<<home

 

GO TO INDEX OF FIGURES

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

ΓΕΩΛΟΓΙΑ

 

1. ΓΕΝΙΚΑ   15

2. ΑΛΠΙΚΕΣ ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ  16

2.1. Γενικα - Βιβλιογραφικη Ανασκοπηση   16

2.2. Ενοτητα Πινδου   16

2.3. Ενοτητα Τριπολησ  18

2.4. Ενοτητα Γαβροβου - Πυλου   18

2.5. Ιονια Ενοτητα   18

2.5.1. Μια νέα εμφάνιση της Ιόνιας ενότητας στο βουνό Λάπιθας  18

3. MΕΤΑΛΠΙΚΕΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ  18

3.1.  Γενικα - Βιβλιογραφικη Ανασκοπηση   18

3.2.  Λεκανη Καλου Νερου - Κυπαρισσιασ  18

3.2.1.  Γενικά  18

3.2.2. Στοιχεία γεωλογικής χαρτογράφησης - Λιθοστρωματογραφία  18

3.2.3.  Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού  18

3.3. Λεκάνη Νεδα   18

3.3.1.  Γενικά  18

3.3.2.  Στοιχεία γεωλογικής χαρτογράφησης - Λιθοστρωματογραφία  18

3.3.3.  Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης Νέδα  18

3.4.  Λεκάνη Ζαχαρωσ  18

3.4.1.  Γενικά  18

3.4.2.  Στοιχεία γεωλογικής χαρτογράφησης - Λιθοστρωματογραφία  18

3.4.3.  Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης Ζαχάρως  18

 

INDEX OF FIGURES

Fig. 2. 1. 17

Fig. 2. 2. 18

Fig. 2. 3. 18

Fig. 2. 4. 18

Fig. 2. 5. 18

Fig. 2. 6. 18

Fig. 2. 7. 18

Fig. 2. 8. 18

Fig. 2. 9. 18

Fig. 2. 10. 18

Fig. 2. 11. 18

Fig. 2. 12. 18

Fig. 2. 13. 18

Fig. 2. 14. 18

Fig. 2. 15. 18

Fig. 2. 16. 18

Fig. 2. 17. 18

Fig. 2. 18. 18

Fig. 2. 19. 18

Fig. 2. 20. 18

Fig. 2. 21. 18

Fig. 2. 22. 18

Fig. 2. 23. 18

Fig. 2. 24. 18

Fig. 2. 25. 18

Fig. 2. 26. 18

Fig. 2. 27. 18

Fig. 2. 28. 18

Fig. 2. 29. 18

Fig. 2. 30. 18

Fig. 2. 31. 18

Fig. 2. 32. 18

Fig. 2. 33. 18

Fig. 2. 34. 18

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Β

 

ΓΕΩΛΟΓΙΑ

 

 

1. ΓΕΝΙΚΑ

 

Η περιοχή που μελετήθηκε, δομείται κυρίως από τους αλπικούς σχηματισμούς της γεωτεκτονικής ενότητας Πίνδου και μόνο στο βορειοδυτικό τμήμα της (βουνό Λάπιθας), εμφανίζονται τα ανώτερα μέλη της ανθρακικής σειράς και του φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου καθώς επίσης και μία πρόσφατα διαπιστωθείσα μικρή εμφάνιση ανθρακικών πετρωμάτων της Ιονίου ενότητας (ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ & ΛΕΚΚΑΣ, 1991). Στο βορειοανατολικό τμήμα της εμφανίζονται με τη μορφή τεκτονικού παράθυρου κάτω από τους σχηματισμούς της Πίνδου, ο φλύσχης και το ανώτερο τμήμα των ανθρακικών της ενότητας Τρίπολης.

 

Οι μεταλπικές αποθέσεις καταλαμβάνουν σαφώς μικρότερο σε έκταση τμήμα, από εκείνο το οποίο καταλαμβάνουν οι αλπικοί σχηματισμοί και εμφανίζονται κυρίως στο δυτικό τμήμα της μελετηθείσας περιοχής δηλαδή, στις λεκάνες Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, Νέδα και Ζαχάρως καθώς και στις δυτικές απολήξεις του Τετράζιου όρους (περιοχή Προδρόμου - Αγαλιανής).

 

Για τη γεωλογία των αλπικών ενοτήτων Πίνδου, Τρίπολης και Γαβρόβου - Πύλου θα αναφερθούν κυρίως στοιχεία που προκύπτουν από τη βιβλιογραφία που αναφέρεται στην περιοχή, ενώ για την Ιόνια ενότητα θα παρουσιασθούν τόσο τα βιβλιογραφικά δεδομένα όσο και τα νέα στοιχεία από την για πρώτη φορά διαπιστωθείσα μικρή εμφάνισή της στο βουνό Λάπιθας στη περιοχή του Καϊάφα.

 

Όσον αφορά τους μεταλπικούς σχηματισμούς, θα γίνει παρουσίαση των βιβλιογραφικών δεδομένων, αλλά κυρίως των νέων στοιχείων που έχουν προκύψει από την εργασία υπαίθρου και την επεξεργασία και μελέτη του υλικού στο εργαστήριο ώστε να κατανοηθεί η μεταλπική παλαιογεωγραφική εξέλιξη των επιμέρους χώρων ιζηματογένεσης.

 

 

2. ΑΛΠΙΚΕΣ ΓΕΩΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

 

2.1. Γενικα - Βιβλιογραφικη Ανασκοπηση

 

Όπως προαναφέρθηκε (4) τέσσερεις γεωτεκτονικές ενότητες, από τις (10) δέκα που εμφανίζονται στη Πελοπόννησο (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1986, 1989), απαντούν στη περιοχή μελέτης, οι οποίες ανήκουν στις λεγόμενες εξωτερικές Ελληνίδες (Εικ. 2.1Fig. 2. 1  17).

 

Οι πρώτοι χαρακτηρισμοί τυπικών λιθοφασικών ή βιοφασικών σχηματισμών με ονόματα που προέρχονται από το τόπο που πρωτομελετήθηκαν (Pylos-kalk, Olonos-kalk, Tripolitsa-kalk), έγιναν από τον J. PARTSCH (1887) και τον A. PHILIPPSON (1892). Ο Α.PHILIPPSON (1898) εξ άλλου έκανε την πρώτη (ατελή) προσπάθεια να διαιρέσει τον Ελληνικό χώρο σε ζώνες, δηλαδή περιοχές με την ίδια ή παρόμοια στρωματογραφική κολώνα.

 

Η πρώτη όμως ολοκληρωμένη διαίρεση του Ελληνικού χώρου σε ζώνες έγινε από τον C. RENZ (1940), την οποία συνέχισαν οι ΑUBOUIN (1959), JACOBSHAGEN (1977), ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1986, 1989).

 

Ο J. AUBOUIN (1958) μελετά τη στρωματογραφική διάρθρωση, περιγράφει δε τη παλαιογεωγραφική και τεκτονική εξέλιξη της Πελοποννήσου κατά την οποία δέχεται ότι η ζώνη Γαβρόβου αποτελεί την προς τα δυτικά προέκταση της υποζώνης της Τρίπολης.

 

Ο J. DERCOURT (1964) μελετά τη Βόρεια Πελοπόννησο και παρατηρεί ότι τα όρια μεταξύ των ανθρακικών πετρωμάτων και του φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου δεν είναι κανονικά.

 

Ο Ν. ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ (1971, 1972) μελέτησε τη γεωλογική δομή της Πυλίας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ύβωμα της Πύλου είναι διαφορετικό από το ύβωμα της Τρίπολης και ότι, από  παλαιογεωγρα­φική άποψη, τα ιζήματα της ενότητας Πίνδου απετέθησαν σε ένα χώρο μεταξύ των υβωμάτων της Πυλίας και της Τρίπολης.

 

Ο F. THIEBAULT (1982) μελετά τη γεωδυναμική εξέλιξη των εξωτερικών ζωνών στη Νότια Πελοπόννησο, από το Ανώτερο Ολιγόκαινο και μετά.

 

Η περιγραφή των ενοτήτων που εμφανίζονται στη περιοχή μελέτης, θα γίνει από την πιο εσωτερική (ενότητα Πίνδου) μέχρι την πιο εξωτερική (Ιόνια ενότητα).

 

 

2.2. Ενοτητα Πινδου

 

Η ενότητα της Πίνδου είναι το πλέον τυπικό και το πρώτο κάλυμμα που περιγράφτηκε στον ελληνικό χώρο (CAYEUX, 1903, NΕΓΡΗΣ, 1906). Μέχρι τη δεκαετία του '70 ήταν γενικά παραδεκτό ότι η μετακίνηση του καλύμματος της Πίνδου ήταν της τάξης των μερικών δεκάδων χιλιομέτρων. Νεώτερες έρευνες έδειξαν ότι η μετακίνηση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που πιστευόταν, αφού ο τεκτονισμός της ενότητας αρχίσε στο Μεσο Ηώκαινο (περίπου 50 Ma) και τελείωσε στο Μέσο Μειόκαινο (περίπου 15 Ma).


 

Fig. 2. 1



 

Εικ. 2.1: Γεωτεκτονικός Χάρτης της Ελλάδας (από ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, 1986).

Fig. 2.1: Geotectonic map of Greece (after PAPANIKOLAOU, 1986).

 

Επειδή η ακολουθία των στρωμάτων της Πίνδου παρουσιάζει πολλές εναλλαγές και λιθολογική ποικιλία, είναι εύκολο να πτυχωθούν τα στρώματα, αφού έχουν μεγάλη πλαστικότητα. Έτσι η ενότητα χαρακτηρίζεται από πάρα πολλές πτυχές και εφιππεύσεις.

 

Η ενότητα της Πίνδου καταλαμβάνει τα δύο τρίτα (2/3) της επιφάνειας της περιοχής μελέτης από το Λάπιθα έως τα όρη της Κυπαρισσίας και από το Λύκαιο σχεδόν μέχρι τις ακτές του Κυπαρισσιακού κόλπου. Από παλαιογεωγραφική άποψη αποτελεί την πλέον εσωτερική ενότητα του χώρου μελέτης και είναι επωθημένη στoν φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου (περιοχές Λάπιθα, Φιλιατρών, Πύλου), καθώς και στην ενότητα Τρίπολης (περιοχές, νότια της Δημητσάνας,στους Μύλους βόρεια της Ανδρίτσαινας και στο Μελιγαλά) (βλπ.  Νεοτεκτονικό χάρτη).

 

Στην περιοχή μελέτης εμφανίζονται όλοι οι σχηματισμοί που συγκροτούν τη λιθοστρωματογραφική της στήλη, δηλαδή από το Μέσο Τριαδικό μέχρι και το Μέσο - Ανώτερο Ηώκαινο (Εικ. 2.2Fig. 2. 2  18).

 

Fig. 2. 2



 

Εικ. 2.2: Στρωματογραφική στήλη της Πίνδου βασισμένη στα στοιχεία του FLEURY (1980) (από ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, 1986).

Fig. 2.2: Stratigraphic column of Pindos geotectonic unit, based on data by FLEURY (1980) (after PAPANIKOLAOU, 1986).

 

 

Για τις ανάγκες της παρούσας διατριβής, έγιναν κάποιες ενοποιήσεις των σχηματισμών της ενότητας. Οι ενοποιήσεις αυτές έγιναν σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε εκδώσει ο ΟΑΣΠ (1988) για τη σύνταξη του Νεοτεκτονικού Χάρτη της Ελλάδας σε κλίμακα 1/100.000. Επειδή η Πίνδος στο χώρο μελέτης εμφανίζεται με αλλεπάλληλα λέπη, δεν ήταν δυνατόν να εμφανιστούν οι μικρού εύρους εμφανίσεις στη συγκεκριμένη κλίμακα του χάρτη.  Έτσι από τα λέπη έχουν χαρτογραφηθεί εκείνα των οποίων το εύρος εμφάνισης μετά την ενοποίηση των σχηματισμών έχει ικανό πλάτος για τη συγκεκριμένη κλίμακα.

 

Έχοντας υπ' όψη τα προηγούμενα, έγινε η ακόλουθη ομαδοποίηση των σχηματισμών:

 

(i)   Κλαστικοί σχηματισμοί

(ii) Ανθρακικά πετρώματα

(iii)Σχηματισμός Ραδιολαριτών s.l.

 

(i) Κλαστικοί σχηματισμοί :

 

Στους κλαστικούς σχηματισμούς περιλαμβάνονται:

 

            α.  η κλαστική Τριαδική σειρά

            β.  ο "Πρώτος Φλύσχης"

            γ.  τα στρώματα μετάβασης στο φλύσχη και

            δ.  ο τυπικός Φλύσχης

 

 

α.  Κλαστική Τριαδική σειρά

 

Στην περιοχή μελέτης, η τυπική φάση των ασβεστολίθων με Halo­bia, έχει αντικατασταθεί από ψαμμιτομαργαϊκά στρώματα στα οποία παρεμβάλλονται ασβεστόλιθοι. Αυτή η κλαστική σειρά μπορεί να χαρακτηριστεί, λαμβάνοντας υπόψη μόνο ιζηματολογικά κριτήρια, σαν "φλύσχης" τριαδικής ηλικίας, επειδή όμως δεν υπάρχουν τεκτονικά κριτήρια που να τεκμηριώνουν αυτή την άποψη, είναι ορθότερο να γίνεται λόγος για "κλαστική τριαδική σειρά".

 

Στους πλακώδεις ασβεστολίθους με πυριτιολίθους που παρεμβάλλονται στα ψαμμιτομαργαϊκά στρώματα, διαπιστώθηκαν από τον Ν. ΛΑΛΕΧΟ (1974) κωνόδοντα ηλικίας Κάτω - Μέσου Νόριου.

 

Το πάχος της κλαστικής τριαδικής σειράς στρωμάτων φθάνει μέχρι τα 100 μέτρα.

 

β.  "Πρώτος Φλύσχης"

 

Αποτελείται από τους εξής δύο χαρακτηριστικούς σχηματισμούς από τα κάτω προς τα πάνω:

 

α. "Πρώτος Φλύσχης" και

β. Μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθοι

 

Ο σχηματισμός που αποκαλείται "Πρώτος Φλύσχης" αποτελείται από εναλλαγές μαργαϊκών και ψαμμιτικών στρωμάτων. Τα ψαμμιτικά στρώματα παρουσιάζουν κοκκομετρική ταξιθέτηση δηλαδή πρόκειται για αποθέσεις τουρβιδιτικών ρευμάτων. Ετσι ο σχηματισμός αυτός παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον τυπικό φλύσχη, δεν υπάρχουν όμως και σ' αυτή τη περίπτωση τα τεκτονικά κριτήρια.

 

Οι μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθοι, εναλλάσσονται με ερυθρές μάργες και πράσινους-χακί ψαμμίτες και αντιπροσωπεύονται από πολύμικτα μικρολατυποπαγή των οποίων οι λατύπες προέρχονται από ραδιολαρίτες, οφιολίθους, αλλά κυρίως από ασβεστολίθους. Και αυτοί παρουσιάζουν κοκκομετρική ταξιθέτηση, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι παλαιογεωγραφικές συνθήκες ήταν οι ίδιες με αυτές του "Πρώτου Φλύσχη", ενώ η περιοχή τροφοδοσίας πρέπει να άλλαξε.

 

Η έναρξη ιζηματογένεσης των σχηματισμών διαφέρει από θέση σε θέση, ενώ σε ορισμένες περιοχές απουσιάζει εντελώς. Στη περιοχή που μελετήθηκε διαπιστώθηκε η παρουσία του "Πρώτου Φλύσχη" από το Κενομάνιο μέχρι το Τουρώνιο όπου αρχίζουν οι πλακώδεις ασβεστόλιθοι (Ν. ΛΑΛΕΧΟΣ, 1974).

Το πάχος διαφέρει από θέση σε θέση, φθάνοντας μέχρι τα 200 μέτρα, ενώ από πολλές θέσεις απουσιάζει εντελώς.

 

γ.  Στρώματα μετάβασης προς το φλύσχη

 

Πρόκειται για εναλλαγές πελαγικών ασβεστολίθων που περιέχουν στρώματα πυριτιολίθων, ερυθρών μαργών και μαργαϊκών ασβεστολίθων.  Το πάχος των στρωμάτων είναι από 5 εκατοστά έως 3 μέτρα.  Η συμμετοχή του κλαστικού υλικού αυξάνει σε βάρος του ανθρακικού, από τα παλαιότερα στα νεώτερα στρώματα, μέχρις ότου οι ασβεστόλιθοι αντικατασταθούν εντελώς από το κλαστικό υλικό. Ο τυπικός φλύσχης, αρχίζει με τους πρώτους τουρβιδιτικούς ψαμμιτικούς ορίζοντες. Η ηλικία των μεταβατικών στρωμάτων προς το φλύσχη αποδείχτηκε από πολλούς ερευνητές, τόσο στη Πελοπόννησο όσο και στη Κεντρική Ελλάδα, πρέπει να είναι Δάνιο (ΛΑΛΕΧΟΣ 1974). Το πάχος των στρωμάτων της σειράς είναι μεταξύ 5-10 εκατοστών και φθάνει μέχρι τα 3-4 μέτρα.

 

Το σύνηθες πάχος της σειράς αυτής είναι της τάξης των 25-30 μέτρων, με μέγιστο πάχος τα 250 μέτρα.

 

δ.  Τυπικός Φλύσχης

 

Πρόκειται για εναλλαγές ψαμμιτών, λεπτόκοκκων έως μεσόκοκκοκων (με καλή διαβάθμιση) πηλιτών, ιλυούχων και αργιλικών μαργών και ψαμμούχων ασβεστολίθων κύρια στα κατώτερα μέλη. Το φαινόμενο πάχος του φλύσχη, λόγω των πτυχών, ποικίλει.

 

 

(ii) Ανθρακικά πετρώματα

 

Στα ανθρακικά πετρώματα περιλαμβάνονται οι ασβεστόλιθοι του Ιουρασικού και του Ανώτερου Κρητιδικού.

 

α.  Ιουρασικοί ασβεστόλιθοι

 

Πρόκειται για μικριτικούς ασβεστολίθους με φακούς πυριτιολίθων και με ενδιαστρώσεις πηλιτών και ιάσπιδων. Κατά θέσεις στα ανώτερα μέλη παρεμβάλλονται κλαστικοί - βιοκλαστικοί ασβεστόλιθοι με τους οποίους εναλλάσσονται, μεταβαίνοντας βαθμιαία στον υπερκείμενο σχηματισμό των Ραδιολαριτών (Δογγέριο ­Μάλμιο).

 

Το πάχος δεν είναι σταθερό αλλά μεταβάλλεται από θέση σε θέση από μερικά μέτρα έως 150 μέτρα.

 

β. Ανώτερο Κρητιδικό

 

Πρόκειται για πλακώδεις έως στρωματώδεις μικριτικούς ασβεστολίθους αλλά και ασβεσταρενίτες στους οποίους παρεμβάλλονται ερυθρές ή κίτρινες μάργες. Αρκετά συχνά εμφανίζονται κόνδυλοι πυριτιολίθων κυρίως μέσα σε παχυστρωματώδεις ασβεστολιθικούς ορίζοντες.

 

Το πάχος τους κατά τον Ν. ΛΑΛΕΧΟ (1974), δεν είναι σταθερό, αλλά διαφέρει από θέση σε θέση από 150 έως 400 μέτρα.

 

 

(iii) Σχηματισμός ραδιολαριτών (s.l.)

 

Στο σχηματισμό ραδιολαριτών περιλαμβάνονται ραδιολαρίτες, κερατόλιθοι και σπανιότερα ερυθροί πηλίτες και ψαμμίτες καθώς επίσης και λεπτοστρωματώδεις ασβεστόλιθοι ιουρασικής ηλικίας.

 

Πιο συγκεκριμένα, αποτελούνται από ραδιολαρίτες με εναλλαγές μικριτικών ασβεστολίθων ενώ είναι πολύ συχνές οι παρεμβολές ψαμμιτών, κροκαλοπαγών και μαργών. Προς τα πάνω επικρατούν ερυθρές, συμπαγείς, σκληρές μάργες οι οποίες εναλλάσσονται με ψαμμίτες και ωολιθικούς ασβεστόλιθους (Ν. ΛΑΛΕΧΟΣ, 1974).

 

Στους ραδιολαρίτες, που είναι εντονότερα πτυχωμένοι απ' ότι οι ασβεστόλιθοι, εμφανίζονται κατά θέσεις μικρά κοιτάσματα μαγγανίου. Το μετάλλευμα εμφανίζεται, με τη μορφή λεπτών φλεβών, ενώ εκεί όπου οι συγκεντρώσεις του δεν είναι πλούσιες, με τη μορφή επιφλοιώσεων.

 

Οι ραδιολαρίτες αυτής της ηλικίας, έχουν χρώμα ερυθρό ή πράσινο, ενώ οι κερατολιθικές ενδιαστρώσεις των μεταβατικών στρωμάτων προς τον τυπικό φλύσχη, έχουν χρώμα μαύρο.

 

Το πάχος ποικίλει από μερικά μέτρα έως 350 μέτρα.

 

 

2.3. Ενοτητα Τριπολησ

 

Κύριο χαρακτηριστικό της ενότητας Τρίπολης είναι η νηριτική ανθρακική ιζηματογένεση από το A. Τριαδικό μέχρι και το Ηώκαινο με χαρακτηριστικούς μαύρους βιτουμενιούχους ασβεστόλιθους γνωστούς από τον PHILIPPSON (1893) σαν Tripolitza Kalk. Η στρωματογραφική στήλη κλείνει με το φλύσχη του οποίου η ιζηματογένεση άρχισε το Ανώτερο Ηώκαινο. Εμφανίζεται με τη μορφή τεκτονικών παραθύρων κάτω από τους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου.

 

Το πέρασμα από την ανθρακική ιζηματογένεση στη κλαστική (φλύσχης) έγινε με δύο τρόπους, είτε βαθμιαία από τους ηωκαινικούς ασβεστόλιθους με στρώματα μετάβασης στο φλύσχη, ενώ είχε προηγηθεί ασυμφωνία των ηωκαινικών ασβεστολίθων και απόθεση βωξιτών πάνω στο παλαιοανάγλυφο των επίσης ηωκαινικών ασβεστολίθων κάπου στο Μέσο Ηώκαινο, είτε ο φλύσχης έχει αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο παλαιοανάγλυφο των ηωκαινικών ή και αρχαιότερων ασβεστολίθων (Ανώτερου Κρητιδικού). (RICHTER & MARIOLAKOS, 1972, 1975). Στη περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν βωξίτες.

 

Τη βάση της στρωματογραφικής κολώνας της Τρίπολης, δηλαδή κάτω από τους Τριαδικούς ασβεστόλιθους, αποτελούν τα στρώματα Τυρού (ΚΤΕΝΑΣ, 1924), τα οποία είναι σύμπλεγμα λαβών, ασβεστολίθων, που κυριαρχείται από πηλίτες και ψαμμίτες και είναι ελαφρά μεταμορφωμένο. Η ηλικία των στρωμάτων Τυρού είναι Ανώτερο Παλαιοζωικό μέχρι και Μέσο Τριαδικό.

 

Η εν λόγω ενότητα εμφανίζεται στο βόρειο-βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής μελέτης με τη μορφή τεκτονικών παραθύρων κάτω από τους σχηματισμούς της Ενότητας Πίνδου.

 

Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης οι σχηματισμοί της Τρίπολης ομαδοποιήθηκαν ως εξής:

 

(i)   Κλαστικοί σχηματισμοί (φλύσχης) και

(ii) Ανθρακικά πετρώματα

 

(i) Κλαστικοί σχηματισμοί (φλύσχης)

 

Περιλαμβάνει εναλλαγές τεφρών μαργών, ψαμμιτών με ενδιαστρώσεις ή φακούς ασβεστολίθων και κροκαλοπαγών των οποίων οι κροκάλες προέρχονται από τους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου. Τα στρώματα δεν έχουν σταθερό πάχος και είναι έντονα παραμορφωμένα. Εμφανίζονται στο βόρειο τμήμα της περιοχής μελέτης με τη μορφή τεκτονικού παράθυρου κάτω από τους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου (Βουνό Ξηχόρτι, νότια του χωριού Συκαίες και βόρεια των χωριών Βλαχοράπτη και Ατσίχολος). Η ηλικία του φλύσχη είναι Ανώτερο Ηώκαινο - Ολιγόκαινο. Το συνολικό τους πάχος θα πρέπει να είναι περίπου 400 μέτρα.

