλικό. Τέτοιου τύπου καρστικοποίηση παρατηρείται τόσο στα κροκαλοπαγή των σχηματισμών Ραχών (Ανώτερο Μειόκαινο?) και Περιστερά - Σιδηροκάστρου (Ανώτερο Πλειόκαινο) στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, καθώς επίσης και στα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Νέδα (Κατώτερο - Μέσο Πλειστόκαινο) στην ομώνυμη λεκάνη.

 

Στις μεταλπικές αποθέσεις της λεκάνης της Νέδα και στις δυτικές απολήξεις της Μίνθης, οι πηγές απαντώνται κυρίως στα βόρεια και βορειοδυτικά πρανή των κοιλάδων που έχουν δημιουργηθεί. Σχεδόν ποτέ δεν εμφανίζονται στα νότια πρανή των κοιλάδων. Η εμφάνιση αυτή των πηγών συμπίπτει με τις κλίσεις των στρωμάτων των μεταλπικών αποθέσεων που έχουν φορά κλίσης προς τα βόρεια - βορειοδυτικά, καθώς επίσης και με τη φορά κλίσης των επιφανειών ισοπέδωσης που έχουν δημιουργηθεί πάνω στις μεταλπικές αποθέσεις. Δηλαδή, οι υδρογεωλογικές συνθήκες στις μεταλπικές αποθέσεις έχουν καθοριστεί από την κινηματική και κατ' επέκταση από την παραμόρφωση της περιοχής μετά το Κάτω Πλειστόκαινο. Η όλη εικόνα δίνει την εντύπωση περιστροφής του χώρου βόρεια της Νέδα προς βορρά, γύρω από ένα άξονα διεύθυνσης E-W.

 

Στη λεκάνη της Ζαχάρως, εμφανίζονται δύο σημαντικές πηγές κοντά στην επαφή των αλπικών σχηματισμών με τους μεταλπικούς στα νότια πρανή του Λάπιθα, αλλά και πολλές άλλες μικρότερες. Μάλιστα στο χωριό Κουμουθέκρα το νερό της πηγής είναι σχετικά ζεστό.