 

(ii)Ανθρακικά πετρώματα

 

Πρόκειται για άστρωτους ή παχυστρωματώδεις μαύρους βιτουμενιούχους νηριτικούς ασβεστόλιθους και δολομιτικούς ασβεστόλιθους παλαιοκαινικής - ηωκαινικής ηλικίας. Κατά θέσεις είναι ελαφρώς πτυχωμένοι και λεπιωμένοι. Εμφανίζονται κυρίως ανατολικά και βόρεια εκτός της περιοχής μελέτης, υπάρχει όμως μία μικρή εμφάνισή τους βόρεια των χωριών Βλαχοράπτη και Ατσίχολος με τη μορφή τεκτονικού παραθύρου κάτω από τους σχηματισμούς της Ενότητας Πίνδου. Το πάχος τους εκτιμάται ότι είναι περίπου 400 μέτρα.

 

 

2.4. Ενοτητα Γαβροβου - Πυλου

 

Εδώ γίνεται λόγος για ενότητα Γαβρόβου - Πύλου και όχι Γαβρόβου - Τρίπολης όπως είχε προτείνει ο J. DERCOURT (1964), για τους ακόλουθους λόγους:

 

·      Γάβροβο και Πύλος έχουν τις ίδιες στρωματογραφικές στήλες, και σαν ασυμφωνίες και σαν ηωκαινικές βωξιτικές εμφανίσεις.

 

·      Γάβροβο και Πύλος έχουν την ίδια τεκτονική θέση, δηλαδή είναι έξω (δυτικά) από το μέτωπο του καλύμματος της Πίνδου, ενώ η ενότητα Τρίπολης εμφανίζεται σε τεκτονικά παράθυρα κάτω από το κάλυμμα της Πίνδου.

 

Πιθανόν να είναι η ίδια κάτω από το κάλυμμα της Πίνδου, σίγουρα όμως είναι αντίστοιχη και ομόλογη τόσο παλαιογεωγραφικά όσο και εν μέρει τεκτονικά με την ενότητα της Τρίπολης, έχοντας όμως τις εξής διαφορές (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, 1986):

 

·      διαφορετική τεκτονική θέση

 

·      η βάση της στρωματογραφικής στήλης (Τριαδικό - Ιουρασικό) και το τεκτονικό υπόβαθρο της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου είναι άγνωστα σε αντίθεση με την ενότητα Τρίπολης.

 

·      στην οροφή της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου υπάρχει η ολιγοκαινική-μειοκαινική φλυσχομόλασσα (πρόβλημα ενιαίου φλύσχη του συγκλίνου Ηπείρου - Ακαρνανίας που δείχνει ότι έχει κάποια κοινή εξέλιξη με την Ιόνια ενότητα από το Ανώτερο Ηώκαινο και μετά.

 

·      η ενότητα Γαβρόβου - Πύλου είναι ήπια τεκτονισμένη και δεν έχει υποστεί καθόλου μεταμόρφωση σε αντίθεση με την ενότητα της Τρίπολης που είναι έντονα τεκτονισμένη (λεπιωμένη) και στη βάση της (αμέσως πάνω από την επώθηση) είναι έντονα κρυσταλλική και παρατηρείται τεκτονικός σχισμός.

 

Επομένως μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο παλαιογεωγραφικός χώρος Γαβρόβου, Πύλου και Τρίπολης ήταν ενιαίος, αλλά από ένα σημείο και μετά διαφοροποιήθηκαν κυρίως κατά την ορογενετική περίοδο.

 

Χαρακτηριστικό της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου είναι η συνεχής νηριτική ανθρακική ιζηματογένεση και η ύπαρξη ασυμφωνιών από το Κρητιδικό έως το Ηώκαινο, ο δε φλύσχης έχει αποτεθεί ασύμφωνα στους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους στο βουνό Γάβροβο (τυπική τοποθεσία). Επίσης εχει παρατηρηθεί ασύμφωνη απόθεση των ηωκαινικών ασβεστολίθων πάνω σε παλαιολανάγλυφο με βωξιτικό υλικό που αναπτύχθηκε σε ηωκαινικούς ασβεστόλιθους.

 

Στη δυτική Πελοπόννησο, τα ιζήματα (ανθρακικά και κλαστικά) της εν λόγω ενότητας εμφανίζονται στο βουνό Σκολίς βόρεια της περιοχής μελέτης, στη περιοχή Φιλιατρών - Γαργαλιάνων και Πύλου νότια της περιοχής μελέτης. Στο στενό χώρο μελέτης η ενότητα Γαβρόβου - Πύλου εμφανίζεται στο βουνό Λάπιθας.

 

Πρώτος ασχολήθηκε με τα νηριτικά ανθρακικά ιζήματα του βουνού Λάπιθας ο C. RENZ το 1955, ο οποίος τους περιγράφει σαν νηριτικούς ασβεστόλιθους με ρουδιστές και τους εντάσσει στην ενότητα Τρίπολης. Αργότερα οι J.AUBOUIN & J. DERCOURT το 1962, δίνουν τη στρωματογραφική στήλη του Λάπιθα δεχόμενοι ότι αποτελείται από νηριτικούς ασβεστόλιθους παλαιοκαινικής - ηωκαινικής ηλικίας και φλύσχη, της ενότητας Τρίπολης (Εικ. 2.3Fig. 2. 3  18). Η κλαστική ιζηματογένεση αρχίζει από το Ανώτερο Ηώκαινο. Στο Μέσο Ηώκαινο, λόγω διακοπής της ιζηματογένεσης, παρατηρούνται βωξιτικές εμφανίσεις βορειοδυτικά του χωριού Σμέρνα. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη περιοχή Πυλίας ο Ν. ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ (1971) έχει επίσης διαπιστώσει την παρουσία βωξιτών στους ανώτερους ορίζοντες των ηωκαινικών ασβεστολίθων, κάτι που ενισχύει την άποψη για διακοπή της ανθρακικής ιζηματογένεσης κάπου στο Μέσο Ηώκαινο. Τέλος δέχονται ότι η ανθρακική ιζηματογένεση τελειώνει στο Ανώτερο Λουτήσιο - Κατώτερο Πριαμπόνιο με την απόθεση μικρολατυποπαγών ασβεστολίθων.

 

Fig. 2. 3



 

Εικ. 2.3:  Σχηματική στρωματογραφική τομή στο βουνό Λάπιθας 1:Δολομίτες, 2:Νηριτικοί ασβεστόλιθοι με Rudistes, 3, 4:Νηριτικοί ασβεστόλιθοι με Alveolines, 5:Νηριτικοί ασβεστόλιθοι με Oursins, b:Βωξίτες (από AUBOUIN & DERCOURT, 1963).

Fig. 2.3:  Schematic cross-section in Lapithas Mt. 1:Dolomites, 2:Neritic limestomes with Rudistes, 3, 4:Neritic limestones with Alveolines, 5:Neritic limestones with Oursins, b:Bauxites (after AUBOUIN & DERCOURT, 1963).

 

 

Ο J.J. FLEURY το 1980 συμπληρώνει τη στρωματογραφική στήλη στο Λάπιθα και δέχεται ότι η νηριτική ανθρακική ιζηματογένεση άρχισε το Ανω Κρητιδικό και τελείωσε το Ηώκαινο, δεν παρατηρεί δε στρώματα μετάβασης στο φλύσχη, τέλος εντάσσει τα ιζήματα αυτά στην ενότητα Γαβρόβου - Πύλου.

 

Ο H. STREIF (1982), χαρτογραφώντας το φύλλο ΟΛΥΜΠΙΑ δέχεται ότι πρόκειται για νηριτικούς ασβεστόλιθους με ρουδιστές κρητιδικής ηλικίας.

 

Ο Ε. ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987) εντάσει τους νηριτικούς ανθρακικούς σχηματισμούς και το φλύσχη του Λάπιθα στην ενότητα Γαβρόβου - Πύλου και θεωρεί ότι αποτελούν αποκολλημένο "τέμαχος", εφιππευμένο πάνω στους σχηματισμούς της Ιόνιας ενότητας, κάτι που δέχονται και οι Γ.ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ & Δ. ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ (1989).

 

Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης και τη σύνταξη του νεοτεκτονικού χάρτη οι σχηματισμοί της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου, ομαδοποιήθηκαν μαζί με τους αντίστοιχους σχηματισμούς της ενότητας Τρίπολης όπου αναφέρονται σαν ενότητα Γαβρόβου ­Τρίπολης, σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

 

(i)   Κλαστικοί σχηματισμοί (Φλύσχης) και

(ii) Ανθρακικά πετρώματα

 

(i) Κλαστικός σχηματισμός (Φλύσχης)

 

 

Το ανώτερο τμήμα του αποτελείται από πηλίτες, ιλυόλιθους, λεπτόκοκκους ψαμμίτες χωρίς σαφή στρώση, με διάσπαρτες κροκάλες αλλά και κροκαλοπαγή των οποίων οι κροκάλες προέρχονται από τους σχηματισμούς της Πίνδου. Τέτοια κροκαλοπαγή εμφανίζονται στη περιοχή μελέτης, μέσα στο φλύσχη κοντά στη τεκτονική επαφή με τη Πίνδο, τόσο στο Λάπιθα όσο και στο Μελιγαλά. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο φλύσχη του Λάπιθα πολύ κοντά στην τεκτονική επαφή με την Πίνδο, παρεμβάλλονται μέσα στους πηλίτες και τους ψαμμίτες κροκαλολατυποπαγή των οποίων οι κροκάλες και οι λατύπες προέρχονται από τους σχηματισμούς της Πίνδου και από τα ανθρακικά του Γαβρόβου (Εικ. 2.4Fig. 2. 4  18).

 

Fig. 2. 4

 

Εικ. 2.4:  Κροκαλολατυποπαγή στο φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου Πύλου ανατολικά της Σμέρνας.

Fig. 2.4:  Conglomeratic-breccia  within the Gavrovo – Pylos flysch formation east of Smerna.

 

 

Το κατώτερο τμήμα του αποτελείται κυρίως από μεσόκοκκους έως χονδρόκοκκους ψαμμίτες. Μέσα στο φλύσχη και κοντά στην επαφή με τα νηριτικά ανθρακικά πετρώματα, παρατηρούνται μπλόκ λατυποπαγών ασβεστολίθων που προέρχονται από το υπόβαθρο (Γάβροβο - Πύλος). Τέτοιες χαρακτηριστικές εμφανίσεις έχουμε στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Σμέρνα καθώς και στο δυτικό τμήμα του Λάπιθα, όπου η επαφή του φλύσχη με τους υποκείμενους νηριτικούς ασβεστόλιθους είναι τεκτονική.

 

Το πάχος του κλαστικού σχηματισμού στη περιοχή του Λάπιθα εκτιμάται σε 300 μέτρα.

 

(ii) Ανθρακικά πετρώματα

 

Πρόκειται για τους ανωκρητιδικούς - ηωκαινικούς νηριτικούς ασβεστόλιθους. Αυτοί είναι λευκοί έως τεφροί, βιτουμενιούχοι, παχυστρωματώδεις έως άστρωτοι με λίγους πυριτιόλιθους.

 

 

2.5. Ιονια Ενοτητα

 

Η ενότητα αυτή έχει αναγνωρισθεί στα Ιόνια νησιά, στην Ήπειρο, στη Δυτική Στερεά και στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο. Στη Ρόδο και την Κάρπαθο υπάρχουν ενότητες με στρωματογραφική κολώνα ακριβώς ίδια με της Ιόνιας ενότητας (π.χ. ενότητα Ακραμύτη). Στη βιβλιογραφία αναφέρεται και σαν Αδριατικοϊόνιος ζώνη.

 

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ενότητας είναι ότι άλλαξε παλαιογεωγραφικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της από το Τριαδικό μέχρι το Ανώτατο Ολιγόκαινο - Μειόκαινο. Η αλλαγή των παλαιογεωγραφικών συνθηκών εντοπίζεται χρονικά στο τέλος του Λιασίου όπου σταματάει η μέχρι τότε νηριτική ιζηματογένεση και αρχίζει πελαγική. Δηλαδή από το Τριαδικό μέχρι το Λιάσιο οι ενότητες Παξών, Μάνης, Ιόνια, Γαβρόβου και Τρίπολης αποτελούσαν μία ενιαία ανθρακική πλατφόρμα με ιζήματα ίδιας φάσης (νηριτικοί ασβεστόλιθοι). Από το Δογγέριο και μετά ο χώρος της Ιόνιας ενότητας βαθαίνει ενώ οι Παξοί και το Γάβροβο - Πύλος συνεχίζουν να δέχονται νηριτικά ιζήματα (Εικ. 2.5Fig. 2. 5  18).

 

Στη βάση της κολώνας μέχρι και το Ανώτερο Τριαδικό έχουμε ιζηματογένεση εβαποριτών. Στο Κάρνιο έχουμε τους μαύρους ασβεστόλιθους του Φουσταπήδημα (C. RENZ, 1925). Στο Νόριο έχουμε δολομίτες (Haupt-dolomit κατά C. RENZ), τους οποίους διαδέχονται οι νηριτικοί ασβεστόλιθοι του Παντοκράτορα (C. RENZ, 1955).

 

Στο Δογγέριο λαμβάνει χώρα η αλλαγή στις παλαιογεωγραφικές συνθήκες και στην αξονική περιοχή έχουμε απόθεση σχιστών αργίλων με Ποσειδώνιες, ενώ στις παρυφές έχουμε αποθέσεις φάσης ammoni­tico rosso με αμμωνίτες. Από το Μάλμιο μέχρι το Κατώτερο Σενώνιο ακολουθούν οι ασβεστόλιθοι της Βίγλας (J. PARTCH, 1887), οι οποίοι είναι πλακώδεις εν μέρει πυριτιωμένοι ασβεστόλιθοι. Από το Ανώτερο Σενώνιο μέχρι το Ηώκαινο έχουμε λατυποπαγείς ασβεστόλιθους σε εναλλαγή με πελαγικούς ασβεστόλιθους με βενθονική πανίδα από επαναϊζηματογένεση (θραύσματα ρουδιστών και τρηματοφόρων).

 

Από το Ανώτερο Ηώκαινο (Πριαμπόνιο) μέχρι τη βάση του Ολιγοκαίνου (αλλάζει από περιοχή σε περιοχή μέσα στην ενότητα), αρχίζει η κλαστική ιζηματογένεση (φλύσχης) με χαρακτηριστικά στρώματα μετάβασης στον τυπικό φλύσχη. Η κλαστική ιζηματογένεση διαρκεί μέχρι το Κατώτερο Μειόκαινο (Ακουιτάνιο).

 

Είναι γνωστό το πρόβλημα του ενιαίου φλύσχη στο σύγκλινο Ηπείρου - Ακαρνανίας, που καλύπτει τόσο την Ιόνια ενότητα στα δυτικά, όσο και τη ενότητα Γαβρόβου - Πύλου στα ανατολικά. Το ερώτημα που τίθεται είναι: "υπάρχει πλευρική μετάβαση μεταξύ των δύο ενοτήτων (Ιόνια - Γάβροβο) στη περιοχή μεταξύ Μεσολογγίου και Βαράσοβας ή είναι θαμμένη η τεκτονική επαφή του Γαβρόβου πάνω στη Ιόνια ενότητα;". Εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει πλευρική μετάβαση τότε ο φλύσχης είναι πράγματι ενιαίος αφού παρατηρείται βαθμιαία κατακόρυφη μετάβαση προς αυτόν, τόσο από τους νηριτικούς ανωκρητιδικούς - ηωκαινικούς ασβεστόλιθους της Κλόκοβας - Βαράσοβας (ενότητα Γαβρόβου - Πύλου), όσο και από τους ίδιας ηλικίας πελαγικούς ασβεστόλιθους της Ιόνιας ενότητας στο Μεσολόγγι.

Fig. 2. 5

 

 

Εικ. 2.5: Στρωματογραφικές στήλες ορισμένων ενοτήτων των εξωτερικών Ελληνίδων (από FLEURY, 1980). Ι:Ιόνια, G:Γάβροβο, T:Τρίπολη, PO:Πίνδος, P:Παρνασσός, B:Βοιωτία

 

Fig. 2.5: Stratigraphic columns of some geotectonic units among the external Hellenides (after FLEURY, 1980). Ι:Ionian, G:Gavrovo, T:Tripolis, PO:Pindos, P:Parnassos, B:Boeotia

 

Εάν υποθέσουμε ότι έχουμε μία θαμμένη τεκτονική επαφή μεταξύ των δύο ενοτήτων, αυτή η επώθηση του Γαβρόβου στην Ιόνια ενότητα θα πρέπει να έγινε κατά το χρονικό διάστημα της απόθεσης των κατώτερων μελών του φλύσχη. Ακολούθως σκεπάστηκε από τα ανώτερα στρώματα του κλαστικού σχηματισμού (φλυσχο-μόλασσα) του συγκλίνου Ηπείρου - Ακαρνανίας. Το σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει έστω και μία θέση στην οποία να φαίνεται ξεκάθαρα η σχέση της Ιόνιας ενότητας με την ενότητα Γαβρόβου - Πύλου.

 

Στη Πελοπόννησο οι μέχρι τώρα γνωστές εμφανίσεις της Ιόνιας ενότητας είναι μόνο δύο και μάλιστα μικρές, εντοπίζονται δε στο βορειοδυτικό τμήμα της και έξω από τη περιοχή μελέτης και πιο συγκεκριμένα στο Κάστρο Κυλλήνης και στο ακρωτήριο Άραξος.

 

Οι J. AUBOUIN & J. DERCOURT (1962), δίδουν τη στρωματογραφική κολώνα των ασβεστόλιθων στον Άραξο, από το Kατώτερο Σενώνιο έως το Ηώκαινο. Πρόκειται για εναλλαγές πελαγικών και μικρολατυποπαγών ασβεστόλιθων, με θραύσματα ρουδιστών στους πιο συμπαγείς πάγκους, τους διέκριναν δε σε:

 

·      πλακώδεις ασβεστόλιθους με silex, δολομιτικοί εν μέρει, με φάσεις και μικροφάσεις πελαγικές ομόλογες των ασβεστολίθων της Βίγλας της Ιόνιας ενότητας.

 

·      πελαγικούς ασβεστόλιθους χρώματος μπέζ με  χαρακτηριστική μικροπανίδα ηλικίας Κατώτερου Σενώνιου (Κονιάσιο ­Σαντόνιο):

 

Globotruncana coronata BOLLI

Globotruncana helvetica REICHEL

Globotruncana lapparenti BROTZEN

Globotruncana angusticarinata GAND.

Globotruncana linnei D'ORB.

 

·     εναλλαγή πελαγικών ασβεστολίθων με μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθους με θραύσματα ρουδιστών στους πιο συμπαγείς πάγκους, με χαρακτηριστική μικροπανίδα ηλικίας Ανώτερου Σενωνίου (Καμπάνιο - Μαιστρίχτιο):

 

Globotruncana stuarti - stuartiformis LAPP.

Globotruncana cf. contusa caliciformis LAPP.

Globotruncana linnei D'ORB.

 

Οι λατύπες των λατυποπαγών αυτών ασβεστολίθων προέρχονται από πελαγικούς, νηριτικούς ή και ωολιθικούς ασβεστόλιθους. Επίσης βρέθηκαν βενθονικά τρηματοφόρα όπως:

 

Siderolites calcitrpoides LMK

Orbitoides  media D'ARCH.

Hellenocyclina beotica REICHEL

 

Όλα αυτά είναι σε συνδετική ύλη κρυπτοκρυσταλλική. Οι προαναφερθέντες συγγραφείς δέχονται ότι οι ασβεστόλιθοι του Άραξου ανήκουν στην Ιόνια ενότητα.

 

·     εναλλαγές πελαγικών με λατυποπαγείς ασβεστολίθους με θραύσματα ρουδιστών στους πιο συμπαγείς πάγκους και με χαρακτηριστική μικροπανίδα ηλικίας Παλαιοκαίνου - Ηωκαίνου.

 

Ο Π. ΤΣΟΦΛΙΑΣ (1977) συμπληρώνει τη στρωματογραφική κολώνα των AUBOUIN & DERCOURT με τη διαπίστωση οριζόντων πελαγικών ασβεστολίθων με πυριτιόλιθους, ηλικίας Άνω Ιουρασικό - Κάτω Κρητιδικό (ασβεστόλιθοι Βίγλας). Η εμφάνιση του κλαστικού σχηματισμού στην ίδια περιοχή έχει - κατά τον ίδιο ερευνητή ­ηωκαινική ηλικία και επομένως πρόκειται για το φλύσχη της Ιόνιας ενότητας, αφού είναι γνωστό ότι, στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία δεν υπήρξε διακοπή στην ιζηματογένεση αλλά μετάβαση από την ανθρακική στην κλαστική.

 

Οι πρώτες μελέτες των ασβεστολίθων του Κάστρου Κυλλήνης έγιναν από τους γεωλόγους J.T. STILL & F.J. ROESLI για λογαριασμό της ΔΕΠ/W. HELIS, κατά τα έτη 1938-1940 και L. PERRY & P. TEMPLE για λογαριασμό της ΔΕΠ/ΕΣΣΟ, κατά τα έτη 1961 και 1962. Οι πρώτοι δέχονται ότι η ηλικία των ασβεστολίθων του Κάστρου είναι ηωκαινική, ενώ οι δεύτεροι διαπιστώνουν και μεσοζωικούς μικριτικούς ασβεστόλιθους. Οι γύψοι που εμφανίζονται είναι διαπειρικής προέλευσης, έντονα παραμορφωμένοι και περμοτριαδικής ηλικίας. Το ορατό πάχος τους είναι περίπου 230 μέτρα.

 

Κατά τον Γ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (1969), η εμφάνιση της Ιόνιας ενότητας στο Κάστρο Κυλλήνης είναι ιουρασικής - ανωκρητιδικής (Μαιστρίχτιο) ηλικίας. Πρόκειται λεπτοστρωματώδεις έως παχυστρωματώδεις ασβεστόλιθους με υπολιθογραφική υφή (κατώτερα μέλη) και μικρολατυποπαγείς (ανώτερα μέλη - ασβεστόλιθοι Μαιστριχτίου).

 

 

2.5.1. Μια νέα εμφάνιση της Ιόνιας ενότητας στο βουνό Λάπιθας

 

Κατά τη νεοτεκτονική χαρτογράφηση του Νομού Ηλείας, εντοπίσθηκαν, χαρτογραφήθηκαν και μελετήθηκαν από τους ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ & ΛΕΚΚΑ (1991), ανθρακικά και κλαστικά ιζήματα με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στις δυτικές απολήξεις του Λάπιθα κοντά στο Καϊάφα. Αυτά τα ανθρακικά και κλαστικά ιζήματα εθεωρούντο από τις μέχρι τώρα μελέτες ότι ανήκουν στην ενότητα Γαβρόβου - Πύλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί στο κεφάλαιο 2.2.4. (C. RENZ, 1955,  J. AUBOUIN & J.DERCOURT, 1962, J.J. FLEURY, 1980, H. STREIF, 1982, Ε. ΚΑΜΠΕΡΗΣ, 1987, Γ. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ & Δ. ΜΟΥΝΤΡΑΚΗΣ, 1989).

 

Οι σχηματισμοί αυτοί, που αποτελούν μικρή εμφάνιση, απαντούν στις δυτικές απολήξεις του βουνού Λάπιθας στη περιοχή της λίμνης Καϊάφα, χαρτογραφήθηκαν σε κλίμακα 1/5.000, ελήφθησαν δε πολλά δείγματα για τον προσδιορισμό της ηλικίας και της φάσης τους (Εικ. 2.6Fig. 2. 6  18). Αυτοί οριοθετούνται βόρεια με τεκτονική επαφή από τους σχηματισμούς (ανθρακικά - φλύσχης) της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου, ενώ ανατολικά και νότια η επαφή των εν λόγω σχηματισμών με τους σχηματισμούς της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου δεν είναι ορατή γιατί έχει καλυφθεί από μεταλπικές θαλάσσιες αποθέσεις, τέλος δυτικά υπάρχουν πρόσφατες αποθέσεις (Εικ. 2.7Fig. 2. 7  18). Οι σχηματισμοί διακρίθηκαν σε δύο κατηγορίες: (α) ανθρακικό και (β) κλαστικό.

 

Fig. 2. 6

a

 

b

Εικ. 2.6: Οι ανωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι της Ιόνιας ενότητας στο Λάπιθα.

a) Η εμφάνιση των ασβεστολίθων της Ιόνιας ενότητας στη περιοχή Καϊάφα

b) Πτυχές με άξονες Α-Δ στους ανωκρητιδικούς ασβεστολίθους της Ιόνιας ενότητας

Fig. 2.6: The Upper Cretaceous limestones of the Ionian unit in Lapithas Mt.

a) The outcrop of limestones in Kaiafas area.

b) Folded Upper Cretaceous limestones with E-W trending axis.

 

Fig. 2. 7



 

Εικ. 2.7:  Γεωλογικός χάρτης της περιοχής Καϊάφα 1:Αλλουβιακές αποθέσεις, κορήματα, 2:Σχημ. κροκαλοπαγών Ξηροχωρίου, 3: Κλαστικός σχημ. Καϊάφα, 4:Ανθρακικός σχημ. Καϊάφα, 5:Φλύσχης Γαβρόβου, 6:Νηριτικοί ασβεστόλιθοι Γαβρόβου, 7:Ρήγμα, 8:Τεκτονική επαφή (από ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ & ΛΕΚΚΑ, 1991).

Fig. 2.7:  Geological map of Kaiafas area 1:Alluvial deposits, scree, 2:Xerochorion conglomerates form., 3:Kaiafas clastic form., 4: 3:Kaiafas carbonate form., 5:Gavrovo Flysch form., 6: Gavrovo neritic limestones, 7:Fault, 8:Tectonic boundary (after FOUNTOULIS & LEKKAS, 1991).

 

α. Ανθρακικός σχηματισμός Καϊάφα

 

Πρόκειται για λευκούς - μπέζ, λεπτοστρωματώδεις και σπανιώτερα μεσοστρωματώδεις ασβεστόλιθους, κατά θέσεις μικρολατυποπαγείς και με ορισμένες ενδιαστρώσεις οριζόντων πυριτιολίθων. Τα στρώματα είναι έντονα πτυχωμένα, οι άξονες των πτυχών έχουν μέση διεύθυνση E-W, η δε γενική κλίση των στρωμάτων είναι προς νότον. Σε ορισμένες θέσεις, κατά μήκος της εμφάνισής τους παρατηρήθηκαν ισοκλινείς πτυχές με μέση διεύθυνση αξόνων E-W. Το ορατό πάχος του σχηματισμού είναι τουλάχιστον 250 μέτρα. Kατασκευάστηκαν πολλές λεπτές τομές προκειμένου να προσδιοριστεί η ηλικία και η φάση τους. Οι περισσότερες ήταν στείρες από απολιθώματα και μόνο δύο έδωσαν αποτελέσματα.

 

Το δείγμα Λ19 χαρακτηρίζεται ως μικροβιοκλαστικός ασβεστόλιθος, με μικριτική κύρια μάζα (wackstone έως packstone), με άφθονους κόκκους κλαστικού ανθρακικού υλικού κυρίως οργανικής προέλευσης. Σ' αυτό το δείγμα προσδιορίστηκε κυρίως πλαγκτονική μικροπανίδα μεταξύ των οποίων:

 

Gansserina gansseri (BOLLI)

Globotruncanita conica (WHITE)

Globotruncanita stuartiformis (DALBIEZ)

Heterohelix sp.

Hedbergella sp.

 

Επίσης στο δείγμα υπάρχουν θραύσματα ρουδιστών και σπάνια βενθονικά τρηματοφόρα όπως Siderolites calcitrapoides LMK.

 

Με βάση την παραπάνω πανίδα η ηλικία είναι Μέσο - Άνω Μαιστρίχτιο.

 

Το δείγμα Λ19α χαρακτηρίζεται ως μικρίτης με μικρούς κόκκους κλαστικού ασβεστίτη πολύ μικρού μεγέθους. Στο δείγμα αυτό βρέθηκαν Hedbergellinae και Heterohelix sp. καθώς και ένα θραύσμα Globotruncanidae, τα οποία δίδουν ηλικία Σενώνιο.

 

Στα υπόλοιπα δείγματα έγιναν μόνο ιζηματολογικές παρατηρήσεις αφού δεν είχαν απολιθώματα. Χαρακτηριστικό λοιπόν όλων αυτών είναι, ότι πρόκειται για ενδομικρίτες που διασχίζονται από ασβεστιτικές φλέβες, είναι δηλαδή πελαγικοί ασβεστόλιθοι.

 

Επομένως ο ανθρακικός σχηματισμός είναι ένας πελαγικός σχηματισμός ανωκρητιδικής ηλικίας (Μέσο Ανώτερο Μαιστρίχτιο).

 

 

β. Κλαστικός σχηματισμός Καϊάφα

 

Ο κλαστικός σχηματισμός αποτελείται από εναλλαγές πρασινο-λαδί έως χακί σκουρόχρωμων συνεκτικών αδρόκοκκων ψαμμιτών και πηλιτών ορατού πάχους 10 μέτρων (Εικ. 2.8.aFig. 2. 8  18). Η επαφή του κλαστικού σχηματισμού με τους προαναφερθέντες ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους είναι ορατή λόγω της φυτοκάλυψης μόνο σε μία θέση, στην οποία έχει αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των προαναφερθέντων ανωκρητιδικών ασβεστολίθων. Στην επιφάνεια του παλαιοαναγλύφου των ανωκρητιδικών ασβεστολίθων, και ακριβώς κάτω από τον κλαστικό σχηματισμό, έχουν αποτεθεί μονόμικτα ασβεστολιθικά λατυποπαγή, οι λατύπες των οποίων προέρχονται από τους υποκείμενους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους, το δε μέγεθός τους ποικίλει και φθάνει μέχρι τα 8 εκατοστά μεγάλη διάμετρο (Εικ. 2.8.bFig. 2. 8  18). Σε πολλές από τις λατύπες παρατηρήθηκαν θραύσματα ρουδιστών. Κατά θέσεις πάνω στα λατυποπαγή παρατηρήθηκαν αποικίες κοραλίων (Εικ. 2.8.cFig. 2. 8  18). Στη δεύτερη θέση η επαφή είναι τεκτονική με ρήγμα το οποίο έχει δημιουργήσει μορφολογική ανωμαλία ("δόντι") στο παλαιοανάγλυφο των ανωκρητιδικών ασβεστολίθων.

 

Προσδιορίστηκαν τα εξής είδη κοραλίων:

Favia subdenticulata  (CATULLO)

Goniopora nummulitica  (REUSS)

Tarbellastraea ovalis  (von GUMBEL)

 

Το είδος Favia subdenticulata έχει στρωματογραφική εξάπλωση κατά το Ρουπέλιο (Κάτω Ολιγόκαινο) και το Σάττιο (Ανώτερο Ολιγόκαινο), ενώ το είδος Tarbellastraea ovalis χαρακτηρίζει το Ρουπέλιο (Κατώτερο Ολιγόκαινο). Επομένως τα μονόμικτα λατυποπαγή είναι του Κατώτερου Ολιγοκαίνου.

 

Fig. 2. 8

a

 

 

 

b

c

Εικ.2.8: Ο κλαστικός σχηματισμός Καϊάφα:

a) Τυπική εμφάνιση του κλαστικού σχηματισμού Καϊάφα.

b) Τα μονόμικτα λατυποπαγή που έχουν αποτεθεί στο παλαιοανάγλυφο των ανωκρητιδικών ασβεστολίθων της Ιόνιας ενότητας στη περιοχή Καϊάφα.

c) Αποικία κοραλίων πάνω στα μονόμικτα λατυποπαγή.

 

Fig.2.8: Kaiafas clastic formation.

a) Typical outcrop of Kaiafas clastics.

b) Oligomictic breccias deposited on the Upper Cretaceous limestone paleorelief in Kaiafas area.

c) Coral colony outcropping on the oligomictic breccias paleorelief.

 

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται για αποικιακές μορφές (ερματυπικές) κοραλίων, οι οποίες ζούσαν σε ζεστά νερά (τροπικά ­- υποτροπικά) με μέγιστη θερμοκρασία 220-250C, καλά οξυγονωμένα, μικρού βάθους (το πολύ μέχρι 80 μέτρα) και κανονικής αλμυρότητας.

 

 

Συζήτηση - συμπεράσματα

 

Με βάση τα στοιχεία της λεπτομερούς χαρτογράφησης και τα δεδομένα των μακρο- και μικροπαλαιοντολογικών προσδιορισμών, μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις όσον αφορά τους δύο σχηματισμούς που περιγράφτηκαν:

 

·     Ο ανθρακικός σχηματισμός είναι πελαγικός ανωκρητιδικής ηλικίας.

 

·     Δεν υπάρχουν στοιχεία για το πότε σταμάτησε η ανθρακική πελαγική ιζηματογένεση, ήτοι στο Άνω Κρητιδικό, στο Παλαιόκαινο ή στο Ηώκαινο; Σίγουρα όμως η περιοχή χέρσευσε και διαβρώθηκε με αποτέλεσμα τη δημιουργία παλαιοαναγλύφου πάνω στους ανωκρητιδικούς ασβεστόλιθους. Η διαδικασία αυτή τελείωσε το Κάτω Ολιγόκαινο (Ρουπέλιο) με την απόθεση των μονόμικτων λατυποπαγών με τις αποικίες κοραλίων πάνω στο ήδη δημιουργημένο παλαιοανάγλυφο.

 

·     Δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί η ηλικία του κλαστικού σχηματισμού άμεσα, αλλά έμμεσα. Η ηλικία του λοιπόν δεν μπορεί να είναι παλαιότερη του Ολιγοκαίνου και νεώτερη Ανωτ. Πλειοκαίνου, αφού στη βάση του σχηματισμού είναι τα μονόμικτα λατυποπαγή με κοράλια κατω-ολιγοκαινικής ηλικίας και στην οροφή καλύπτονται από κροκαλοπαγή τα οποία θεωρούμε ομόλογα των κροκαλοπαγών του σχηματισμού Περιστεράς - ­Σιδηροκάστρου (κεφ. 2.3.).

 

·     Δεν είναι ξεκάθαρο εάν η επαφή μεταξύ του ανθρακικού και του κλαστικού σχηματισμού είναι πρωτογενής ή δευτερογενής, αφού οι θέσεις παρατήρησης είναι περιορισμένες. Πάντως, ο Ε. ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987) αναφέρεται στη γεώτρηση Περιστέρι-1 (Εικ.  2.9.aFig. 2. 9  18), βορειοανατολικά της Αμαλιάδας, στην οποία βρέθηκε φλύσχης (Στάμπιο - Ανώτ. Ολιγόκαινο) πάχους 650 μέτρων. Στη συνέχεια η γεώτρηση από τα 1.251 μέτρα μέχρι το τελικό βάθος (1520 μέτρα) συνάντησε τριαδικούς ανυδρίτες και άλατα. Οι τριαδικοί αυτοί εβαπορίτες εντάσσονται στη Κεντρική Ιόνια ενότητα (ΔΕΠ, Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, 1986). Στη γεώτρηση Σώστι-1 (Εικ. 2.9.bFig. 2. 9  18), διαπιστώθηκαν σχηματισμοί ηλικίας Ανώτερο Βουρδιγάλιο ­Κατώτερο Τορτόνιο, πάχους 60 μέτρων, ασύμφωνα τοποθετημένοι πάνω στους κενομάνιους ασβεστόλιθους της Ιόνιας ενότητας (Ε. ΚΑΜΠΕΡΗΣ, 1987).

 

·     Όπως φαίνεται από το χάρτη η επαφή μεταξύ των  σχηματισμών της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου και των ανθρακικών και κλαστικών σχηματισμών που περιγράφησαν πρέπει να είναι τεκτονική.

 

Fig. 2. 9

 

Εικ. 2.9: Οι γεωτρήσεις ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ-1 και ΣΩΣΤΙ-1 (από ΚΑΜΠΕΡΗ, 1987).

Fig. 2.9:  PERISTER1-1 and SOSTI-1 drillings (after KAMBERIS, 1987).

 

 

Όπως προαναφέρθηκε, τα όρια των ενοτήτων Ιόνιας και Γαβρόβου αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων και περισσότερο για την Ηπειρο και την Ακαρνανία όπου υπάρχουν μεγάλες εμφανίσεις τους. Για τη Πελοπόννησο η άποψη που επικρατεί (J. DERCOURT et al., 1976, F.  THIEBAULT, 1982) είναι ότι η ενότητα Γαβρόβου - Πύλου είναι επωθημένη στην Ιόνια.

 

Στην Εικ. 2.10Fig. 2. 10  18 φαίνονται οι υπεδαφικές "εμφανίσεις" της Ιόνιας ενότητας καθώς και οι ισοβαθείς καμπύλες της βάσης του νεογενούς. Όπως προαναφέρθηκε, τα όρια μεταξύ της Ιόνιας ενότητας και της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου στη Δυτική Ελλάδα είναι υποθετικά. Για τη ΒΔ. Πελοπόννησο, ο Ε. ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987), δέχεται ότι περνούν από τις δυτικές παρυφές της κωμόπολης Κάτω Αχαΐα και του όρους Σκολίς (χωριά Πόρτες, Σανταμέρι), ανατολικά της Θέσης της γεώτρησης Πελόπιο-1 και από τις δυτικές παρυφές του βουνού Λάπιθας.

 

Με βάση λοιπόν τα λιθοστρωματογραφικά χαρακτηριστικά των ασβεστολίθων που περιγράφτηκαν, οι οποίοι παρουσιάζουν ομοιότητες με τις εμφανίσεις των ασβεστολίθων της Ιόνιας ενότητας στον Άραξο και το Κάστρο Κυλλήνης, αλλά και με τους ασβεστολίθους που έχουν περιγραφεί από τις γεωτρήσεις πετρελαιογεωλογικού ενδιαφέροντος στον ευρύτερο χώρο της ΒΔ Πελοποννήσου, τη γεωτεκτονική και τη γεωγραφική θέση τους, καθώς και τη τεκτονική (ρήγμα) σχέση τους με τους σχηματισμούς της ενότητας Γαβρόβου - Πύλου, είναι σαφές ότι εντάσσονται στην Ιόνια ενότητα.

 

 

 

Fig. 2. 10



 

Εικ. 2.10:  Υπεδαφικές "εμφανίσεις" της Ιόνιας ενότητας στη ΒΔ Πελοπόννησο  και η οριοθέτησή της  με την  ενότητα Γαβρόβου - Πύλου (από ΚΑΜΠΕΡΗ, 1987).

Fig. 2.10:   Buried outcrops of the Ionian geotectonic unit in NW Peloponnessos and its tectonic boundary with the Gavrovo – Pylos geotectonic unit (after KAMBERIS, 1987).

 

 

Ο μετα-ολιγοκαινικός κλαστικός σχηματισμός που είναι ασύμφωνα τοποθετημένος στο παλαιοανάγλυφο των ανωκρητιδικών ασβεστολίθων πρέπει να αντιστοιχεί στο φλυσχομολασσικό σχηματισμό του συγκλίνου Ηπείρου - Ακαρνανίας, οι δε ασβεστόλιθοι έχουν σίγουρα επηρεαστεί τόσο από τον τεκτονισμό όσο και από το διαπειρισμό. Βέβαια, πουθενά μέχρι τώρα δεν έχει περιγραφεί τέτοια ασυμφωνία στην Ήπειρο και την Ακαρνανία, περιοχές στις οποίες δεχόμαστε ότι το πέρασμα από την ανθρακική στη κλαστική ιζηματογένεση ήταν κανονικό (στρώματα μετάβασης). Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι ανωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι στη περιοχή μελέτης είναι καρστικοποιημένοι, κάτι που συμβαίνει και στους ασβεστολίθους του Κάστρου και του Αράξου. Έντονη όμως καρστικοποίηση έχει παρατηρηθεί και στους ανωκρητιδικούς - ηωκαινικούς ασβεστόλιθους της Ιόνιας ενότητας από τις ερευνητικές γεωτρήσεις που έχουν γίνει στο Κυπαρισσιακό κόλπο. Ο Ε. ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987) αναφέρει ότι εξέταση δειγμάτων της ΔΚΑ=1 γεώτρησης έδειξε ότι οι ασβεστόλιθοι εμφανίζονται άλλοτε κατακερματισμένοι και καρστικοποιημένοι και άλλοτε ανακρυσταλλωμένοι και μάλιστα σε βάθος γεώτρησης από τα 2731 έως τα 3076 μέτρα. Τούτο σημαίνει έντονη κινητικότητα της περιοχής με αποτέλεσμα τη χέρσευση τεμαχών που είχε σαν επακόλουθο την καρστικοποίηση και τη δημιουργία παλαιοαναγλύφου πάνω στα προϋπάρχοντα αλπικά ανθρακικά πετρώματα. Το επόμενο στάδιο ήταν η βύθιση του τεμάχους για να δεχτεί το φλυσχομολασσικό κλαστικό σχηματισμό ή, εάν η βύθιση έγινε αργότερα, να δεχτεί την απόθεση μεταλπικών σχηματισμών.

 

Εξάλλου η περιγραφείσα εμφάνιση της Ιόνιας ενότητας, αποτελεί τη γεωγραφικά πιο ανατολική εμφάνισή της στο χώρο της Πελοποννήσου, δηλαδή παλαιογεωγραφικά θα πρέπει να βρισκόταν στο ανατολικό τμήμα της εσωτερικής ζώνης της, πολύ κοντά στην ενότητα Γαβρόβου - Πύλου στην οποία είναι κανόνας η ασύμφωνη τοποθέτηση του φλύσχη στους ανωκρητιδικούς ή ηωκαινικούς νηριτικούς ασβεστόλιθους, κάτι που συμβαίνει και στη στενή περιοχή μελέτης (Λάπιθας), αλλά και νότια στις περιοχές Φιλιατρών και Πύλου.

 

Πρέπει να τονιστεί ότι στην περιοχή του Καϊάφα είναι η μοναδική θέση, όχι μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά και στην υπόλοιπη δυτική Ελλάδα, στην οποία είναι ορατή με τον πλέον σαφή τρόπο η οριοθέτηση της Ιόνιας ενότητας με την ενότητα Γαβρόβου - Πύλου. Είναι γνωστό ότι η οριοθέτηση των αλπικών σχηματισμών των ενοτήτων Ιόνιας και Γαβρόβου - Πύλου στη Δυτική Πελοπόννησο αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία στην αναζήτηση πετρελαίων, αφού είναι γνωστή η πετρελαιογένεση στην Ιόνια ενότητα, και μάλιστα οι κρητιδικοί και ηωκαινικοί ασβεστόλιθοι της εν λόγω ενότητας αποτελούν τους ταμιευτήρες στο υποθαλάσσιο αντίκλινο στο Κατάκωλο.

 

 

3. MΕΤΑΛΠΙΚΕΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ

 

3.1.  Γενικα - Βιβλιογραφικη Ανασκοπηση

 

Οι μεταλπικές αποθέσεις και κυρίως τα θαλάσσια Πλειο-Τεταρτογενή καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση στη περιφέρεια της Πελοποννήσου, κυρίως στα βόρεια και δυτικά παράλια και στο εσωτερικό των κόλπων του νοτίου τμήματος (Μεσσηνιακός, Λακωνικός). Απουσιάζουν από τα ανατολικά παράλια με μόνη εξαίρεση τη πεδιάδα της Αργολίδας, η οποία συνδέεται με τους νεογενείς σχηματισμούς της Κορινθίας.

 

Νεογενείς και πλειστοκαινικές λιμναίες αποθέσεις υπάρχουν στη Κεντρική Πελοπόννησο και πιο συγκεκριμένα στη λεκάνη της Μεγαλόπολης με μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτη και στο νότιο τμήμα της λεκάνης της Ασσέας. Και στις δύο λεκάνες δεν έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα η παρουσία θαλάσσιων ιζημάτων του Νεογενούς. H λεκάνη της Άνω Μεσσηνίας έχει πληρωθεί αποκλειστικά με χερσαίες κυρίως αποθέσεις, χωρίς να έχει διαπιστωθεί η παρουσία λιμναίων, πολύ δε περισσότερο θαλάσσιων αποθέσεων (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ 1979, HEYE et. al., 1982).

 

Η μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων στη δυτική Πελοπόννησο άρχισε από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων και ξένων ερευνητών έχει ασχοληθεί με τις νεογενείς και τεταρτογενείς αποθέσεις κυρίως από παλαιοντολογική άποψη. Οι λιθοστρωματογραφικές και βιοστρωματογραφικές μελέτες είναι ελάχιστες, πολύ δε περισσότερο μελέτες που αναφέρονται στη παλαιογεωγραφία και γεωδυναμική της Δυτικής Πελοποννήσου.

 

Η πρώτη δημοσίευση είναι των DE BOBLAYE και VIRLET (1833) που ήταν μέλη της "Expédition scientifique de Morée", αναφέρεται στο Τριτογενές της Πελοποννήσου και διακρίνει δύο σχηματισμούς, τον σχηματισμό που αποτελείται από αδρομερή κροκαλοπαγή "Gompholites formation" και το σχηματισμό που αποτελείται από εναλλαγές απολιθωματοφόρων αργίλων και οργανογενών ασβεστολίθων "Subapennin formation".

 

Ο FIEDLER (1841), σε μία έκθεση για τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδας αναφέρεται στη παρουσία λιγνιτοφόρων στρωμάτων στη περιοχή του Πύργου.

 

Ο BUECKING (1882), περιέγραψε τα ιζήματα του ευρύτερου χώρου της Ολυμπίας, αναφέρεται δε και αυτός στους λιγνίτες που εντόπισε ο FIEDLER.

 

Ο PHILIPPSON (1892), μετά από λεπτομερή γεωλογική έρευνα στη Πελοπόννησο διακρίνει τους ίδιους λιθολογικούς σχηματισμούς με τους DE BOBLAYE και VIRLET, αλλά τοποθετεί τα κροκαλοπαγή πάνω από τα απολιθωματοφόρα ιζήματα, τα οποία ονόμασε "Mergel-Sand Gruppe".

 

O OPPENHEIM (1892), μελέτησε τα απολιθώματα που συνέλεξε ο PHILIPPSON και θεώρησε ότι είναι χαρακτηριστικά της "Levanti-nische Stufe", αργότερα όμως (1906) άλλαξε άποψη και θεώρησε ότι η ηλικία τους είναι Άνω Μειόκαινο (Σαρμάτιο).

 

Ο ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ (1940), μελέτησε τα μακροαπολιθώματα του "Mergel-Sand Gruppe" των νεογενών αποθέσεων στην Ήλιδα και θεώρησε ότι οι κατώτεροι ορίζοντες των θαλάσσιων μαργών είναι κατωπλειοκαινικής ηλικίας.

 

Ο ΨΑΡΙΑΝΟΣ (1950-1951), μελετά τα απολιθώματα (κυρίως μαλάκια) των θαλασσίων μαργών στη περιοχή Αχαΐας και θεωρεί ότι είναι κατωπλειοκαινικής ηλικίας.

 

O FREYBERG (1953), στα πλαίσια μιας δημοσίευσης που αφορούσε τη κατασκευή αρτεσιανών φρεάτων στις περιοχές Ηλείας και Αρκαδίας, περιέγραψε τα ιζήματα και τις πρόσφατες αποθέσεις των περιοχών αυτών, παρατήρησε δε μία γενική αύξηση του μεγέθους των κόκκων του κλαστικού υλικού των αποθέσεων του Άνω Καινοζωικού προς την ενδοχώρα.

 

Ο GIANOTTI (1953), δημοσίευσε τα αποτελέσματα της μικροπαλαιοντολογικής μελέτης των αργιλούχων μαργών της Ολυμπίας, διαπιστώνει ότι είναι Αστίου ηλικίας και διατυπώνει την άποψη ότι είναι πολύ πιθανό η μικροπανίδα που μελέτησε να μην είναι μόνο Αστίου ηλικίας αλλά να μεταβαίνει και στο Καλάβριο.

 

Στο γεωλογικό χάρτη της Ελλάδας (1954, κλίμακα 1/300.000, που συντάχτηκε από τους RENZ, ΛΙΑΤΣΙΚΑ και ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ) οι αποθέσεις του Άνω Καινοζωικού της Δυτικής Πελοποννήσου διακρίνονται σε "Πλειόκαινο" και "Πλειοκαινικά κροκαλοπαγή". Η πεδιάδα της Αμαλιάδας είναι χαρτογραφημένη σαν Τεταρτογενής, οι παράκτιες περιοχές κοντά στο Πύργο θεωρούνται ολοκαινικές.

 

Η ΔΑΒΗ (1957), μελέτησε το υλικό από τη γεώτρηση του W. HELLIS στο Κατάκωλο και με βάση τα τρηματοφόρα που προσδιόρισε χαρακτήρισε τα στρώματα που διατρήθηκαν από τη γεώτρηση ανωπλειοκαινικά, η δε φάση των ιζημάτων θεωρεί ότι είναι παράκτια έως υποπαράκτια.

 

Ο FOLDYNA (1960), μελέτησε τις αεροφωτογραφίες της ευρύτερης περιοχής του Πύργου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, επειδή οι νεογενείς αποθέσεις νότια του Αλφειού ποταμού είναι πιο έντονα τεκτονισμένες από εκείνες βόρεια του ποταμού, πρέπει να είναι αρχαιότερες.

 

Οι BIGNOT, DERCOURT & LE CALVEZ (1963), μελέτησαν τέσσερις τομές στα νεογενή των περιοχών Κιάτου - Μάννας, Ολυμπίας, Πύλου και στα κροκαλοπαγή που είναι μεταξύ Ερυμάνθου και Παναχαϊκού.  ‘Eτσι για την περιοχή Κιάτου - Μάννας θεωρούν ότι η ηλικία των κατώτερων στρωμάτων είναι Κάτω Πλειόκαινο ενώ των ανώτερων Ανω Πλειόκαινο - Τεταρτογενές, το δε περιβάλλον απόθεσης των ιζημάτων λιμνοθαλάσσιο - θαλάσσιο. Τα στρώματα της δεύτερης τομής (Ολυμπίας) χαρακτηρίζονται πλειοκαινικά (Άστιο). Τα στρώματα της τρίτης τομής (Πύλος) χαρακτηρίζονται ότι είναι κατωπλειοκαινικής - μεσοπλειοκαινικής ηλικίας, τα δε κροκαλοπαγή της τέταρτης τομής (κροκαλοπαγή Ερυμάνθου) δέχονται ότι είναι ανωπλειοκαινικής -τεταρτογενούς ηλικίας.

 

Ο DERCOURT (1964), διαίρεσε το Πλειόκαινο - Τεταρτογενές της Δυτικής Πελοποννήσου σε τρείς λιθολογικούς σχηματισμούς: i."facies plais ancien" που αποτελείται κυρίως από αργιλικά ιζήματα, ii. "facies astien" αποτελούμενη κυρίως από αμμώδεις αποθέσεις (ψαμμίτες) και iii. "facies calabrien" που αποτελείται κυρίως από κροκαλοπαγή.

 

Ο DUFAURE (1964, 1965, 1969, 1976), μελέτησε κυρίως από νεοτεκτονική και μορφολογική άποψη τη βόρεια και βορειοδυτική Πελοπόννησο. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά που κάνει ότι μία γεώτρηση στη Ηλεία έφτασε μέχρι το αλπικό υπόβαθρο και ότι οι αποθέσεις στη βάση του Νεογενούς θα πρέπει να είναι ανωμειοκαινικής ηλικίας.

 

Οι ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ & ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ (1966), μελέτησαν στις αποθέσεις γύρω από το χωριό Κεραμιδιά νότια του Πηνειού ποταμού την εγκλεισμένη πανίδα κυρίως μαλάκια και επιβεβαιώνουν την εναλλαγή της φάσης των ιζημάτων (θαλάσσια, υφάλμυρη, λιμναία).

 

Ο KERAUDREN (1966, 1969, 1970-1971), μελέτησε τις θαλάσσιες τεταρτογενείς αποθέσεις της Πελοποννήσου και εστίασε το ενδιαφέρον του στις περιοχές Κατάκωλου και Κυλλήνης. Κατά την άποψή του είναι πιθανόν ένα τμήμα του "facies astien" (DERCOURT, 1964) της Ηλείας να είναι Καλάβριας ηλικίας. Επίσης συσχέτισε τις θαλάσσιες αναβαθμίδες με Strobus bubonious, του Κατάκωλου με τις αντίστοιχες της Αίγινας και καθορίζει την ηλικία των στρωμάτων του σχηματισμού Κατάκωλου ως Τυρρήνια.

 

Ο VINKEN (1967), μελέτησε λεπτομερώς τα λιμναία ιζήματα της λεκάνης της Μεγαλόπολης.

 

Ο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (1971), μελετά τις νεογενείς αποθέσεις στη περιοχή της Κυλλήνης και συντάσσει το γεωλογικό χάρτη κλίμακας 1/50.000, φύλλο Βαρθολομιό. Θεωρεί ότι τα ανώτερα στρώματα των νεογενών αποθέσεων έχουν ανωπλειοκαινική ηλικία ενώ τα κατώτερα μεσοπλειοκαινική. Τα ιζήματα είναι κατά βάση θαλάσσια, με βάθος απόθεσης όχι μεγαλύτερο από λίγες δεκάδες μέτρα. Τέλος για να εξηγήσει τη διαμόρφωση του αντικλίνου της Κυλλήνης δέχεται ότι έχουν επιδράσει διαπειρικά φαινόμενα και όχι τεκτονικά συμπίεσης.

 

Ο ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ (1971), χαρτογραφεί και μελετά τις μεταλπικές αποθέσεις στις περιοχές Δυτικής Πυλίας και Κορώνης τις οποίες χαρακτηρίζει ως πλειοκαινικές (Άστιο).

 

Η ΑΛΕΞΟΥΛΗ - ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ (1972), μελετά τις θαλάσσιες αποθέσεις στη περιοχή Κιτριών (νοτιοανατολικά της Καλαμάτας) και δέχεται ότι η ηλικία των στρωμάτων είναι κατωπλειοκαινική, παρατηρεί δε μία τοπικού χαρακτήρα γωνιώδη ασυμφωνία μέσα στο Πλειόκαινο.

 

Η CITA (1972), δέχεται ότι η για τη περιοχή της Μεσογείου η "επίκλυση του Μέσου Πλειοκαίνου" είναι πιο σημαντική από εκείνη μεταξύ Πλειοκαίνου και Μειοκαίνου.

 

Ο RAPHAEL (1973), μελετά τις μεταβολές που έλαβαν χώρα στις παλαιοακτές της Ήλιδας κατά το τέλος του Πλειστοκαίνου.

 

O ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ (1973), αναφέρει ότι στα Κύθηρα τα θαλάσσια πλειοκαινικά ιζήματα επικάθονται ασύμφωνα σε παλαιότερα νεογενή, τα οποία αποτελούνται από κροκαλοπαγή, ψαμμίτες και μάργες με λιγνιτικές παρεμβολές, πιθανώς ανωμειοκαινικής ηλικίας.

 

Ο ΛΑΛΕΧΟΣ (1974), χαρτογραφεί και περιγράφει τους νεογενείς σχηματισμούς στο φύλλο "Κάτω Φιγάλεια", τους συσχετίζει με τις υπόλοιπες εμφανίσεις νεογενών της Πελοποννήσου και δέχεται ότι είναι πλειοκαινικής ηλικίας.

 

Ο ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ (1976), μελετά τη γεωγραφική εξάπλωση, τη φάση και το πάχος των νεογενών και τεταρτογενών αποθέσεων της βόρειας και βορειοδυτικής Πελοποννήσου και καταθέτει την άποψη ότι θα ήταν δυνατό να υπάρχουν μειοκαινικές αποθέσεις σε βαθύτερες θέσεις διαφόρων περιοχών της Πελοποννήσου.

 

Ο HAGEMAN (1977), μελετά τη λιθοστρωματογραφία των μεταλπικών αποθέσεων της ευρύτερης περιοχής Πύργου. Διακρίνει τους εξής πέντε (5) σχηματισμούς από τον αρχαιότερο στο νεώτερο: i. Πλατιάνας, ii. Βούναργου, iii. Ολυμπίας, iv. Ερυμάνθου και v. Βάλμης, οι οποίοι είναι η έκφραση των διαφορικών κινήσεων κατά τη διάρκεια της ιζηματογένεσης στην εν λόγω περιοχή. Στις ίδιες κινήσεις (κατακόρυφου χαρακτήρα) αποδίδει και τη δημιουργία του σημερινού αναγλύφου. Ο εν λόγω ερευνητής δίδει μία από τις πληρέστερες μελέτες και ιδιαίτερα για το σχηματισμό Βούναργου από όλες τις μέχρι τότε μελέτες που αναφέρονται στο Νεογενές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου.

 

Ο STREIF (1977, 1978), χαρτογραφεί γεωλογικά τα φύλλα "Πύργος" και "Ολυμπία" κλίμακας 1/50.000 και μελετά τη στρωματογραφία και την τεκτονική παραμόρφωση των πετρωμάτων του Ανώτερου Καινοζωικού της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου.

 

Οι KOWALCZYK & WINTER (1979), μελετούν τη τεκτονική και παλαιογεωγραφική εξέλιξη της χερσονήσου της Κυλλήνης, που θεωρούν ότι έχει δημιουργηθεί εξ' αιτίας των διαπειρικών κινήσεων των τριαδικών εβαποριτών, κινήσεις που έλαβαν χώρα το αργότερο κατά το Άνω Πλειόκαινο.

 

O ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987), μελετά από γεωλογική και πετρελαιογεωλογική άποψη τα μεταλπικά ιζήματα της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Περιγράφει τις υπολειμματικές εμφανίσεις ιζημάτων του Άνω Μειοκαίνου - Κάτω Πλειοκαίνου στη λεκάνη της Κυπαρισσίας και δέχεται ότι στο Μέσο Μειόκαινο υπάρχει στρωματογραφικό κενό. Δέχεται επίκλυση της θάλασσας κατά το Ανώτερο Πλειόκαινο η οποία συνεχίστηκε με μικρά διαλείμματα έως το Κατώτερο Πλειστόκαινο. Στο Κατώτερο Πλειστόκαινο παρατηρείται απόσυρση της θάλασσας διαδοχικά από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Στο Τυρρήνιο πραγματοποιείται νέα επίκλυση στις δυτικές περιοχές (σχηματισμός Κατάκωλου) και τέλος απόσυρση της θάλασσας στις αρχές του Ολοκαίνου με αποτέλεσμα τη δημιουργία ελών στις περιοχές Κάστας, Αγουλινίτσας και Καλογρηάς. Τέλος, το πάχος των μεταλπικών αποθέσεων εκτιμάται ότι είναι μεγαλύτερο από 2.500 μέτρα σ' ορισμένες θέσεις όπως στην Αμαλιάδα, τον Κάτω Αλφειό ποταμό, στο Χελωνίτη και τον Κυπαρισσιακό κόλπο.

 

Η KOUTSOUVELI (1987), μελετά τις θαλάσσιες πλειοκαινικές και πλειστοκαινικές αποθέσεις στις περιοχές Πύλου, Κορώνης και Μεσσήνης.

 

Οι ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ, ΜΙΡΚΟΥ, ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ, ΛΟΓΟΣ, ΛΟΖΙΟΣ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ (1988), μελετούν λιθοστρωματογραφικά τα μεταλπικά ιζήματα στη περιοχή Θουρίας - Άνω Άμφειας (βόρεια της Καλαμάτας) τα οποία δέχονται ότι είναι κατωπλειστοκαινικής ηλικίας (Hyalinea balthica), υπολογίζουν δε τις μέσες ταχύτητες βύθισης και ανύψωσης κατά το τεταρτογενές.

 

Οι ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ, ΜΙΡΚΟΥ, ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ (1990), μελετούν τη λιθοστρωματογραφία των μεταλπικών αποθέσεων στη περιοχή Φιλιατρών καταλήγουν δε στο συμπέρασμα ότι και σ' αυτή τη περιοχή τα στρώματα είναι κατωπλειστοκαινικής ηλικίας (Hyalinea balthica, Gl. truncatulinoides). Με βάση τα λιθοστρωματογραφικά και τα παλαιοπεριβαλλοντικά δεδομένα υπολογίζουν τις μέσες ταχύτητες βύθισης και ανύψωσης της περιοχής κατά το τεταρτογενές.

 

O FRYDAS (1990) μελετά παλαιοντολογικά (πλαγκτονικά τρηματοφόρα και nannoplankton) δείγματα τομών των μεταλπικών θαλάσσιων αποθέσεων της Νοτιοδυτικής Πελοποννήσου και προσδιορίζει τόσο το Πλειόκαινο όσο και το Κάτω Πλειστόκαινο.

 

Oι MARIOLAKOS, SCHNEIDER, FOUNTOULIS & VOULOUMANOS (1992), μελετούν τη λιθοστρωματογραφία των θαλάσσιων μεταλπικών αποθέσεων στις Κιτριές (νοτιοανατολικά της Καλαμάτας) τις οποίες χαρακτηρίζουν σαν κατωπλειστοκαινικές (Hyalinea balthica) και διατυπώνουν την άποψή τους για την νεοτεκτονική εξέλιξη της περιοχής.

 

Οι μεταλπικές αποθέσεις δεν αποτέθηκαν ούτε ομοιόμορφα, ούτε ταυτόχρονα στον ευρύτερο χώρο της Δυτικής Πελοποννήσου πολύ δε περισσότερο στη περιοχή μελέτης. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι πολλοί, κυρίως όμως τεκτονικοί και πιο συγκεκριμένα σχετίζονται τόσο με τη γεωτεκτονική θέση και το τεκτονικό καθεστώς παραμόρφωσης της περιοχής μελέτης κατά τη περίοδο της ιζηματογένεσης (νησιωτικό τόξο), όσο και με το τεκτονικό καθεστώς μετά την απόθεση των ιζημάτων.

 

Για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιμο, η περιγραφή των θαλάσσιων κυρίως, αλλά όχι μόνο, μεταλπικών σχηματισμών να γίνει ξεχωριστά για κάθε μία λεκάνη από τις τρεις που έχουν δεχτεί θαλάσσιες αποθέσεις, προκειμένου να κατανοηθούν καλύτερα τα προβλήματα και οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η παλαιογεωγραφική εξέλιξη της κάθε μιας, αλλά και στο σύνολό της η περιοχή μελέτης.

 

Όπως προαναφέρθηκε, όλες οι λεκάνες της περιοχής μελέτης (Εικ. 2.11Fig. 2. 11  18), στις οποίες εμφανίζονται οι μεταλπικές θαλάσσιες και χερσαίες αποθέσεις είναι:

 

·      Στο νότιο τμήμα η λεκάνη Καλού Νερού - Κυπαρισσίας με θαλάσσια κυρίως αλλά και χερσαία ιζήματα, η λεκάνη του Δώριου με χερσαία ιζήματα, και τμήμα της λεκάνης της Άνω Μεσσηνίας επίσης με χερσαία ιζήματα.

 

·      Στο κεντροδυτικό τμήμα της περιοχής μελέτης είναι η λεκάνη της Νέδα, η οποία έχει πληρωθεί κυρίως με θαλάσσια ιζήματα.

 

·      Στο βόρειο τμήμα είναι η λεκάνη της Ζαχάρως, η οποία έχει πληρωθεί με θαλάσσια και λιμναία ιζήματα.

 

 

3.2.  Λεκανη Καλου Νερου - Κυπαρισσιασ

 

3.2.1.  Γενικά

 

Η λεκάνη Καλού Νερού - Κυπαρισσίας αποτελεί την πλέον νοτιοδυτική λεκάνη της περιοχής μελέτης και είναι ταυτόχρονα η δυτικότερη λεκάνη του μεγάλου τεκτονικού βυθίσματος Καλαμάτας - Κυπαρισσίας (Εικ. 2.12Fig. 2. 12  18). Είναι μικρή σε έκταση, τα νότια όρια καθορίζονται από τη μεγάλη ρηξιγενή ζώνη Κυπαρισσίας - Αετού με πρανή που παρουσιάζουν μεγάλες κλίσεις, βόρεια τα όρια δεν είναι τόσο σαφή αφού δεν είναι τεκτονικά. Έτσι οι μεταλπικές αποθέσεις επικάθονται ασύμφωνα πάνω στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των αλπικών σχηματισμών του Τετράζιου όρους. Ανατολικά εκτείνεται η μικρή λεκάνη Κοπανακίου η οποία συνδέει τη λεκάνη της Κυπαρισσίας - Καλού Νερού με λεκάνη του Δώριου. Δυτικά βρέχεται από τον Κυπαρισσιακό κόλπο. Η λεκάνη έχει πληρωθεί κυρίως με θαλάσσια ιζήματα.

 

Πλαίσιο κειμένου: ΛΥΚΑΙΟ
 


Fig. 2. 11

 

Εικ. 2.11:  Οι μεταλπικές λεκάνες της περιοχής μελέτης. 1:Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, 2:Δώριου, 3:Ανω Μεσσηνίας, 4:Νέδα, 5:Ζαχάρως και 6:Μεγαλόπολης.

Fig. 2.11:  The post-alpine basins of the study area. 1:Kyparissia – Kalo Nero, 2:Dorion,      3:Ano Messinia, 4:Neda, 5:Zacharo and 6:Megalopolis.

 

 

Τις μεταλπικές αποθέσεις της λεκάνης τις χαρτογράφησε ο ΛΑΛΕΧΟΣ (1974), ο οποίος τις θεωρεί ομόλογες των πλειοκαινικών αποθέσεων των περιοχών Βαρθολομιού και Φιλιατρών.

 

Ο ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ (1979) μελέτησε τους μεταλπικούς σχηματισμούς της εν λόγω λεκάνης, με βάση δε τα συλλεγέντα μακρο- και μικροαπολιθώματα, από φυσικές τομές αλλά και από δειγματοληπτικές γεωτρήσεις δέχεται ότι η ηλικία τους είναι πλειοκαινική, δεν αποκλείει όμως την πιθανότητα παρουσίας και του ανώτατου Μειοκαίνου. Διέκρινε και περιέγραψε τους ακόλουθους τέσσερις λιθοστρωματογραφικούς σχηματισμούς:

 

1.    Αλιμακίου που αποτελείται κυρίως από συνεκτικά πολύμικτα κροκαλοπαγή.

2.    Ραχών αποτελούμενο από εναλλαγές μαργών, ψαμμιτών  και κροκαλοπαγών.

3.    Μύρου που αποτελείται κυρίως από στρώματα μαργών με κροκαλοπαγείς ενδιαστρώσεις, το δε περιβάλλον απόθεσης είναι άλλοτε λιμναίο άλλοτε υφάλμυρο και άλλοτε θαλάσσιο.

4.    Ερυθρών αργιλλούχων άμμων που καλύπτει ασύμφωνα πολλά τμήματα της πεδινής έκτασης.

 

Fig. 2. 12

 

Εικ. 2.12:   Το τεκτονικό βύθισμα Καλαμάτας - Κυπαρισσίας και οι επιμέρους λεκάνες 1:Kάτω Μεσσηνίας, 2:Ανω Μεσσηνίας, 3:Δώριου, 4:Κυπαρισσίας - Καλού Νερού (από ΜΑΡΙΟΛΑΚΟ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ 1991).

Fig. 2.12:   Small order basins within the Kalamata – Kyparissia graben 1:Kato Messinia, 2:Ano Messinia, 3:Dorio, 4:Kyparissia – Kalo Nero (after MARIOLAKOS & FOUNTOULIS, 1991).

 

 

Ο ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987) μελετά και χαρτογραφεί τις μεταλπικές αποθέσεις στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού τις οποίες διακρίνει στα εξής μέλη, από τα αρχαιότερα στα νεότερα:

 

Μειόκαινο - Κάτω Πλειόκαινο

 

·      Κροκαλοπαγή Βρυσών. Θεωρούνται ότι είναι οι παλαιότερες μεταλπικές αποθέσεις της λεκάνης, συνίστανται δε από συνεκτικά κροκαλοπαγή και συνεκτικούς ψαμμίτες.

 

·      Κροκαλοπαγή Περιστεράς. Εμφανίζονται κατά μήκος του ποταμού Περιστερά και αποτελούνται από πολύμικτα, άστρωτα, συνεκτικά κροκαλοπαγή.

 

·      Άργιλοι Ραχών. Αποτελούνται από αργίλους, ψαμμίτες και χαλαρά κροκαλοπαγή. Οι κατώτεροι ορίζοντες των αργίλων θεωρούνται ανωμειοκαινικής και οι ανώτεροι ανωμειοκαινικής - κατωπλειοκαινικής ηλικίας. Ο προσδιορισμός έγινε με απολιθώματα (τρηματοφόρα).

 

Άνω Πλειόκαινο - Πλειστόκαινο

 

·      Κροκαλοπαγή Μύρου. Αποτελείται κυρίως από κροκαλοπαγή και ψαμμίτες που έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στις "Αργίλους των Ραχών". Τα εν λόγω κροκαλοπαγή εντάσσονται στο σχηματισμό Βούναργου.

 

Πλειστόκαινο

 

·      Κροκαλοπαγή Χελιδονίου. Πρόκειται για χερσαία κροκαλοπαγή, λατυποπαγή και αργίλους ερυθρωπού χρώματος.

 

Ο FRYDAS (1990) μελετά τη στρωματογραφία του Πλειοκαίνου και του Κάτω Πλειστοκαίνου με βάση ασβεστολιθικά Nannoplankton και για μεν τη περιοχή των Ραχών δέχεται ότι η ηλικία των στρωμάτων που καλύπτουν τα κροκαλοκαλοπαγή είναι Κάτω Πλειστόκαινο και τα εντάσσει στη βιοζώνη ΝΝ19, ενώ τις μάργες στο Γλυκορίζι τις εντάσσει στη βιοζώνη ΝΝ17 δηλ. Άνω Πλειόκαινο.

 

 

3.2.2. Στοιχεία γεωλογικής χαρτογράφησης - Λιθοστρωματογραφία

 

Η χαρτογράφηση και η μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού μας οδήγησε στο να διακριθούν οι ακόλουθοι λιθοστρωματογραφικοί σχηματισμοί από τους αρχαιότερους στους νεότερους (Εικ. 2.13):

 

1.    Σχηματισμός Ραχών

2.    Σχηματισμός Ψηλής Ράχης

3.    Σχηματισμός Περιστεράς - Σιδηροκάστρου

4.    Σχηματισμός Μύρου

5.    Σχηματισμός Μουριατάδας - Κάκκαβα

6.    Σχηματισμός Κυπαρισσίας - Καλού Νερού

7.    Σχηματισμός Καλού Νερού

8.    Ολοκαινικές αποθέσεις

α. Θίνες

β. Αλλουβιακές αποθέσεις

 

1.  Σχηματισμός Ραχών

 

Ο σχηματισμός Ραχών μελετήθηκε λεπτομερώς σε δύο θέσεις. Η μία στο νότιο περιθώριο της λεκάνης κοντά στη ρηξιγενή ζώνη Κυπαρισσίας - Αετού στο χωριό Βρύσες και η άλλη στο μέσο της λεκάνης κοντά στο χωριό Ράχες.

 

α. Τομή Βρυσών

 

Στην είσοδο και την έξοδο του χωριού Βρύσες (Εικ. 2.13Fig. 2. 13  18, Θέση 1) απαντώνται πολύμικτα συνεκτικά λατυποκροκαλοπαγή, των οποίων οι λατύπες και οι κροκάλες προέρχονται από τους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου (Εικ. 2.14.aFig. 2. 14  18).

 

Στην επαφή, (στο ανατολικό πρανές του λόφου, νότια του χωριού), των κροκαλο-λατυποπαγών με τους ανωκρητιδικούς ασβεστολίθους της Πίνδου κυριαρχούν μονόμικτα λατυποκροκαλοπαγή, τα οποία προέρχονται από τους ανωκρητιδικούς ασβεστολίθους (υπόβαθρο). Παρουσιάζουν ακατάστατη διάταξη, είναι κυρίως γωνιώδη και εν πάση περιπτώσει όχι καλά αποστρογγυλεμένα, δηλαδή το υλικό δεν έχει μεταφερθεί σε σημαντική απόσταση. Το συνδετικό υλικό είναι ψαμμιτικό και αποτελείται από μικρά γωνιώδη στοιχεία μεγέθους μέχρι 5 χιλιοστά που έχουν συγκολληθεί με ασβεστιτικό υλικό. Το χρώμα των κροκαλολατυποπαγών και του συνδετικού υλικού είναι συνήθως γκρι ανοικτό. Στις θέσεις όμως που κυριαρχούν οι κροκάλες οι προερχόμενες από τους ραδιολαρίτες τότε το χρώμα τους είναι ερυθρό.

 

Προς το εσωτερικό της λεκάνης, τα λατυποκροκαλοπαγή εξελίσσονται σε πολύμικτα συνεκτικά κροκαλοπαγή, με ορισμένους ορίζοντες συνιστάμενους από ευμεγέθεις κροκάλες διαμέτρου μέχρι και 40 εκατοστών, που αποτελούνται από λευκούς ημικρυσταλικούς στρωματώδεις ασβεστόλιθους, ραδιολαρίτες κύρια ερυθρούς αλλά και μαύρους, λιγότερους ερυθρωϊώδεις πλακώδεις ασβεστόλιθους, μπεζ πλακώδεις ασβεστόλιθους, καθώς και κροκάλες προερχόμενες από το φλύσχη της ενότητας Πίνδου (Eικ. 2.14.bFig. 2. 14  18).

 

Το μέγεθος των κροκαλών ποικίλει πολύ και γενικότερα οι ραδιολαριτικές κροκάλες είναι μικρότερες σε μέγεθος από τις ασβεστολιθικές. Οι προερχόμενες από το φλύσχη κροκάλες υπολείπονται, ενώ στις επιφάνειες διάβρωσης και αποσάθρωσης κυριαρχούν οι ραδιολαριτικές λατύπες και κροκάλες λόγω μιας εκλεκτικής διάβρωσης και αποσάθρωσης του ασβεστολιθικού υλικού. Παρουσιάζουν μία υποτυπώδη στρώση εκεί όπου διακρίνονται εναλλαγές πάγκων με αδρομερέστερο και λεπτομερέστερο υλικό (ψαμμίτες - ψηφιδοπαγή). Επειδή, τα εν λόγω κροκαλολατυποπαγή είναι έντονα τεκτονισμένα και διαβρωμένα, έχουν δε αποτεθεί στο παλαιοανάγλυφο που είχε δημιουργηθεί πάνω στους σχηματισμούς της ενότητας της Πίνδου, είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί το πάχος τους.

 

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το παλαιοανάγλυφο πάνω στο οποίο αποτέθηκαν τα κροκαλολατυποπαγή πρέπει να ήταν απόκρημνη ακτή (λατύπες) που είχε δημιουργηθεί λόγω της δραστηριότητας της ρηξιγενούς ζώνης Κυπαρισσίας - Αετού.

Fig. 2. 13

Εικ. 2.13: Γεωλογικός χάρτης της λεκάνης Κυπαρισσίας – Καλού Νερού.

1:Αλλούβια, 2:Σχημ. Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, 3:Σχημ. Καλού Νερού, 4:Σχημ. Μουριατάδας ­Κάκκαβα, 5:Σχημ. Μύρου, 6:Σχημ. Περιστεράς - Σιδηροκάστρου, 7:Σχημ. Ψηλής Ράχης, 8:Σχημ. Ραχών, 9:Πίνδος, 10:Γεωλογικό όριο, 11:Ρήγμα, 12:Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 13:Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας

 

Fig. 2.13: Geological map of the Kyparissia – Kalo Nero basin.

1:Alluvial deposits, 2:Kyparissia – Kalo Nero form., 3:Kalo Nero form., 4:Mouriatada – Kakkavas form., 5:Myron form., 6:Peristera – Siderokastron form., 7:Psili Rachi form., 8:Raches form., 9:Pindos unit, 10:Geological boundary, 11:Fault, 12:Strike and dip of strata, 13:Observation and sampling location.

 

 

Fig. 2. 14

a

b

c

 

Εικ. 2.14: Σχηματισμός Ραχών

α) Πολύμικτα συνεκτικά λατυποκροκαλοπαγή στη θέση 1 (Βρύσες)

b) Πολύμικτα συνεκτικά κροκαλοπαγή στη θέση 3

c) Εναλλαγές ψαμμιτών – μαργών

Fig. 2.14: Raches formation

α) Polymictic cohesive brecia conglomerates in location 1 (Vryses)

b) Polymictic cohesive conglomerates in location 3

c) Alternations of sandstones and marls

 

 

Απολιθώματα δεν ήταν δυνατόν να βρεθούν σε τέτοιου τύπου αποθέσεις υψηλής ενέργειας και ως εκ τούτου δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί άμεσα η ηλικία τους.

 

 

β. Τομή Περιστεράς

 

Δυτικά του χωριού Ράχες, πάνω στο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών της ενότητας Πίνδου έχουν αποτεθεί σε εναλλαγές πολύμικτα κροκαλοπαγή, ψαμμίτες, ιλυόλιθοι και πηλίτες σε εναλλαγές. Οι ψαμμιτικοί πάγκοι συνήθως βρίσκονται μέσα στους πηλίτες (Εικ. 2.14.c).

 

Σε τομή κατά μήκος των βόρειων πρανών της Ψηλής Ράχης που βρίσκεται 500 μέτρα ανατολικά από τη διασταύρωση του δρόμου Κυπαρισσίας - Ζαχάρως με το δρόμο που οδηγεί στο χωριό Ράχες (Εικ. 2.13, θέση 2), καθώς και στη νοτιοδυτική όχθη του ποταμού Περιστερά (Εικ. 2.13, θέση 3) εμφανίζονται λεπτόκοκκοι ψαμμίτες καστανοκίτρινου χρώματος. Οι ψαμμίτες αυτοί είναι κατακερματισμένοι από μικρά ρήγματα και πολλές διακλάσεις, αρκετές από τις οποίες έχουν πληρωθεί από ένα λεπτό ασβεστιτικό υμένιο.

 

Οι τεφροπράσινοι ιλυόλιθοι ως πηλίτες που εναλλάσσονται με ψαμμίτες, είναι εξαλλοιωμένοι επιφανειακά σε λευκά καολινιτικά (;) ή ασβεσταργιλικά φλεβίδια που πιθανόν να αντιπροσωπεύουν ζώνες διάρρηξης. Σε ορισμένες θέσεις παρουσιάζουν κάποια κάμψη είναι ανορθωμένοι και το λεπτομερές υλικό είναι κατακερματισμένο.

 

Τα κροκαλοπαγή είναι πολύμικτα με αποστρογγυλεμένες και πεπλατυσμένες κροκάλες ποικίλου μεγέθους με μεγάλη διάμετρο μέχρι και 10 εκατοστά (σε ορισμένες περιπτώσεις ο μεγάλος άξονας είναι 20 εκατοστά και στο δυτικό τμήμα κοντά στην επαφή με το υπόβαθρο 40 εκατοστά), προέρχονται δε αποκλειστικά από τους σχηματισμούς της Πίνδου δηλαδή από μαύρους ή ερυθρούς ραδιολαρίτες ή πυριτιόλιθους, ασβεστόλιθους, και κροκάλες από το φλύσχη που σε ορισμένες περιπτώσεις δίδουν την εντύπωση ότι υπερτερούν, (30% - 40% των κροκαλών). Οι ασβεστολιθικές κροκάλες έχουν πλήθος διακλάσεων οι οποίες δεν διασχίζουν το συνδετικό υλικό των κροκαλοπαγών που είναι ψαμμιτικό πολύμικτου χαρακτήρα και γενικά μοιάζει με το συνδετικό υλικό των κροκαλολατυποπαγών των Βρυσών.

 

Στα κροκαλοπαγή παρατηρούνται επιφανειακές διαρρήξεις με γραμμές προστριβής (ρήγματα), οι οποίες έχουν καλυφθεί με ένα λεπτό ασβεστιτικό υμένιο. Τα ρήγματα αυτά είναι κυματοειδούς μορφής μικρών γενικά κλίσεων επιφάνειες (σχεδόν οριζόντιες) φαίνεται δε ότι είναι ανάστροφου χαρακτήρα και δίδουν την εντύπωση ότι κάποια τεμάχη είναι εφιππευμένα. Πολλά από αυτά τα ρήγματα έχουν θραύσει δευτερογενώς τις κροκάλες.

 

Κύρια χαρακτηριστικά του σχηματισμού είναι ότι

(i)   επικάθεται ασύμφωνα στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών της Πίνδου και

(ii) οι κλίσεις των στρωμάτων είναι 250 - 350 σταθερά προς τα ανατολικά, σε ορισμένες δε θέσεις είναι σχεδόν ανορθωμένα.

 

Προκειμένου να προσδιοριστεί η ηλικία των στρωμάτων της τομής ελήφθησαν πολλά δείγματα από όλα τα στρώματα για παλαιοντολογικές αναλύσεις (τρηματοφόρα, οστρακώδη και ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα).

 

Στα δείγματα δυστυχώς δεν βρέθηκαν πολλά απολιθώματα, πολύ δε περισσότερο χαρακτηριστικά για τον καθορισμό της ηλικίας των στρωμάτων. Βρέθηκαν μόνο πολλά Ακτινόζωα, συγκρίμματα cf. που μοιάζουν με κοπρόλιθους Αννελιδών σκωλήκων, ωτόλιθοι indef., τα περισσότερα από τα οποία ίσως είναι μεταφερμένα.

 

2.  Σχηματισμός Ψηλής Ράχης

 

Στη θέση 2 πάνω από τον μόλις περιγραφέντα σχηματισμό, απαντά ένας σχηματισμός μικρού πάχους, που αποτελείται αποκλειστικά από λεπτομερές υλικό (ιλυόλιθοι - πηλίτες) κιτρινοπράσινου χρώματος. Στη συγκεκριμένη θέση δεν είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς στρώση, σε άλλες όμως κοντινές θέσεις η στρώση που παρατηρείται είναι εντελώς διαφορετική (αντίθετη, 100 - 200 προς τα δυτικά - νοτιοδυτικά) από τη στρώση των υποκείμενων (Εικ. 2.15Fig. 2. 15  18).

 

Προκειμένου να προσδιοριστεί η ηλικία των στρωμάτων της τομής ελήφθησαν πολλά δείγματα από όλα τα στρώματα για τρηματοφόρα, οστρακώδη και ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα.

 

Fig. 2. 15



 

Εικ. 2.15:   Σχηματική γεωλογική τομή Α – Β (βλ. γεωλ. Χάρτη Εικ.2.3). 1:Σχημ. Καλού Νερού, 2:Σχημ. Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, 3:Σχημ. Μύρου, 4:Σχημ. Περιστεράς – Σιδηροκάστρου, 5:Σχημ. Ψηλής Ράχης, 6:Σχημ. Ραχών, 7:Πίνδος.

Fig. 2.15:   Schematic cross section ΑΒ (see geol. map of Fig.2.3). 1:Kalo Nero form., 2:Kyparissia – Kalo Nero form., 3:Myron form., 4:Peristera – Siderokastron form., 5:Psili Pachi form., 6:Raches form., 7:Pindos unit.

 

Δυστυχώς μόνο ένα δείγμα (150388.7) έδωσε αποτελέσματα, προσδιορίστηκαν δε τα παρακάτω ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Ceratolithus rugosus BAKRY & BRAMLETTE, 1968

Ceratolithus tricornulatus BRAMLETTE & WILCOXON, 1969

Cyclococcolithus leptoporus (MURRAY & BLACKMAN), KAMPTNER 954, ex 1956

Discoaster surculus MARTINI & BRAMLETTE

Sphenolithus abies DEFLANDRE, 1954

 

Σε δεύτερο παρασκεύασμα από το ίδιο δείγμα προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα ναννοαπολιθώματα:

 

Ceratolithus rugosus BAKRY & BRAMLETTE, 1968

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Dictyococcites dictyodus (DEFLANDRE & FERT) MARTINI, 1969

Syracosphaera pulhra LOHMANN, 1902

Watznauena barnesae (BLACK) PERCH - NIELSEN, 1968

Reticulofenestra umbilica (LEVIN) MARTINI & RITZKOWSKI, 1968

 

Aπό τα προσδιορισθέντα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα, πολλά (όπως π.χ. Dictyococcites dictyodus, Reticulofenestra umbilica, Syracosphaera pulchra, Watznauena barnesae) είναι μεταφερμένα αλλά καλοδιατηρημένα. Αυτό σημαίνει απότομη ανύψωση της περιοχής τροφοδοσίας και μικρή απόσταση μεταφοράς.

 

Από τα υπόλοιπα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα συνάγεται ότι πρόκειται για τη Zώνη Ceratolithus rugosus NN-13 (κατά MARTINI 1971, BUKRY 1978). Με άλλα λόγια η ηλικία των ιζημάτων είναι Κάτω Πλειόκαινο.

 

Επομένως, η ηλικία των στρωμάτων της τομής που έχουν ανατολικές κλίσεις στρώσεων (Σχηματισμός Ραχών) και υπόκεινται των στρωμάτων του σχηματισμού Ψηλής Ράχης, πρέπει να είναι τουλάχιστον Ανώτερο Μειόκαινο, πάντως σίγουρα είναι παλαιότερα των στρωμάτων του σχηματισμού Ψηλής Ράχης που έχουν δυτικές κλίσεις και είναι κατωπλειοκαινικής ηλικίας (Ζώνη ΝΝ-13), δηλαδή πρόκειται για ασυμφωνία.

 

Λιγνίτες Κυπαρισσίας

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι βόρεια της Κυπαρισσίας και νοτιοδυτικά της θέσης Παλιοχώρι (θέση 4) γίνονται ανοικτές εκμεταλλεύσεις λιγνιτικών κοιτασμάτων, τα οποία εμφανίζονται πάνω από τα στρώματα του σχηματισμού Ραχών και κάτω από τα στρώματα του σχηματισμού Ψηλής Ράχης. Οι λιγνίτες απαντούν κατά θύλακες, δεν έχουν σταθερή στρώση και είναι πτυχωμένοι, οι δε άξονες των πτυχών βυθίζονται προς βορρά με τιμές 250-350. Τα στρώματα της πάνω σειράς δεν είναι τόσο πτυχωμένα όπως οι λιγνίτες (Εικ. 2.16Fig. 2. 16  18) κλίνουν δε σταθερά προς τα δυτικά με κλίσεις μέχρι και 650.

 

Fig. 2. 16

a

b

Εικ. 2.16: a) Ανοικτή εκμετάλλευση λιγνιτών στη Κυπαρισσία (θέση 4), b) Ο σχηματισμός Ψηλής Ράχης

Fig. 2.16: a) Lignite open pit (location 4), b) Psili Rachi formation.

 

 

Πάρθηκαν δείγματα από τα στρώματα που βρίσκονται πάνω από τους λιγνίτες για οστρακώδη, τα οποία δεν έδωσαν αποτελέσματα.  Από τα δείγματα των λιγνιτών που ελήφθησαν για μικροσκοπική ανθρακοπετρογραφική ανάλυση στη ΔΕΗ προκύπτει:

 

α. Έλλειψη macerals με διατηρημένη κυτταρική δομή.

 

β. Κατ' εξοχή ύπαρξη Χουμο-ντετρινιτικού υλικού, το  οποίο  όμως απαντά σε ζωνώδεις "περιοχές" που παρουσιάζονται σε δύο μορφές:

 

1.    Στη μία ο Χουμοντετρινίτης σαν αποτέλεσμα γεωχημικής ζελατινοποίησης, παρουσιάζεται στη μορφή του Ντενζινίτη, αποτελούμενος από χουμινιτικά κομμάτια, όπου είναι φανερή η συμπίεση αλλά και η ομογενοποίηση χουμοτελινίτη (κυρίως κορποχουμινίτη). Σ' αυτή τη περίπτωση η συμμετοχή του ανόργανου υλικού είναι μικρή.

 

2.    Στην άλλη "περιοχή" ο Χουμοντετρινίτης είναι καθαρά αττρινιτικής μορφής (μικρότερη ομογενοποίηση) με κατ' εξοχή τεμάχια χουμινιτικά, χωρίς να λείπουν όμως και κάποιοι φουσινίτες και λεπτοντετρινίτες. Η περιοχή αυτή χαρακτηρίζεται από:

 

·      παράλληλο προσανατολισμό των ανομοιογενών  τεμαχιδίων (ήσυχα ρεύματα)

·      ενδείξεις ότι έχει ασκηθεί πίεση μετά τη τυρφογένεση

 

3.    το συνδετικό υλικό των χουμινιτικών τεμαχιδίων είναι λεπτόκοκκο αργιλλικό (;;) (και ελάχιστος σιδηροπυρίτης) πολύ εμποτισμένο με βιτουμενίτη.

 

γ. Από τη συγκριτική πετρογραφική παρατήρηση και με άλλα δείγματα λιγνιτών, πιθανόν να τοποθετείται στο φάσμα των υποβιτουμενιούχων γαιανθράκων.

 

Δείγμα λιγνίτη δόθηκε και στο ΙΓΜΕ (κ. Κ. ΚΟΥΚΟΥΖΑ) προκειμένου να εκτιμηθούν οι φυσικοχημικές του ιδιότητες. Έτσι, ο λιγνίτης του δείγματος, με υγρασία 20% επί φυσικού κατά τον κ. ΚΟΥΚΟΥΖΑ βρίσκεται μεταξύ του λιγνίτη Φλώρινας και Αλιβερίου (Εικ. 2.17). Αν δεχθούμε υγρασία επί φυσικού μεγαλύτερη (δηλ. 35%), τότε κατατάσσεται μεταξύ Αλιβερίου και Πτολεμαϊδας κάτι που κατά τον κ. ΚΟΥΚΟΥΖΑ πρέπει να απορριφθεί.

 

Η σχετικά υψηλή θερμαντική ικανότητα (παρά το μεγάλο ποσοστό της περιεχόμενης τέφρας υποδηλώνει υψηλού βαθμού ενανθράκωση των φυτικών υλών, η οποία άλλωστε εκτιμάται και από τα μακροσκοπικά χαρακτηριστικά του λιγνίτη. ‘Eτσι πιστεύουμε ότι η κανονική θέση του δείγματος είναι ακόμη δεξιότερα στο διάγραμμα της Εικ. 2.17Fig. 2. 17  18, δηλαδή πιθανά μεταξύ Ορεστιάδας και Φλώρινας.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση της κατηγορίας του γαιάνθρακα με τη γεωλογική του ηλικία δεν είναι πάντοτε συγκρίσιμη, διότι έντονες τεκτονικές πιέσεις, επιδράσεις ηφαιστειακών δόμων κλπ., μπορούν να φέρουν ανατροπή στη σχέση ηλικία - κατηγορία γαιάνθρακα, ώστε πολύ νεώτεροι σε ηλικία γαιάνθρακες να ανήκουν σε καλύτερη κατηγορία από άλλους παλαιότερης ηλικίας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης δόμου κάτω από τους λιγνίτες, δηλαδή ουσιαστικά κάτω από την ενότητα Πίνδου, αφού το πάχος του υποκείμενου των λιγνιτών σχηματισμού Ραχών είναι πολύ μικρό. Επομένως, σημαντικό ρόλο πρέπει να έχει παίξει η τεκτονική.

 

Fig. 2. 17

 

Εικ. 2.17:  Η θέση του δείγματος Ζ1 από τους λιγνίτες Κυπαρισσίας σε σχέση με τους ελληνικούς λιγνίτες σε κατάσταση "επί φυσικού" (από ΚΟΥΚΟΥΖΑ, 1985)

Fig. 2.17:   The location of Ζ1 sample from the Kyparissia lignites in relation to the greek lignites (after KOUKOUZAS, 1985)

 

 

3.  Σχηματισμός Περιστεράς - Σιδηροκάστρου

 

Πρόκειται για συνεκτικά πολύμικτα κροκαλοπαγή, που παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό ετερομετρίας. Το μέγεθος των κροκαλών ποικίλει από 5 εκατοστά έως και 50 εκατοστά. Το μέγιστο πάχος τους υπερβαίνει τα 150 μέτρα και παρατηρείται στη περιοχή μεταξύ Αλιμακίου και Αρτικίου με βάση τα στοιχεία ερευνητικής γεώτρησης (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ 1979). Στην προαναφερθείσα περιοχή, η τροφοδοσία του υλικού πρέπει να έχει γίνει από Νότο προς Βορρά, δεδομένου ότι σε κατεύθυνση από Νότο προς Βορρά μειώνεται το μέγεθος των κροκαλών.

 

Στα κροκαλοπαγή, κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο των Τάφων του Νέστορα (αρχαιολογικός χώρος Περιστεριά), δεν υπάρχουν κροκάλες από το φλύσχη της Πίνδου, στα ανώτερα σημεία υπάρχουν ογκόλιθοι μεγάλης διαμέτρου μέχρι και 50 εκατοστών, το συνδετικό υλικό είναι ψαμμιτικό και δεν παρατηρούνται διαρρήξεις όπως στα κροκαλοπαγή των Ραχών. Σαφή στρώση βέβαια δεν παρουσιάζουν, αλλά σε ορισμένες θέσεις φαίνονται ότι κλίνουν προς τα νότια - νοτιοδυτικά.

 

Στη περιοχή Σιδηρόκαστρου, (βόρεια του Περιστερά ή Αρκαδικού ή Σελλά ποταμού και μεταξύ των χωριών Ανω Καλού Νερού - Αγαλιανής - Σιδηροκάστρου), υπάρχουν μεγάλες εμφανίσεις κροκαλοπαγών, οι οποίες υπάγονται στον ίδιο σχηματισμό. Σε ορισμένες θέσεις, μέσα στα κροκαλοπαγή παρατηρούνται ενδιαστρώσεις ψαμμιτών με μία κανονικότητα στη μετάβαση από χονδρόκοκκα σε λεπτόκοκκα. Οι κλίσεις των ψαμμιτικών πάγκων είναι σταθερές προς νότον (100-200). Επίσης παρατηρείται μία συστηματική αύξηση του μεγέθους των κροκαλών από τη περιοχή του ποταμού Περιστερά (5-10 εκατοστά) προς τη περιοχή του χωριού Σιδηρόκαστρο (ογκόλιθοι μεγάλης διαμέτρου 80 εκατοστ.), το οποίο υποδηλώνει ότι η τροφοδοσία είναι από Βορρά προς Νότο.

 

Από το ψαμμιτικό υλικό των "τουρβιδιτικών" πάγκων πάρθηκαν δείγματα για τον προσδιορισμό της ηλικίας του σχηματισμού, η οποία δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί άμεσα, αφού δεν ευρέθησαν απολιθώματα. Η ηλικία προσδιορίστηκε έμμεσα, συσχετίζοντας το σχηματισμό αυτό με τον υπερκείμενο σχηματισμό μαργών Μύρου, του οποίου η ηλικία είναι Κάτω Πλειστόκαινο.

 

Πάντως, οι κροκάλες προέρχονται αποκλειστικά από τους σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου (κύρια ασβεστόλιθοι, ραδιολαρίτες και σε μικρότερο ποσοστό φλύσχης) και έχουν αποτεθεί σε χερσαίο περιβάλλον.

 

Όπως φαίνεται από το γεωλογικό χάρτη η επαφή του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου με τους σχηματισμούς Ραχών και Ψηλής Ράχης δεν είναι ορατή, παρόλα αυτά θεωρούμε ότι στρωματογραφικά, τα κροκαλοπαγή αυτά είναι νεώτερα των κροκαλοπαγών σχηματισμού Ραχών και του σχηματισμού Ψηλής Ράχης, για τους ακόλουθους λόγους:

 

1.    Οι σχηματισμοί Ραχών και Ψηλής Ράχης είναι θαλάσσιας φάσης, ενώ ο σχηματισμός Περιστεράς - Σιδηροκάστρου είναι χερσαίας.

 

2.    Ο σχηματισμός Ραχών αποτελείται από εναλλαγές ψαμμιτών, πηλιτών και κροκαλοπαγών τα στρώματα των οποίων κλίνουν σταθερά προς τα ανατολικά με σημαντικές κλίσεις, ενώ ο σχηματισμός Περιστεράς - Σιδηροκάστρου αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από κροκαλοπαγή, τα οποία δεν έχουν σαφή στρώση, όπου όμως αυτή διακρίνεται οι κλίσεις είναι προς τα νότια.

 

3.    Η τεκτονική παραμόρφωση που παρατηρείται στο  σχηματισμό Περιστεράς - Σιδηροκάστρου είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που παρατηρείται στους άλλους δύο σχηματισμούς. Πιο συγκεκριμένα, στο σχηματισμό Περιστεράς - Σιδηροκάστρου παρατηρούνται μόνο ρήγματα κανονικού χαρακτήρα και διακλάσεις. Στο σχηματισμό Ραχών παρατηρούνται ρήγματα κανονικού αλλά και ανάστροφου χαρακτήρα,  ενώ στους υπερκείμενους λιγνίτες και σχηματισμό Ψηλής Ράχης εκτός από ρήγματα παρατηρούνται και πτυχές.

 

4.    Οι κροκάλες των κροκαλοπαγών του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της Πίνδου, παρουσιάζουν δε μεγάλη ποικιλία ως προς το μέγεθός της μεγάλης διαμέτρου τους που κυμαίνεται από 5 έως 80 εκατοστά, ενώ οι κροκάλες των κροκαλοπαγών του σχηματισμού Ραχών αν και προέρχονται κι αυτές από τα πετρώματα της Πίνδου δεν παρουσιάζουν τόσο μεγάλη ετερομετρία.

 

Όπως προαναφέρθηκε, η σχέση του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου  με τους άλλους δύο είναι δύσκολο να διαπιστωθεί στην ύπαιθρο, διότι στη θέση που έρχονται σε επαφή είναι ρεματιά με πάρα πολύ πυκνή βλάστηση, στον υπόλοιπο δε χώρο η επαφή έχει καλυφθεί από νεώτερες θαλάσσιες αποθέσεις του σχηματισμού Μύρου. Παντού το υπόβαθρο των κροκαλοπαγών είναι τα πετρώματα της Πίνδου και σε καμία θέση δεν είναι κάποιος από τους δύο προαναφερθέντες θαλάσσιους σχηματισμούς, εμφανίζονται δε πάντοτε ανατολικά των θαλάσσιων σχηματισμών. Πάντως, από τα γεωλογικά (δυτικά της επαφής εμφανίζεται το αλπικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο βρίσκεται ο σχηματισμός κροκαλοπαγών των Ραχών) και μορφολογικά χαρακτηριστικά της γύρω περιοχής, φαίνεται ότι στη ρεματιά η επαφή είναι μάλλον τεκτονική με ρήγμα.

 

Η ηλικία του σχηματισμού θα τεκμηριωθεί μετά τη περιγραφή του υπερκείμενου σχηματισμού Μύρου στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.

 

4.  Σχηματισμός Μύρου

 

Ο σχηματισμός Μύρου αποτελείται κυρίως από μάργες με κατά θέσεις ενδιαστρώσεις κροκαλοπαγών, οι οποίες επικάθονται ασύμφωνα των κροκαλοπαγών του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου, των εναλλαγών κροκαλοπαγών -  ψαμμιτών - πηλιτών του σχηματισμού Ραχών και των πηλιτών του σχηματισμού Ψηλής Ράχης. Οι μάργες έχουν χρώμα γκριζοπράσινο, είναι ελάχιστα συνεκτικές και πλούσιες σε μακροαπολιθώματα, θραύσματα ελασματοβραγχίων, οστρακώδη, τρηματοφόρα και ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα.

 

Τα κροκαλοπαγή είναι χαλαρά και εμφανίζονται κυρίως στο δυτικό τμήμα του σχηματισμού όπου και παρουσιάζουν και το μεγαλύτερο πάχος πάγκων, το οποίο μειώνεται προς τα ανατολικά. Οι κροκάλες προέρχονται αποκλειστικά από τους σχηματισμούς της Πίνδου, το δε μέγεθός τους κατά μέσο όρο ποικίλει μεταξύ 10 και 20 εκατοστών.

 

Πάνω από τα κροκαλοπαγή απαντά δεύτερη σειρά από μάργες, ψαμμούχες μάργες, και ψαμμίτες, μέσα στις οποίες διακρίνονται επίσης πάγκοι χαλαρών κροκαλοπαγών. Και αυτές οι μάργες είναι ελάχιστα συνεκτικές, δεν παρουσιάζουν στρώση, είναι δε όπως και οι προηγούμενες, πλούσιες σε απολιθώματα (γαστερόποδα, ελασματοβράγχια, τρηματοφόρα, οστρακώδη και ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα). Το χρώμα των μαργών είναι χακί. Το πάχος του σχηματισμού εκτιμάται σε 150 μέτρα (Εικ. 2.18Fig. 2. 18  18).

 

Fig. 2. 18

Εικ. 2.18:    Σχηματική λιθολογική κολώνα του σχηματισμού Μύρου

Fig. 2.18:    Schematic lithologic column of the Myron formation.

 

 

Στο δείγμα 4431 που πάρθηκε από τα κατώτερα στρώματα κοντά στην επαφή με το σχηματισμό Περιστεράς - Σιδηροκάστρου (θέση 5) βρέθηκαν:

 

Τμήματα άκρων Δεκαπόδων (Crustacea), τα οποία υποδηλώνουν τροπικά - υποτροπικά ρηχά νερά, από σύγκριση με ανάλογες πανίδες σε περιοχές του Ινδικού και Ειρηνικού ωκεανού.

 

Οστρακώδη, Ακτινόζωα

 

Άκανθες Εχίνων:

Brissus sp.

 

 Δίθυρα:

Cardium sp.

Amussium cristatum badense FONT.

 

Σκαφόποδα:

Dentalium (Dentalium) rexangulum SCHOTER.

 

Bρυόζωα:

Biflustra savartii (SAV. - AUD.).

 

Ωτόλιθοι:

Lobianchia dofleini (ZUEM.).

 

Τρηματοφόρα:


·      Amphicoryna scalaris (BATCH)

·      Bolivina punctata   D' ORB.

·      Bulimina costata D'ORB.

·      Bulimina lappa.

·      Bulimina marginata.

·      Cassidulina crassa  D' ORB.

·      Cibicidoides pseudoungerianus  (CUSH).

·      Cibicides ungerianus   (D' ORB.)

·      Globigerina nepenthes TODD.

·      Globigerina cf. bulloides D'ORBIGNY.

·      Globigerinoides elongatus (D'ORB.).

·      Globigerinoides etremus.

·      Globigerinoides obliquus extremus BOLLI & BERMUDEZ.

·      Globobulimina pyrula (D'ORB.).

·      Globorotalia acostaensis BLOW.

·      Gyroidinoides umbonatus (SILV.).

·      Hanzwaia boueana (D'ORB.).

·      Lenticulina cultrata.

·      Marginulina cherensis TED. & ZANM..

·      Marginulina costata.

·      Marginulina glabra D'ORB.

·      Melonis padanum (PERCONIG).

·      Neoglobquadrina acostaensis (BLOW) (δεξιόστροφη).

·      Nodosaria ovicula D'ORB.

·      Orbulina bilobata.

·      Orbulina unversa D'ORB.

·      Orbulina sutularis.

·      Orthomorphina termicostata.

·      Planorbulina mediterranensis D'ORB.

·      Pullenia bulloides (D'ORB.).

·      Sphaeroidina bulloides D'ORB.

·      Spiroloculina cahaliculata D'ORB.

·      Textularia spp.

·      Trifarina bradyi CUSHMAN.

·      Uvigerina pygmaea.

·      Uvigerina peregrina (CUSH).

·      Valvulineria bradyana (FORN).


 

Στο δείγμα ΚΩΔ. 1 που και αυτό πάρθηκε από τα κατώτερα στρώματα (θέση 5),  προσδιορίστηκαν τα παρακάτω ασβεστολιθικά ναννοαπoλιθώματα:

 

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930.

Discoaster sp.

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943.

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969.

 

Σε άλλο δείγμα (150388.8) από τα κατώτερα στρώματα του σχηματισμού προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Coccolithus abisectus MULLER, 1970

Cyclococcolithus formosus (ROTH & RAY) MULLER, 1970

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER), GARTNER, 1969

 

Από τα ανώτερα στρώματα των μαργών του σχηματισμού (θέση 6) πάρθηκε το δείγμα 4432 στο οποίο προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα απολιθώματα:

 

Οστρακώδη, Ακτινόζωα.

 

Γαστερόποδα:

Cerithium (Thericium) vulgarum.

Turritella bicarinata.

 

Άκανθες εχίνων:

Cidaris sp.

 

Δίθυρα:

Liuopsis sp.

Ostrea sp.

Venus sp.

 

Τρηματοφόρα:

 


·      Ammonia beccarii (LINNE).

·      Asterigerina planorbis D'ORB.

·      Biggenerina nodosaria D'ORB.

·      Bulimina costata D'ORB.

·      Cancris auriculus (FICHT. & MOLL).

·      Cibicides pseudoungerianus D'ORB.

·      Dentalina inflexa (REUSS).

·      Dorothia gibbosa (D'ORB.).

·      Elphidium crispum (LINNE).

·      Elphidium macellum (FICHT. & MOLL).

·      Globigerina apertura CUSH.

·      Globigerina bulloides D'ORB.

·      Globigerina falconensis BLOW.

·      Glogigerinoides obliqus BOLLI.

·      Globobulimina sp.

·      Hanzawaia boueana (D'ORB.).

·      Lenticulina calcareus.

·      Lenticulina cultrata.

·      Marginulina cherensis TED. & ZANM.

·      Marginulina costata.

·      Melonis padanum (PERCONIG).

·      Nonionella turgida (WILL.).

·      Orbulina universa D'ORB.

·      Orbulina sutularis.

·      Orthomorphina termicostata.

·      Reusella spinulosa (REUSS).

·      Rosalina globularis D'ORB.

·      Sphaeroidinelopsis sp.

·      Spiropleplectamina sp.

·      Valvulineria bradyana (FORN).


 

Στο χωριό Μύρο (θέση 7) εμφανίζονται τα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού αποτελούμενα κυρίως από στιφρές μάργες χακί χρώματος μαζί με μερικά κροκαλοπαγή. Από τις μάργες πάρθηκε το δείγμα 290887.5 στο οποίο προσδιορίστηκαν τα παρακάτω ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930.

Cyclococcolithus formosus (ROTH & RAY) MULLER, 1970.

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943.

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969.

 

Στο χωριό Αλιμάκι (θέση 8) και κοντά στην επαφή με τον υπερκείμενο σχηματισμό Μουριατάδας - Κάκκαβα ελήφθη το δείγμα 150388.9 στο οποίο προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα Ναννοαπολιθώματα:

 

Cyclococcolithus floridanus ROTH & HAY) MULLER, 1930.

Cyclococcolithus formosus (ROTH & RAY) MULLER, 1970.

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943.

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969.

Reticulofenestra umbilica (LEVIN) MARTINI & RITZKOWSKI, 1968.

Sphenolithus moriformis (BRONNIMANN & STRANDER) BRAMLETTE & WILCOXON, 1967.

Watznaueria barnesae (BLACK) PERCH - NIELSEN, 1968.

 

Εξ' άλλου νοτιοδυτικά του χωριού Κάκκαβας στη θέση Αναββασιές (θέση 9) κάτω από τον ερυθροπυριτικό κλαστικό σχηματισμό (σχηματισμός Καλού Νερού), εμφανίζονται μάργες, ψαμμίτες, ψαμμούχες μάργες με ασαφή στρώση. Από το λεπτόκοκκο υλικό πάρθηκε το δείγμα 200787.4 και 5 στα οποία προσδιορίστηκαν τα παρακάτω Ναννοαπολιθώματα:

 

Ceratolithus cristatus KAMPTNER, 1954.

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930.

Discoaster broweri TAN SIN HOK, 1952.

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER,1943.

Helicospaera carteri (WALLICH) KAMPTNER, 1954.

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969.

Scyphonosphaera apsteini GAARDER, 1970.

Scyphonosphaera pulcherina LOHMANN, 1902.

 

Παλαιοοικολογία - Παλαιοπεριβάλλον

 

Από τη μελέτη της μακρο-, μικρο- και ναννοπανίδας που συλλέχτηκε από τα ιζήματα του σχηματισμού Μύρου προκύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες βιότευσης των οργανισμών (βάθος, αλμυρότητα, θερμοκρασία, κλπ.).

 

Πράγματι, σημαντικός αριθμός βενθονικών Τρηματοφόρων (Elpihidium, Rosalina globularis, Cibicides ungerianus, Hanzawaia boueana, Planorbulina mediterranensis κ.α.) είναι επίφυτα, συνδέονται με την ευφωτική ζώνη και δείχνουν υποπαράκτιο έως περιπαράκτιο περιβάλλον (από ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., 1991).

 

H παρουσία Κυκλοστομάτων Βρυοζώων υποδηλώνει ήρεμο περιβάλλον, ζεστά νερά μικρό βάθος και χαλαρό υπόβαθρο. Στη παραδοχή αυτή συνηγορούν:

 

·          Η απουσία Βρυοζώων τύπου "lunulitoform", που είναι δείκτες ισχυρών ρευμάτων.

·          Η παρουσία Εχινοειδών, παχυόστρακων Διθύρων (Ostrea sp.).

·          Η καλή κατάσταση διατήρησης των απολιθωμάτων (κυρίως τρηματοφόρων) χωρίς ίχνη μεταφοράς.

 

Από τα Βρυόζωα, το είδος Biflustra savartii  θεωρείται είδος τροπικό, ζεστών και εύκρατων νερών (από ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., 1991).

 

Η παρουσία μέσα στα ιζήματα Βρυοζώων, Εχινοειδών κ.α. αντιπροσώπων κανονικής αλμυρότητας δείχνει ότι η ιζηματογένεση έλαβε χώρα σε καθαρά θαλάσσιο περιβάλλον (μέση αλμυρότητα 35%.).

 

Επιπλέον είναι γνωστό ότι τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα αποτελούν πολύ καλούς δείκτες για:

 

1.    το περιβάλλον απόθεσης των ιζημάτων

2.    τη θερμοκρασία και

3.    το βάθος απόθεσης των ιζημάτων

 

Έτσι, τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν στα δείγματα που ελήφθησαν, είναι δείκτες για τα ακόλουθα:

 

1.    Τα ιζήματα αποτέθηκαν σε θαλάσσιο περιβάλλον ακτής, το οποίο είχε περιστασιακά κάποια σύνδεση με την ανοικτή θάλασσα (περιπαράκτιο περιβάλλον)

2.    Τα νερά της θάλασσας ήταν ζεστά και

3.    Η ιζηματογένεση έγινε σε βάθος περίπου 20 μέτρων.

 

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε για τη συγκεκριμένη περιοχή μελέτης ότι, με βάση όλα τα απολιθώματα, η απόθεση των ιζημάτων έχει γίνει σε καθαρά θαλάσσιο περιβάλλον, τροπικό-υποτροπικό, μικρού βάθους (μέχρι 30m), και κανονικής αλμυρότητας (35%.).

 

Ηλικία

 

Όπως φαίνεται από τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν στα δείγματα που ελήφθησαν και από τα κατώτερα και από τα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού Μύρου, η παρουσία των Pseudoemiliana lacunosa και Gephyrocapsa oceanica, τεκμηριώνει παντού τη Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa NN-19 (κατά MARTINI (1971), BUKRY (1978)), τόσο στα κατώτερα όσο και στα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού.

 

Είναι γνωστές και οι διαφορές απόψεων για το που τοποθετείται χρονικά η Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa. Κατά τον MARTINI (1971), χαρακτηρίζει τη βιοζώνη ΝΝ-19 (όλο το Κατώτερο Πλειστόκαινο ή 1.6- 0.8 Ma B.P.), ενώ κατά τον GARTNER (1977), 0.92 - 0.44 Ma B.P.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι και ο FRYDAS (1990) με βάση τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα, προσδιόρισε τη Ζώνη ΝΝ-19 στις μάργες στο χωριό Ράχες, καθώς επίσης και οι ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., (1991) προσδιόρισαν ότι η ηλικία των θαλάσσιων μεταλπικών αποθέσεων στη περιοχή Φιλιατρών (μερικά χιλιόμετρα νότια της Κυπαρισσίας) είναι Κάτω Πλειστόκαινο, με βάση τα τρηματοφόρα Hyalinea balthica και Globorotalia truncatulinoides.

 

Επομένως τα στρώματα του σχηματισμού Μύρου είναι ηλικίας Κάτω Πλειστοκαίνου.

 

Συνεπώς υπάρχει διάσταση με την άποψη του ΚΑΜΠΕΡΗ (1987), ο οποίος δέχεται για τα ίδια ιζήματα, ότι η ηλικία τους είναι Ανώτερο Μειόκαινο - Κατώτερο Πλειόκαινο βασιζόμενος σε τρηματοφόρα όχι όμως χαρακτηριστικά και συνεπώς τα υποκείμενα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου δεν πρέπει να είναι ανωμειοκαινικής ηλικίας αλλά μάλλον ανωπλειοκαινικά, δεδομένου ότι τα θεωρούμε νεώτερα του σχηματισμού Ψηλής Ράχης.

 

 

5.  Σχηματισμός Μουριατάδας - Κάκκαβα

 

Πρόκειται για σχετικά χαλαρά πολύμικτα κροκαλοπαγή των οποίων οι κροκάλες προέρχονται κυρίως από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου, δημιουργούν δε χαρακτηριστικό ανάγλυφο στους λόφους κοντά στο ποταμό Σελλά (περιοχές Αλιμακίου, Μύρου, Αρτικίου). Επίκειται του σχηματισμού Μύρου (Εικ. 2.19Fig. 2. 19  18), το δε πάχος του στο λόφο Λυκοχορό (457 m) θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 200 μέτρων.

 

Fig. 2. 19

Εικ. 2.19:  Η επαφή μεταξύ των σχηματισμών Μύρου και Μουριατάδας - Κάκκαβα

 

Fig. 2.19:  The stratigraphic contact betwe-en Myron and MouriatadaKakkava formations.

 

 

Τα κροκαλοπαγή αυτά δεν παρουσιάζουν σαφή στρώση, μόνο σε ορισμένες θέσεις κοντά στη Μουριατάδα που εμφανίζονται κάποιοι ψαμμιτικοί πάγκοι με κλίσεις 10/308. Δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθούν απολιθώματα ώστε να καθοριστεί η ηλικία του σχηματισμού. Πάντως, αφού επίκεινται του σχηματισμού Μύρου είναι νεώτερα του Κατώτερου Πλειστοκαίνου (ΝΝ-19) και θεωρούμε ότι πρέπει να είναι μάλλον Μεσοπλειστοκαινικής ηλικίας.

 

 

6.  Σχηματισμός Κυπαρισσίας - Καλού Νερού

 

Στη παραλία του Καλού Νερού αλλά και σχεδόν σε όλη τη παράκτια περιοχή από το Καλό Νερό μέχρι τη Κυπαρισσία έχουμε τη παρουσία συμπαγών ασβεστιτικών ψαμμιτών πάνω στο παλαιονάγλυφο των πετρωμάτων της ενότητας Πίνδου ή των κροκαλολατυποπαγών του σχηματισμού Ραχών και ακριβώς κάτω από τον ερυθροπυριτικό κλαστικό σχηματισμό (σχηματισμός Καλού Νερού).

 

Προκειμένου να μελετηθούν καλύτερα αυτοί οι ασβεστιτικοί ψαμμίτες πραγματοποιήθηκε μια σειρά δειγματοληπτικών τομών στη παραλία από τη Κυπαρισσία μέχρι το Καλό Νερό, αφού οι συνεκτικοί ασβεστιτικοί ψαμμίτες δίνουν την εντύπωση ότι είναι παράκτιες αποθέσεις Τυρρηνίου ηλικίας.

 

Πιο συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκαν μερικές δειγματολειπτικές τομές σε διάφορες θέσεις της παραλίας από τη Κυπαρισσία μέχρι το Καλό Νερό.

 

Στη θέση Κάμπος 1.000m βόρεια της Κυπαρισσίας (Εικ. 2.13Fig. 2. 13  18, θέση 9), παρατηρείται η τομή της Εικ. 2.20.aFig. 2. 20  18.

 

 

Fig. 2. 20



 

 

A: Θίνες

B: Ερυθροπυριτικός κλαστικός σχημ.

C: Συγκολλημένες άμμοι

D: Κροκαλοπαγή – ψαμμίτες

E: Πολύμικτα κροκαλοπαγή

F: Μονόμικτα ασβεστολιθικά κροκαλοπαγή

G: Μονόμικτα ασβεστολιθικά λατυποπαγή

H: Μαργαϊκοί – ασβεστιτικοί ψαμμίτες τραβερτινώδους υφής

I: Μάργες – ψαμμίτες

J: Πίνδος

 

 

A: Dunes

B: Red silicious clastic form.

C: Cohesive sands

D: Conglomerates - sandstones

E: Polymictic conglomerates

F: Oligomictic carbonate conglomerates

G: Oligomictic carbonate breccias

H: Travertine-textured, marly – calcitic sandstones

I: Marls – sandstones

J: Pindos unit

Εικ. 2.20:  Σχηματικές τομές στο σχηματισμό Κυπαρισσίας - Καλού Νερού στις θέσεις: α) Κάμπος (9), b)Αγιος Νικόλαος (10), c) Σεργιάνι (11), d) Καλό Νερό (12)

Fig. 2.20:   Schematic columns of the Kyparissia – Kalo Nero form., at the locations: a) Kampos (location 9), b) Agios Nikolaos(loc. 10), c) Sergiani (loc. 11), d) Kalo Nero (loc. 12)

 

 

Και στις δύο όχθες του ρέματος Καρτελά εμφανίζονται οι υπόλευκοι συμπαγείς ασβεστιτικοί ψαμμίτες οι οποίοι είναι πλούσιοι σε μακροαπολιθώματα - κυρίως ελασματοβράγχια - ενώ μικροαπολιθώματα (τρηματοφόρα) δεν βρέθηκαν στη μικροσκοπική εξέταση των δειγμάτων. Το πάχος των ασβεστιτικών ψαμμιτών στη συγκεκριμένη θέση είναι δύο (2) μέτρα.

 

Στη θέση Άγιος Νικόλαος (Εικ. 2.13, θέση 10) κοντά στη βόρεια όχθη του ρέματος Καρτελά παρατηρείται η τομή της Εικ. 2.20.b.

 

Στη θέση Μπούκα στη παραλία Σεργιάνι νότια των εκβολών του ποταμού Περιστερά (Εικ. 2.13, θέση 11) παρατηρείται η τομή της Εικ. 2.20.c.

 

Στη παραλία του Καλού Νερού (Εικ. 2.13, θέση 12) παρατηρείται η τομή της Εικ. 2.20.d. Στα δείγματα που πάρθηκαν από την εν λόγω τομή προσδιορίστηκαν τα παρακάτω απολιθώματα:

 

Ακτινόζωα.

 

Βενθονικά τρηματοφόρα:

Asterigerinata planorbis (D' ORB.)

Cibicides lobatulus (WALK. & JAC.)

Elphidium crispum (LINNE)

Elphidium sp

Rosalina globularis D' ORB.

 

Βελόνες σπόγγων: (πυριτόσπογγοι), μονάξονες, τριάξονες.

 

Άκανθες εχίνου:

Cidaris sp.

 

Φύκη:

Melobesies

 

Θραύσματα από Δίθυρα και Γαστερόποδα, Ωογόνια.

 

Ωογόνια Χαροφύτων:

Chara sp

 

Βρυόζωα:

Crisia denticulata (LMK.)

Crisia fistulosa AUCT.

Diaperacia major (JOHNS.)

Frondipora verrucosa (LAM.)

 

Τα προαναφερθέντα απολιθώματα υποδηλώνουν ότι η απόθεση των ιζημάτων πραγματοποιήθηκε σε ρηχό, θερμό, θαλάσσιο περιβάλλον.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι ακριβώς οι ίδιοι συνεκτικοί ασβεστιτικοί ψαμμίτες εμφανίζονται νότια της Κυπαρισσίας αλλά και στη Κυπαρισσία (οι ντόπιοι τα λένε ποράκια). Στη περιοχή του Φιλιατρινού ρέματος οι ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., (1990) προσδιόρισαν την ηλικία των μαργών που υπόκεινται των ασβεστιτικών ψαμμιτών με βάση τη παρουσία των Hyalinea balthica, Globorotalia truncatulinoides ότι είναι τουλάχιστον κατωπλειστοκαινική.

 

Επομένως και σ' αυτή τη περίπτωση πρέπει να δεχθούμε ότι η ηλικία των ασβεστιτικών ψαμμιτών είναι τουλάχιστον κατωπλειστοκαινική χωρίς να αποκλείεται και νεώτερη ηλικία (δηλαδή Τυρρήνιο) αφού η θέση, το απόλυτο υψόμετρο εμφάνισης και η λιθολογία συνηγορούν σε κάτι τέτοιο. Το ότι δεν βρέθηκαν χαρακτηριστικά απολιθώματα του Τυρρηνίου δεν σημαίνει ότι αποκλείεται οι αποθέσεις αυτές να είναι Τυρρηνίου ηλικίας.

 

 

7.  Σχηματισμός Καλού Νερού

 

Πρόκειται για χερσαίο σχηματισμό που βρίσκεται ασύμφωνα τοποθετημένος πάνω στους παλαιότερους μεταλπικούς σχηματισμούς ακόμα και τους κατωπλειστοκαινικής ηλικίας. Αποτελείται από μικρογωνιώδη πυριτικά στοιχεία που προέρχονται κυρίως από ραδιολαρίτες. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του εν λόγω σχηματισμού δεν είναι ο πετρολογικός τύπος των επιμέρους πυριτικών στοιχείων, αλλά η παντελής απουσία ανθρακικών στοιχείων. Το πάχος του σχηματισμού δεν παραμένει σταθερό αλλά μεταβάλλεται από θέση σε θέση, αφού έχει αποτεθεί στο παλαιοανάγλυφο των παλαιότερων από το Τυρρήνιο σχηματισμών.

 

Η απουσία των ανθρακικών στοιχείων από το σχηματισμό αυτό συνδέεται άμεσα με τις παλαιοκλιματικές και γενικότερα με τις παλαιογεωγραφικές συνθήκες που επικρατούσαν από το Μέσο Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα.

 

Μετά το Κάτω Πλειστόκαινο, η κύρια πηγή τροφοδοσίας του εν λόγω σχηματισμού ήταν το υλικό αποσάθρωσης των κατωπλειστοκαινικών ή και νεώτερων θαλάσσιων αποθέσεων και κύρια οι ασβεστιτικοί ψαμμίτες. Στις διαδικασίες διάλυσης και διάβρωσης που ελάμβαναν χώρα, τα ανθρακικά στοιχεία, κάτω από ορισμένες παλαιοκλιματικές συνθήκες, ήταν λιγότερο ανθεκτικά από τα πυριτικά. Για το λόγο αυτό διαλύθηκαν και δεν παρατηρούνται ανθρακικά στοιχεία στο σχηματισμό αυτό.

 

Έτσι σ' άλλες περιπτώσεις η αποσάθρωση και κατά συνέπεια η διάλυση των κατωπλειστοκαινικών θαλάσσιων σχηματισμών έγιναν in situ, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το υλικό που προήλθε από την αποσάθρωση μεταφέρθηκε και αποτέθηκε σε πολύ μικρή απόσταση. Στη πρώτη περίπτωση ανήκει η παραθαλάσσια περιοχή βόρεια της Κυπαρισσίας όπου ο ερυθροπυριτικός σχηματισμός βρίσκεται ως επί το πλείστον πάνω στο παλαιοανάγλυφο των θαλάσσιων  κατωπλειστοκαινικών ή τυρρήνιων αποθέσεων του σχηματισμού Κυπαρισσίας - Καλού Νερού, ενώ στη δεύτερη η περιοχή βορειοανατολικά του Καλού Νερού. Βεβαίως σε ορισμένες περιπτώσεις ο ερυθροπυριτικός σχηματισμός έχει αποτεθεί απ' ευθείας στο παλαιοανάγλυφο είτε των κροκαλοπαγών Βρυσών είτε των πετρωμάτων της ενότητας Πίνδου.

 

Μεγάλη εξάπλωση παρουσιάζει ο σχηματισμός νότια της περιοχής μελέτης (νότια της Κυπαρισσίας), στη περιοχή Φιλιατρών - Γαργαλιάνων.

 

Η ηλικία του σχηματισμού αυτού πρέπει να είναι μετα-μεσο-πλειστοκαινική και νεώτερη, δηλαδή 0.5 Μa, η έναρξη δημιουργίας του δε σχετίζεται έμμεσα με τις ανοδικές κινήσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα τη χέρσευση της περιοχής.

 

 

8. Ολοκαινικές αποθέσεις

 

α. Θίνες

 

Πρόκειται για φυσικά αμμοφράγματα που αναπτύσσονται κύρια στη παραλία, βόρεια της Κυπαρισσίας μεγαλύτερη δε ανάπτυξη παρουσιάζουν βόρεια του Καλού Νερού, το δε εύρος εμφάνισης ποικίλει από μερικά μέτρα έως μερικές δεκάδες μέτρων. Στο παραλιακό τμήμα μεταξύ Κυπαρισσίας και Καλού Νερού οι θίνες καλύπτουν τους συνεκτικούς ασβεστιτικούς ψαμμίτες και τον ερυθροπυριτικό κλαστικό σχηματισμό.

 

β. Αλλουβιακές αποθέσεις

 

Πρόκειται για χαλαρές αποθέσεις που αποτελούνται από άμμους, χαλίκια, κροκάλες, πηλούς. Εμφανίζονται κυρίως στη κοίτη του ποταμού Περιστερά καθώς και στις κοίτες ορισμένων ρευμάτων με τη μορφή ποτάμιων αναβαθμίδων.

 

 

3.2.3.  Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού

 

Η λεκάνη της Κυπαρισσίας - Καλού Νερού παρουσιάζει μια πολυσύνθετη παλαιογεωγραφική εξέλιξη κατά τη διάρκεια του Νεογενούς και του Τεταρτογενούς, και τούτο διότι η περιοχή βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ κοντά στη τάφρο του Ιονίου.

 

Η μορφογενετική εξέλιξη του αλπικού υποβάθρου άρχισε αμέσως μετά το τέλος των εφαπτομενικών κινήσεων (Μέσο Μειόκαινο), οπότε ο ευρύτερος χώρος της περιοχής μελέτης σταδιακά ανυψώνεται.

 

·      Το τεκτονικό βύθισμα Κυπαρισσίας - Καλού Νερού  δημιουργείται κατά το Ανώτερο Μειόκαινο, δηλαδή αρχίζει να σχηματίζεται το δυτικό τμήμα του μεγάλου τεκτονικού βυθίσματος Καλαμάτας -  Κυπαρισσίας, οπότε η περιοχή της λεκάνης κατέρχεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας.

 

·      Πάνω στο ήδη διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών  της ενότητας Πίνδου αποτίθεται ο σχηματισμός Ραχών. Πιο συγκεκριμένα, στο νότιο περιθώριο της λεκάνης αποτίθενται τα κροκαλολατυποπαγή των Βρυσών, στο δε εσωτερικό της λεκάνης οι εναλλαγές κροκαλοπαγών, ψαμμιτών και ιλυολίθων. Το ανατολικό όριο της περιοχής που βυθίστηκε καθορίζεται από τη νοητή γραμμή που διέρχεται από τα χωριά Βρύσες - Ράχες - Άνω Καλό Νερό.

 

·      Η περιοχή αναδύεται και διαβρώνεται μερικώς, τοπικά δε δημιουργούνται μικρά έλη, τα οποία μετέπειτα θα αποτελέσουν ευνοϊκούς χώρους για τη δημιουργία των λιγνιτών της Κυπαρισσίας.

 

·      Ακολουθεί εκ νέου βύθιση της περιοχής και ασύμφωνη απόθεση, πάνω στους λιγνίτες και στο προηγούμενο σχηματισμό Ραχών, των ιζημάτων του σχηματισμού Ψηλής Ράχης, κατά το Κατώτερο Πλειόκαινο (Ζώνη ΝΝ-13) όπως αποδείχτηκε από τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν. Επομένως, οι διαδικασίες απόθεσης του σχηματισμού Ραχών και των λιγνιτών πρέπει να ολοκληρώθηκαν πριν το Μέσο Κατώτερο Πλειόκαινο. Δηλαδή ο σχηματισμός Ραχών, πρέπει να αντιστοιχεί στη μόλασσα, δεδομένου ότι έχει αποτεθεί πάνω στο παλαιοανάγλυφο των πετρωμάτων της ενότητας Πίνδου, και έχει προ-κατωπλειοκαινική ηλικία. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο σχηματισμός Ραχών παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τα κροκαλοπαγή της Μεσσηνίας, τα οποία κατ' άλλους ερευνητές αποτελούν το ανώτερο τμήμα του φλύσχη της ενότητας Γαβρόβου - Τρίπολης (PERRIER 1969, ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ 1971), κατ' άλλους είναι μολασσικός σχηματισμός (ΚΙΣΚΥΡΑΣ 1964).

 

·      Η περιοχή στην οποία είχε αποτεθεί ο σχηματισμός Ψηλής Ράχης, δηλαδή η περιοχή δυτικά της νοητής γραμμής που διέρχεται από τα χωριά Βρύσες - Ράχες - Άνω Καλό Νερό, σταδιακά  ανυψώνεται και διαβρώνεται κατά το τέλος του Κάτω Πλειόκαινου - αρχές Άνω Πλειόκαινου. Ταυτόχρονα, ανυψώνονται και διαβρώνονται τα τότε όρη της Κυπαρισσίας νότια, και το τότε Τετράζιο όρος βόρεια, τα δε υλικά της διάβρωσης μεταφέρονται και αποτίθενται σε χερσαίο περιβάλλον στη περιοχή που ορίζεται από τα χωριά Αγαλιανή - Σιδηρόκαστρο στα βόρεια, Γλυκορρίζι - Κοπανάκι - Αρτίκι ανατολικά, Αρτίκι - Ράχες - Ανω Καλό Νερό δυτικά (σχηματισμός Περιστεράς - Σιδηροκάστρου). Η μεταφορά του κλαστικού υλικού (κροκάλες - ογκόλιθοι) έγινε από τους διάφορους παλαιοχειμάρρους, η δε απόθεση έγινε με τη μορφή   ριπιδίων σε χερσαίο περιβάλλον, πολύ κοντά όμως στη παλαιοακτή. Η φάση αυτή πρέπει να διήρκεσε όλο το Ανώτερο Πλειόκαινο δηλαδή ο σχηματισμός Περιστεράς - Σιδηροκάστρου   πρέπει να είναι ανωπλειοκαινικής ηλικίας.

 

·      Τμήμα της περιοχής στην οποία είχαν αποτεθεί οι σχηματισμοί που προαναφέρθηκαν κατέρχεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας κατά το Κατώτερο Πλειστόκαινο, οπότε αποτίθενται τα ιζήματα του σχηματισμού Μύρου σε μικρού βάθους θαλάσσιο περιβάλλον (βάθη μικρότερα των 30m). Η περιοχή που κατακλύζεται από την πλειστοκαινική θάλασσα φθάνει ανατολικά μέχρι το Κοπανάκι.

 

·      Στο τέλος του Κατώτερου Πλειστοκαίνου ή τις αρχές του Μέσου Πλειστοκαίνου, η λεκάνη ακολουθεί το κινηματικό καθεστώς του ευρύτερου χώρου (καθεστώς ανύψωσης), τα περιθώριά της όμως ανυψώνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα, συνέπεια δε τούτου είναι η μηχανική αποσάθρωση και διάβρωση να είναι εντονότερη, το δε κλαστικό υλικό (κυρίως κροκάλες) να μεταφερθεί και να αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στους παλαιότερους σχηματισμούς σε χερσαίο περιβάλλον (σχηματισμός Μουριατάδας - Κάκκαβα). Την ίδια περίοδο ή και λίγο αργότερα (Τυρρήνιο;), στη περιοχή που είναι δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής Κυπαρισσίας - Καλού Νερού και κοντά στη σημερινή ακτή αποτίθενται σε αβαθές θαλάσσιο περιβάλλον οι συμπαγείς ασβεστιτικοί ψαμμίτες (σχηματισμός Κυπαρισσίας - Καλού Νερού).

 

·      Τέλος ολόκληρη η περιοχή χερσεύει και λόγω των κατάλληλων κλιματικών συνθηκών δημιουργείται και αποτίθεται ο σχηματισμός Καλού Νερού (ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός).

 

Η σημερινή εικόνα ολοκληρώνεται κατά το Ολόκαινο με τις θίνες και γενικότερα με τις αλλουβιακές αποθέσεις πάνω στους προϋπάρχοντες σχηματισμούς.

 

 

3.3. Λεκάνη Νεδα

 

3.3.1.  Γενικά

 

Η λεκάνη του ποταμού Νέδα ευρισκόμενη στο κεντρικό τμήμα της περιοχής που μελετήθηκε, αποτελεί και αυτή ένα τμήμα της προς τα ανατολικά προέκτασης του Κυπαρισσιακού κόλπου κατά το Πλειο-τεταρτογενές. Είναι μικρή σε έκταση, αποτελεί ένα τυπικό τεκτονικό βύθισμα (graben), αφού νότια καθορίζεται από την ομώνυμη ρηξιγενή ζώνη του ποταμού Νέδα, βόρεια δε ορίζεται από τη ρηξιγενή ζώνη Λέπρεου - Νέας Φιγάλειας. Η λεκάνη έχει πληρωθεί με θαλάσσια ως λιμνοθαλάσσια ιζήματα.

 

Το ανατολικό τμήμα των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης (φύλλο ΚΑΤΩ ΦΙΓΑΛΕΙΑ, κλιμ. 1/50.000) το χαρτογράφησε ο ΛΑΛΕΧΟΣ (1974), ο οποίος τις θεωρεί ομόλογες των πλειοκαινικών αποθέσεων των περιοχών Βαρθολομιού και Φιλιατρών.

 

Οι ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΕΡΙΣΟΡΑΤΗΣ & ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ (1982) χαρτογράφησαν το δυτικό τμήμα (φύλλο ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ, κλιμ. 1/50.000) των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης, οι οποίοι δέχονται ότι είναι οι ίδιοι σχηματισμοί που παρατηρούνται στο παρακείμενο φύλλο ΚΑΤΩ ΦΙΓΑΛΕΙΑ.

 

Ο HAGEMAN (1977), μελέτησε τα μεταλπικά ιζήματα της λεκάνης Πύργου - Ολυμπίας, σ' αυτή δε τη μελέτη του αναφέρεται και στα μεταλπικά ιζήματα του τεκτονικού βυθίσματος της Κάτω Φιγάλειας, όπου δέχεται ότι υπάρχουν λιμναίες διαδοχικές εμφανίσεις με μερικές συγκεντρώσεις φυτών (Akca assemblage) τα οποία είναι χαρακτηριστικά του Άνω Καινοζωικού, τα συσχετίζει δε με τα αντίστοιχα της Βαθμίδας Μακρισίου (Ανώτερο Πλειόκαινο) στη Μεγαλόπολη.

 

Ο ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987) μελετά και χαρτογραφεί τις μεταλπικές αποθέσεις της λεκάνης Νέδα και δέχεται ότι είναι αντίστοιχες με τις αποθέσεις του σχηματισμού Βούναργου της λεκάνης Πύργου - Ολυμπίας, η ηλικία των οποίων είναι Πλειο-πλειστοκαινική.

 

 

3.3.2.  Στοιχεία γεωλογικής χαρτογράφησης - Λιθοστρωματογραφία

 

Προκειμένου να χαρτογραφηθούν και να μελετηθούν λεπτομερώς τα μεταλπικά ιζήματα του τεκτονικού βυθίσματος Νέδα πραγματοποιήθηκε μία σειρά τομών στις οποίες περιγράφεται η λιθοστρωματογραφία καθώς και τα συμπεράσματα που προκύπτουν για το παλαιοπεριβάλλον από την μελέτη της μακρο-, μικρο- και ναννοπανίδας.

 

Η χαρτογράφηση και η μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων, μας οδήγησε στο να διακριθούν στους εξής βασικούς σχηματισμούς, οι οποίοι, από τον παλαιότερο στο νεώτερο, είναι (Εικ. 2.21Fig. 2. 21  18):

   

1. Σχηματισμός Ελαίας

2. Σχηματισμός Νέδα

3. Ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός

4. Ποτάμιες αναβαθμίδες

5. Ολοκαινικές αποθέσεις

α. Θίνες

β. Αλλουβιακές αποθέσεις

 

 

1. Σχηματισμός Ελαίας

 

Ο σχηματισμός αυτός εμφανίζεται μόνο στο νοτιοδυτικό τμήμα του τεκτονικού βυθίσματος Νέδα κοντά στο χωριό Ελαία. Αποτελείται από συνεκτικά κροκαλοπαγή τα οποία έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών της Πίνδου, οι δε κροκάλες προέρχονται αποκλειστικά από τους ασβεστόλιθους, τους ραδιολαρίτες και το φλύσχη της ενότητας Πίνδου.

 

Fig. 2. 21

 

Εικ. 2.21: Γεωλογικός χάρτης της λεκάνης Νέδα. 1:Θίνες/Αλλούβια, 2:Ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός, 3:Σχηματισμός Νέδα, 4: Σχηματισμός Ελαίας, 5:Πίνδος, 6:Γεωλογικό όριο, 7:Ρήγμα, 8:Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 9:Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας.

Fig. 2.21:  Geological map of Neda basin. 1:Dunes/Alluvial deposits, 2:Red siliceous clastic formation, 3:Neda formation, 4:Elaia formation, 5:Pindos unit, 6:Geological boundary, 7:Fault, 8:Strike and dip of strata, 9:Observation and sampling location.

 

Το μέγεθος των κροκαλών ποικίλει, πάντως η μέση μεγάλη διάμετρος είναι 15 εκατοστά. Οι κροκάλες είναι καλά αποστρογγυλεμένες και συνδέονται μεταξύ τους με ψαμμιτικό υλικό. Δείγματα που πάρθηκαν από το συνδετικό υλικό των κροκαλοπαγών για μικροπαλαιοντολογική εξέταση, δεν έδωσαν αποτελέσματα. Πάντως στα κροκαλοπαγή αυτά παρατηρούνται πολλές διαρρήξεις, κατά μήκος των οποίων έχει αναπτυχθεί έντονη καρστικοποίηση.

 

Πρόκειται για αποθέσεις παλαιοποταμών και παλαιοχειμάρρων πολύ κοντά στη παλαιοακτή. Ο σχηματισμός αυτός επειδή αποτελεί την προς τα δυτικά και βορειοδυτικά προέκταση του σχηματισμού κροκαλοπαγών Περιστεράς - Σιδηροκάστρου και παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτόν, τον θεωρούμε ομόλογό του και ως εκ τούτου η ηλικία του πρέπει να είναι ανωπλειοκαινική.

 

Το πάχος του σχηματισμού δεν είναι σταθερό αφού έχει αποτεθεί στο αλπικό παλαιοανάγλυφο, πάντως στην περιοχή Ελαίας πρέπει να είναι περίπου 50 μέτρα.

 

2. Σχηματισμός Νέδα

 

Αποτελείται από εναλλαγές μαργών, ψαμμούχων μαργών, ψαμμιτών με παρεμβολές πολύμικτων κροκαλοπαγών που έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών της ενότητας της Πίνδου και των μονόμικτων κροκαλοπαγών Ελαίας, σε θαλάσσιο περιβάλλον.

 

Η περιγραφή του σχηματισμού θα γίνει πρώτα σε θέσεις που βρίσκονται νότια της σημερινής κοίτης της Νέδα, προς το Τετράζιο, ακολούθως δε σε θέσεις που βρίσκονται βόρεια της κοίτης.

 

α.  Νότια της κοίτης

 

i. Ανατολικά της Ελαίας και κοντά στη διασταύρωση των δρόμων για Καρυές και για Πρόδρομο (Εικ. 2.21Fig. 2. 21  18, θέση 1), πάνω στο παλαιοανάγλυφο του σχηματισμού μονόμικτων κροκαλοπαγών Ελαίας έχουν αποτεθεί ψαμμίτες και ψαμμούχες μάργες καστανέρυθρου χρώματος. Κάποιοι ορίζοντες περιέχουν και κροκάλες οι οποίες προέρχονται κυρίως από τους ασβεστόλιθους της ενότητας Πίνδου, αλλά μερικές προέρχονται και από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους της ενότητας Τρίπολης. Οι κροκάλες που προέρχονται από την ενότητα Πίνδου έχουν σαφώς μεγαλύτερο μέγεθος από τις κροκάλες που προέρχονται από την ενότητα Τρίπολης.  Οι ψαμμίτες δεν παρουσιάζουν σαφή στρώση στη συγκεκριμένη θέση, κόβονται δε από πολλές διαρρήξεις και ρήγματα. Στη συγκεκριμένη θέση πραγματοποιήθηκαν αρκετές δειγματοληψίες από τους ψαμμίτες και τις ψαμμούχες μάργες και προσδιορίστηκαν:

 

·       Άφθονα  ροδοφύκη  Lithophyllum racemus (LMK.)

 

·       Τα ακόλουθα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Dictyococcites dictyodus (DEFLANDRE & FERT) MARTINI, 1969

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969

 

Πρόκειται επομένως και εδώ για τη Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa NN-19 κατά (MARTINI, 1971, BUKRY, 1978) ή 0.92 - 0.44 m.y. (GARTNER, 1977).

 

ii. 500 μέτρα δυτικά του μικρού οικισμού Φόνισσα κοντά στις Καρυές (Εικ. 2.21Fig. 2. 21  18, θέση 2), εμφανίζονται μάργες, ψαμμούχες μάργες και ψαμμίτες πάνω δε από αυτές πολύμικτα κροκαλοπαγή τα οποία κλείνουν την ιζηματογένεση. Οι κροκάλες των κροκαλοπαγών είναι καλά αποστρογγυλεμένες, προέρχονται από τους ασβεστόλιθους της ενότητας Πίνδου, τα ανθρακικά της ενότητας Τρίπολης και από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας (φυλλίτες - χαλαζίτες). Το μέγεθός τους ποικίλει και εξαρτάται από τη προέλευσή τους. Έτσι οι κροκάλες που προέρχονται από την ενότητα Πίνδου έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερο μέγεθος από όλες τις υπόλοιπες κροκάλες, ενώ οι κροκάλες που προέρχονται από τα ανθρακικά πετρώματα της ενότητας Τρίπολης έχουν μικρότερο μέγεθος από της Πίνδου και μεγαλύτερο από τις κροκάλες που προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα (φυλλίτες - χαλαζίτες) της ενότητας Άρνας. Τα στρώματα κλίνουν 15-200 προς τα νοτιοδυτικά (2000 - 2400), κόβονται δε από αρκετά μικρά ρήγματα.

 

Στο δείγμα Κ2 προσδιορίστηκαν μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Gephyrocapsa aperta KAMPNER, 1963

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969

 

Επομένως και εδώ πρόκειται για τη Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa NN-19 (κατά MARTINI, 1971, BUKRY, 1978), ή 0.92 - 0.44 m.y. (κατά GARTNER, 1977).

 

Στις Καρυές (Εικ. 2.21Fig. 2. 21  18, θέση 3), πάρθηκε από τις μάργες το δείγμα 130787.2, στο οποίο προσδιορίστηκαν τα εξής ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Cyclococcolithus leptoporus (MURRAY & BLACKMAN) KAMPTNER,1954 ex 1956

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969

Rabdosphaera clavigera MURRAY & BLACKMAN, 1898

 

Επομένως πρόκειται για τη Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa NN-19 (κατά MARTINI, 1971, BUKRY, 1978), ή 0.92 - 0.44 m.y.  (κατά GARTNER, 1977).

 

Σε νέο δείγμα (280787.2), το οποίο πάρθηκε από τη προηγούμενη θέση 3 προσδιορίστηκαν:

 

Θραύσματα Γαστεροπόδων, βιοδηλωτικά ίχνη και άκανθες Εχίνων.

 

Αρκετά ροδοφύκη:

Lithophyllum racemus (LMK.).

 

Βρυόζωα:

Crisia sp.

 

Στο δείγμα 280787.3, το οποίο πάρθηκε από τα αμέσως υπερκείμενα στρώματα των στρωμάτων που πάρθηκαν τα προαναφερθέντα δείγματα (130787.2 και 280887.2), προσδιορίστηκαν:

 

Ροδοφύκη:

Lithophyllum racemus (LMK.)

 

Άκανθες Εχίνων:

Brissus sp.

 

Θραύσματα Ωτολίθων.

 

Τρηματοφόρα:


·      Ammonia beccarii (LINNE)

·      Bolivina spathulata (WILL.)

·      Bulimina costata D'ORB.

·      Cibicides lobatulus (WALK. & JACOB)

·      Cibicides pseudoungerianus D'ORB.

·      Cibicides ungerianus D'ORB.

·      Dorothia gibbosa  (D'ORB.)

·      Elphidium crispum (LINNE)

·      Globobulimina sp.

·      Lenticulina cultrata

·      Marginulina costata

·      Melonis pompilioides (FICHT. & MOLL)

·      Orbulina universa D'ORB.

·      Orthomorphina termicostata

·      Pullenia bulloides (D'ORB.)

·      Textularia sp.

·      Uvigerina peregrina (CUSH.)

·      Valvulineria bradyana (FORN.)


 

iii. Στη θέση Κωστάδες (Εικ. 2.21Fig. 2. 21  18, θέση 4), στο νοτιοανατολικό και πιο εσωτερικό τμήμα της λεκάνης και στη νότια όχθη της κοίτης του ποταμού Νέδα, εμφανίζονται μάργες και άμμοι χρώματος χακί - πράσινου, οι οποίες υπόκεινται πολύμικτων κροκαλοπαγών, των οποίων οι κροκάλες προέρχονται κυρίως από τους ασβεστόλιθους της ενότητας Πίνδου, αλλά και από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους της ενότητας Τρίπολης, όχι όμως από μεταμορφωμένα πετρώματα. Οι κλίσεις των στρωμάτων είναι 20/200, όμοιες δηλαδή με τις κλίσεις στις Καρυές και τη Φόνισσα (Εικ. 2.22Fig. 2. 22  18). Το μέγεθος των κροκαλών τόσο αυτών που προέρχονται από την ενότητα Πίνδου όσο και αυτών που προέρχονται από την ενότητα Τρίπολης είναι μεγαλύτερο από εκείνο των κροκαλών στις ήδη περιγραφείσες θέσεις, πάντα δε οι κροκάλες που προέρχονται από την ενότητα Τρίπολης είναι μικρότερες από τις κροκάλες που προέρχονται από την ενότητα Πίνδου, όλες όμως είναι καλά αποστρογγυλεμένες.

 

 

β.  Βόρεια της κοίτης

 

Περίπου 600 μέτρα νότια του χωριού Άη Λια (Εικ.  2.21Fig. 2. 21  18, θέση 5), απαντά η τομή της Εικ. 2.23Fig. 2. 23  18, στην οποία πολύμικτα συνεκτικά κροκαλοπαγή (οι κροκάλες προέρχονται από τους ασβεστόλιθους των ενοτήτων Πίνδου και Τρίπολης καθώς και από μεταμορφωμένα πετρώματα) επικάθονται σύμφωνα ενός ψαμμιτικού ορίζοντα, ο οποίος με τη σειρά του επικάθεται σύμφωνα μαργών με ενδιαστρώσεις ψαμμιτικών και πηλιτικών οριζόντων. Το συνδετικό υλικό των κροκαλοπαγών είναι ψαμμιτικό. Οι κροκάλες που προέρχονται από τη Πίνδο είναι σαφώς περισσότερες (90%) από τις υπόλοιπες κροκάλες αλλά και μεγαλύτερες. Οι κροκάλες που προέρχονται από τους ασβεστόλιθους της ενότητας Τρίπολης είναι πιο λίγες (9%), οι δε κροκάλες που προέρχονται από μεταμορφωμένα πετρώματα (κυρίως από φυλλίτες ή χαλαζίτες) είναι πολύ λίγες (1%) αλλά και πολύ μικρές (οι μικρότερες όλων) σε μέγεθος. Όλες όμως οι κροκάλες είναι καλά αποστρογγυλεμένες. Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι το μέγεθος των κροκαλών, ανεξαρτήτως προέλευσης, είναι μικρότερο από το μέγεθος των κροκαλών των κροκαλοπαγών που εμφανίζονται ανατολικότερα. Τα στρώματα κλίνουν σταθερά προς τα ΒΒΑ (10/020). Δεν παρατηρούνται διαρρήξεις στη συγκεκριμένη θέση, κάτι που παρατηρείται όμως σε πολλές άλλες θέσεις. Έτσι κοντά στην είσοδο του χωριού τα πολύμικτα κροκαλοπαγή κόβονται από πολλές διαρρήξεις, κατά μήκος των οποίων έχουν καρστικοποιηθεί. Στα δείγματα που ελήφθησαν από τη τομή βρέθηκαν μόνο ροδοφύκη Lithophyllum racemus.

 

Fig. 2. 22

 

Εικ. 2.22: Ο σχηματισμός Νέδα νότια της κοίτης στη θέση 4 (Κωστάδες).

Fig. 2.22: Location 4 - The outcrop of Neda form. south of  Neda river bed (Kostades).

 

 

Fig. 2. 23

 

Εικ. 2.23: Ο σχηματισμός Νέδα βόρεια της κοίτης στη θέση 5 (Αγιος Ηλίας).

Fig. 2.23: Location 5 - The outcrop of  Neda form. north of  Neda river bed (Agios Elias).

 

ii. Στη θέση Μεγαβούνι (Εικ. 2.21, θέση 6) εμφανίζονται στη βάση εναλλαγές μαργών, ψαμμιτών με κατά θέσεις ενδιαστρώσεις πολύμικτων κροκαλοπαγών των οποίων οι κροκάλες προέρχονται από τα πετρώματα των ενοτήτων Πίνδου (90%), Τρίπολης (9%) και Άρνας (1%) (Εικ. 2.24Fig. 2. 24  18). Οι κροκάλες είναι καλά αποστρογγυλεμένες, το μέγεθός τους κυμαίνεται, 8-15 εκατοστά μεγάλη διάμετρο για τις κροκάλες που προέρχονται από τους ασβεστόλιθους της Πίνδου, 7-10 εκατοστά για τις κροκάλες που προέρχονται από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους της Τρίπολης και 4-5 εκατοστά για τους φυλλίτες - χαλαζίτες της Άρνας. Στα ανώτερα τμήματα της τομής εμφανίζονται κυρίως πολύμικτα κροκαλοπαγή όπως και στα κατώτερα μέλη, διαφέρουν όμως από τα προηγούμενα ως προς το μέγεθος (μεγάλη διάμετρος 1-5 εκατοστά) και το ότι οι κροκάλες είναι πεπλατυσμένες (δείκτης παράκτιου περιβάλλοντος). Πάντοτε οι κροκάλες που προέρχονται από τα πετρώματα της Πίνδου είναι οι περισσότερες (89%), ακολουθούν οι κροκάλες που προέρχονται από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους της Τρίπολης (9%) και τέλος οι κροκάλες που προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της Άρνας (1-2%). Οι κλίσεις των στρωμάτων είναι γενικά 100-150 προς τα ΒΒΔ (3300-3500).

 

Fig. 2. 24

 

 

Εικ. 2.24: Τα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Νέδα στο Μεγαβούνι

Fig. 2.24: The polymictic conglomerates of Neda form., in Megavouni

 

 

Δειγματοληψία (Δείγμα ΡΗΓΜ. 3) που πραγματοποιήθηκε στην εν λόγω θέση έδωσε τα ακόλουθα αποτελέσματα:

 

Coccolithus abisectus MULLER, 1970

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Cyclococcolithus formosus (ROTH & RAY) MULLER, 1970

Cyclococcolithus leptoporus (MURRAY & BLACKMAN) KAMPTNER, 1954 ex 1956

Dictyococcites dictyodus (DEFLANDRE & FERT) MARTINI, 1969

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969

Watznaueria barnesae (BLACK) PERCH - NIELSEN, 1968

 

Δηλαδή πρόκειται για τη Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa NN-19 (κατά MARTINI, 1971, BUKRY, 1978) ή 0.92 - 0.44 m.y. (κατά GATRNER, 1977).

 

iii. Στη Μεγάλη Ράχη (Εικ. 2.21, θέση 7) και πιο συγκεκριμένα στη θέση Λεμονιά (κοντά στη συμβολή του ρέματος Πάμισος με το κύριο κλάδο του ποταμού Νέδα), πολύμικτα συνεκτικά κροκαλοπαγή επικάθονται ασύμφωνα στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών της ενότητας Πίνδου. Οι κροκάλες είναι καλά αποστρογγυλεμένες, το μέσο μέγεθός τους είναι μεγαλύτερο από το μέσο μέγεθος που έχουν στις δυτικότερες εμφανίσεις που ήδη περιγράφτηκαν, προέρχονται δε κυρίως από τους ασβεστόλιθους της ενότητας Πίνδου (92%) και από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους (μαύροι με νουμμουλίτες) της ενότητας Τρίπολης (8%). Το μέγεθος των κροκαλών που προέρχονται από την Τρίπολη είναι σαφώς μικρότερο από το μέγεθος των κροκαλών που προέρχονται από τη Πίνδο. Στα εν λόγω κροκαλοπαγή επικάθονται σύμφωνα ψαμμίτες και μάργες σε εναλλαγές, των οποίων οι κλίσεις των στρωμάτων είναι 100/3100. Οι εναλλαγές ψαμμιτών - μαργών με κατά θέσεις παρεμβολές πολύμικτων κροκαλοπαγών συνεχίζεται για ένα ορατό πάχος στρωμάτων περίπου 250 μέτρων. Στα ανώτερα τμήματα του σχηματισμού (Εικ. 2.21, θέση 8, περιοχή Κερασιές) εμφανίζονται πολύμικτα κροκαλοπαγή των οποίων οι κροκάλες είναι πολύ καλά αποστρογγυλεμένες και σχετικά πεπλατυσμένες (δείκτης παράκτιου περιβάλλοντος) σε σχέση με τη βάση της τομής, είναι όμως μικρότερου μεγέθους (μεγάλη διάμετρος 2-5 εκατοστά) από το μέγεθος που έχουν στη βάση της τομής (θέση Λεμονιά), προέρχονται δε από τα πετρώματα των ενοτήτων Πίνδου (85%), Τρίπολης (14%) και Άρνας (1%). Πάντα οι κροκάλες που προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας έχουν το μικρότερο μέγεθος, ενώ οι κροκάλες που προέρχονται από τη ενότητα της Πίνδου έχουν το μεγαλύτερο μέγεθος.

 

Σε δείγματα που ελήφθησαν σε όλο το πάχος της τομής προσδιορίστηκαν μόνο ροδοφύκη Lithophyllum racemus.

 

iv. Περίπου 300 μέτρα δυτικά του χωριού Λέπρεο (Εικ. 2.21, θέση 9), εμφανίζονται γκρί - πράσινες μάργες, πάνω στις οποίες έχουν αποτεθεί πολύμικτα κροκαλοπαγή τα οποία έχουν σημαντικό πάχος (περίπου 20 μέτρα). Οι κροκάλες προέρχονται από τα πετρώματα των ενοτήτων Πίνδου (91%), Τρίπολης (8%) και Άρνας (1%), είναι καλά αποστρογγυλεμένες και εν μέρει πεπλατυσμένες, το δε μέγεθός τους είναι γενικά μικρό. Έτσι οι κροκάλες που προέρχονται από τα πετρώματα της Πίνδου έχουν μεγάλη διάμετρο 5-8 εκατοστά, αυτές που προέρχονται από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους της Τρίπολης έχουν μέση μεγάλη διάμετρο 4-5 εκατοστά, ενώ οι κροκάλες που προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της Άρνας έχουν μέση μεγάλη διάμετρο 2-3 εκατοστά. Οι κλίσεις των στρωμάτων τόσο στις μάργες όσο και στα κροκαλοπαγή είναι 150-200 προς τα ΒΔ. Στα κροκαλοπαγή εύκολα κανείς μπορεί να παρατηρήσει πολλές διαρρήξεις. Στη περιοχή Λέπρου - Φιγάλειας η επαφή μεταξύ των μεταλπικών αποθέσεων και του αλπικού υποβάθρου είναι τεκτονική, δηλαδή έχουν αποτεθεί πάνω στη ρηξιγενή επιφάνεια και όχι στο παλαιοανάγλυφο του αλπικού υποβάθρου.

 

Δείγματα (ΛΕΠΡΕΟ 89/1) από τις μάργες για ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα έδωσαν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

 

Ceratolithus cristatus KAMPTNER, 1954

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER,1943

Helicosphaera carteri (WALLICH) KAMPTNER, 1954

Pseudoemiliana lacunosa (KAMPTNER) GARTNER, 1969

Rhabdosphaera clavigera MURRAY & BLACKMAN, 1898

 

Δηλαδή πρόκειται για τη Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa NN-19 (κατά MARTINI, 1971, BUKRY, 1978)  ή  0.92 - 0.44 m.y. (κατά GARTNER, 1977).

 

v. Περίπου 400 μέτρα νοτιοδυτικά του χωριού Φασκομηλιά (Εικ. 2.21, θέση 10, περιοχή Παλαιόκηπος) εμφανίζονται γκρι - πράσινες μάργες χωρίς στρώση και από πάνω πολύμικτα κροκαλοπαγή όπως στο Λέπρεο. Στο δείγμα 180988.3 που πάρθηκε από τις μάργες προσδιορίστηκαν μόνο μερικά ροδοφύκη Lithophyllum racemus.

 

vi. Πολύ κοντά στο χωριό Φασκομηλιά (Εικ. 2.21, θέση 11, περιοχή Μουντριές), απαντούν από κάτω προς τα πάνω (Εικ. 2.25Fig. 2. 25  18): Άστρωτες γκρι - πράσινες μάργες, από πάνω πολύμικτα κροκαλοπαγή και από πάνω από τα κροκαλοπαγή εναλλαγές ψαμμούχων μαργών με άμμους. Οι κροκάλες των κροκαλοπαγών έχουν μικρό μέγεθος (μεγάλη διάμετρο μέχρι 2 εκατοστά) κυριαρχούν δε οι κροκάλες που προέρχονται από τους ασβεστόλιθους της ενότητας Τρίπολης. Οι ψαμμούχες μάργες παρουσιάζουν στρώση (10/340).

 

Fig. 2. 25

 

Εικ. 2.25: Σχηματική τομή στα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού Νέδα στη θέση 10 (Φασκομηλιά)

Fig. 2.25: Location 10 (Faskomilia) – Schematic cross section within the upper part of Neda form.

 

 

Από τις γκρι - πράσινες μάργες πάρθηκε το δείγμα 180988.5 στο οποίο προσδιορίστηκαν:

 

Θραύσματα Μαλακίων.

Operculum Bithynia tentraculata

Θραύσματα Succinea sp. (apex) Λιμναίο.

Χερσαίο με υγρασία κοντά σε λίμνες και έλη. Είδος circum - mediterraneum.

 

Από τις ψαμμούχες μάργες πάρθηκε το δείγμα ΦΑ.3, στο οποίο προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Coccolithus abisectus MULLER, 1970

Cyclococcolithus floridanus (ROTH & HAY) MULLER 1570

Gephyrocapsa aperta KAMPTNER,1963

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943

Sphenolithus abies DEFLANDRE, 1954

Syracosphaera pulchra LOHMANN, 1902

 

Σύμφωνα με τον πίνακα (MARTINI 1971) της Εικ. 2.26Fig. 2. 26  18, από τα προαναφερθέντα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα τα Coccolithus abisectus, Cyclococcolithus floridanus, Sphenolithus abies και Syracosphaera pulchra είναι μεταφερμένα, ενώ η ταυτόχρονη παρουσία των Gephyrocapsa aperta και Gephyrocapsa oceanica σε συνδυασμό με την απουσία της Pseudoemiliana lacunosa τεκμηριώνει την άποψη ότι πρόκειται για τη Ζώνη Gephyrocapsa oceanica NN-20 (κατά MARTINI, 1971, BUKRY, 1978), ή 0.44 - 0.27 m.y. (κατά GARTNER, 1977).

 

Fig. 2. 26

 

Εικ. 2.26:  Πίνακας εξάπλωσης ναννοαπολιθωμάτων (από MARTINI, 1971).

Fig. 2.26: Table showing the temporal distribution of nanno-fossils since the Miocene (after MARTINI, 1971).

 

Συνοψίζοντας τα προαναφερθέντα για το σχηματισμό Νέδα θα μπορούσε κανείς να κάνει τα ακόλουθα σχόλια:

 

·      Ο σχηματισμός μπορεί να διακριθεί σε δύο τμήματα, το κατώτερο ή κυρίως τμήμα που αποτελείται κυρίως από εναλλαγές ψαμμιτών, μαργών και ψαμμούχων μαργών με παρεμβολές πολύμικτων κροκαλοπαγών και το ανώτερο τμήμα που αποτελείται αποκλειστικά από πολύμικτα κροκαλοπαγή.

 

·      Οι κροκάλες των κροκαλοπαγών, τόσο στα κατώτερα όσο και στα ανώτερα τμήματα του σχηματισμού προέρχονται κυρίως από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου με ποσοστό συμμετοχής περίπου 90%, ενώ 8-9% προέρχονται από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους της ενότητας Τρίπολης (σε αρκετές περιπτώσεις με νουμουλίτες) και ένα ποσοστό 1-2% προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας (φυλλίτες - χαλαζίτες).

 

·      Το μέγεθος των κροκαλών ποικίλει και εξαρτάται από τη προέλευση, τη στρωματογραφική και τη γεωγραφική θέση στην οποία απαντώνται. Έτσι οι κροκάλες που προέρχονται από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου έχουν κατά κανόνα μεγαλύτερο μέγεθος από τις κροκάλες που προέρχονται από τις ενότητες Τρίπολης και Άρνας, άσχετα από τη στρωματογραφική και γεωγραφική θέση στην οποία απαντώνται, οι δε κροκάλες που προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας είναι πάντοτε οι μικρότερες σε μέγεθος.

 

·      Οι κροκάλες που βρίσκονται σε κατώτερους στρωματογραφικούς ορίζοντες είναι κατά κανόνα μεγαλύτερου μεγέθους από τις κροκάλες που απαντούν στα κροκαλοπαγή των ανώτερων στρωματογραφικών οριζόντων. Έτσι στον πολύ χαρακτηριστικό κροκαλοπαγή ορίζοντα, με τον οποίο κλείνει ο κύκλος των αποθέσεων του σχηματισμού, οι κροκάλες έχουν μέσο μέγεθος πολύ μικρό (2cm περίπου) και συχνά είναι πεπλατυσμένες. Τούτο υποδεικνύει χαρακτήρες απόσυρσης της θάλασσας.

 

·      Το μέγεθος των κροκαλών μεταβάλλεται κυρίως από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Έτσι το μέγεθός τους είναι μεγαλύτερο στο ανατολικό τμήμα της λεκάνης και μικρότερο στο δυτικό (προς τον Κυπαρισσιακό κόλπο). Επίσης, στους ανώτερους στρωματογραφικά ορίζοντες, το μέγεθος των κροκαλών είναι μεγαλύτερο στη περιοχή νότια της σημερινής κοίτης της Νέδα (Καρυές, Φόνισσα) και μικρότερο στη περιοχή βόρεια της κοίτης (Φασκομηλιά, Λέπρεο).

 

Παλαιοοικολογία - Παλαιοπεριβάλλον

 

Ο μεγάλος αριθμός τμημάτων κλαδωτών μορφών του είδους Lithophyllum racemus από τα Ασβεστοφύκη (Lithophyllaceae) υποδηλώνει το μικρό βάθος απόθεσης (10 - 60m.) (LEMOINE, 1940 in JOHNSON, H.J. 1957). Επιπλέον τα Ασβεστοφύκη του είδους Lithophyllum racemus αναφέρονται στις θαλάσσιες αποθέσεις του Κάτω Πλειστοκαίνου της Καλαβρίας, Σομαλίας και Σικελίας καθώς επίσης και στους πλειστοκαινικούς ασβεστολιθικούς σχηματισμούς των νησιών Mariana (Saipan). Γενικά τα φύκη είναι δείκτες ηλικίας και περιβάλλοντος και μπορούν να χρησημοποιηθούν για στρωματογραφικούς συσχετισμούς (JOHNSON 1957).

 

Η παντελής απουσία πλαγκτονικών τρηματοφόρων και η παρουσία σημαντικού αριθμού βενθονικών Τρηματοφόρων και πιο ειδικά των ειδών Ammonia beccarii, Elphidium crispum, Cibicides lobatulus, κ.α. σε αφθονία, τα οποία είναι επίφυτα, δείχνουν ένα πολυ ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον (υποπαράκτιο έως περιπαράκτιο) απόθεσης των ιζημάτων.

 

Tέλος, η παρουσία μέσα στα ιζήματα Βρυοζώων, Εχινοειδών κ.α. αντιπροσώπων κανονικής αλμυρότητας δείχνει ότι η ιζηματογένεση έλαβε χώρα σε καθαρά θαλάσσιο περιβάλλον (μέση αλμυρότητα 35/%.).

 

Τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν στα δείγματα που ελήφθησαν, είναι δείκτες για τα ακόλουθα:

 

·      Τα ιζήματα αποτέθηκαν σε θαλάσσιο περιβάλλον ακτής, το οποίο είχε περιστασιακά κάποια σύνδεση με την ανοικτή θάλασσα (περιπαράκτιο περιβάλλον).

 

·      Τα νερά της θάλασσας ήταν ζεστά και

 

·      Η ιζηματογένεση έγινε σε βάθος περίπου 20 μέτρων.

 

Επομένως, από τη μελέτη της μακρο- μικρο- και ναννοπανίδας συμπεραίνεται ότι η ιζηματογένεση έγινε σε ένα παράκτιο (υποπαράκτιο έως περιπαράκτιο) περιβάλλον, σε ζεστά νερά και σε μικρό βάθος όχι μεγαλύτερο των 20-30 μέτρων περίπου.

 

Η τροφοδοσία της λεκάνης σε κλαστικό υλικό και πιο συγκεκριμένα σε κροκάλες, πρέπει να έγινε κυρίως από τα ανατολικά προς τα δυτικά σε όλη τη διάρκεια της ιζηματογένεσης, όπως δείχνει η κροκαλομετρία των πολύμικτων κροκαλοπαγών.

 

Ηλικία

 

Από τα μακρο- και τα μικροαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν κανένα δεν ήταν χαρακτηριστικό είτε για το Πλειόκαινο είτε για το Πλειστόκαινο. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι τα Ροδοφύκη του είδους Lithophyllum racemus είναι χαρακτηριστικά απολιθώματα στις κατωπλειστοκαινικής ηλικίας θαλάσσιες αποθέσεις της Καλαβρίας, Σικελίας και Σομαλίας (JOHNSON 1957, από ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ et al., 1989).

 

Όπως φαίνεται όμως από τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν στις περισσότερες θέσεις δειγματοληψίας, η παρουσία των Pseudoemiliana lacunosa και Gephyrocapsa oceanica, τεκμηριώνει παντού τη Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa, ΝΝ-19 (κατά MARTINI, 1971, BUKRY, 1978), τόσο στους κατώτερους όσο και στους ανώτερους ορίζοντες του σχηματισμού Νέδα.

 

Όμως κοντά στο χωριό Φασκομηλιά όπου και εμφανίζονται οι ανώτατοι ορίζοντες του σχηματισμού η παρουσία στο δείγμα ΦΑ.3 των Gephyrocapsa oceanica και Gephyrocapsa aperta χωρίς τη ταυτόχρονη παρουσία της Pseudoemiliana lacunosa, θα μπορούσε να τεκμηριώσει τη Ζώνη Gephyrocapsa oceanica ΝΝ-20 (κατά MARTINI 1971, BUKRY 1978).  Δηλαδή η Θαλάσσια ιζηματογένεση θα πρέπει να ολοκληρώθηκε κατά το Μέσο Πλειστόκαινο.

 

Επομένως, ο μεγαλύτερος όγκος των στρωμάτων του σχηματισμού Νέδα αποτέθηκε κατά το Κάτω Πλειστόκαινο (ΝΝ-19), σε μία δε θέση πιστοποιήθηκε ότι η θαλάσσια ιζηματογένεση συνεχίστηκε και κατά το Μέσο Πλειστόκαινο (ΝΝ-20).

 

Βέβαια είναι γνωστές οι διαφορές απόψεων για την απόλυτη χρονολόγηση των Ζωνών Pseudoemiliana lacunosa ΝΝ-19 και Gephyrocapsa oceanica ΝΝ-20. Κατά τον MARTINI (1971) και την MULLER (1972), η Ζώνη Pseudoemiliana lacunosa NN-19 καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1.8 Μα έως 0.58 - 0.52 Μα (Εικ. 2.27.a) ενώ κατά GARTNER (1977) και HARLAND etal., (1989) από 0.92 Mα έως 0.44 Μα από σήμερα (Εικ. 2.27.b, 2.28).

 

Κατά τον MARTINI (1971) και την MULLER (1972), η Ζώνη Gephyrocapsa oceanica NN-20 καλύπτει το χρονικό διάστημα 0.58 - 0.52 Mα έως 0.15 Μα (Εικ. 2.27.aFig. 2. 27  18), ενώ κατά τον GARTNER (1977) 0.44 Μα έως 0.27 Μα (Eικ. 2.27.bFig. 2. 27  18).

 

Fig. 2. 27

 

Εικ. 2.27: Υποδιαίρεση του Τεταρτογενούς σε Βιοζώνες με ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα, a) από MULLER (1972), b) από GARTNER (1977).

Fig. 2.27:   Quaternary biozones based on calcareous nannofossils, a) after MULLER (1972), b) after GARTNER (1977).

 

3. Ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός

 

Πρόκειται για χερσαίο σχηματισμό που βρίσκεται ασύμφωνα τοποθετημένος πάνω στους παλαιότερους μεταλπικούς σχηματισμούς ακόμα και τους κατωπλειστοκαινικής ηλικίας. Αποτελείται από μικρά γωνιώδη πυριτικά στοιχεία που προέρχονται κυρίως από ραδιολαρίτες. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του εν λόγω σχηματισμού δεν είναι ο πετρολογικός τύπος των επιμέρους πυριτικών στοιχείων, αλλά η παντελής απουσία ανθρακικών στοιχείων.

 

Fig. 2. 28

 

Εικ. 2.28:  Χρονοστρωματογραφική και παλαιομαγνητική κλίμακα του Τεταρτογενούς με θαλάσσιες κλιματικές βαθμίδες 18Ο/16Ο κατά SHACKLETON (από HARLAND et al., 1989).

Fig. 2.28:  Stratigraphic and magnetostraigraphic scale of quaternary and marine climatic cycles  18Ο/16Ο after SHACKLETON (after HARLAND et al., 1989).

 

Το πάχος του σχηματισμού δεν παραμένει σταθερό αλλά μεταβάλλεται από θέση σε θέση, αφού έχει αποτεθεί στο παλαιοανάγλυφο των παλαιότερων από το Τυρρήνιο σχηματισμών.

 

Όπως αναφέρθηκε, η απουσία των ανθρακικών στοιχείων από το σχηματισμό αυτό συνδέεται άμεσα με τις παλαιοκλιματικές και γενικότερα με τις παλαιογεωγραφικές συνθήκες που επικρατούσαν από το Μέσο Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα.

 

Μετά το Κάτω Πλειστόκαινο, η κύρια πηγή τροφοδοσίας του εν λόγω σχηματισμού ήταν το υλικό αποσάθρωσης των κατωπλειστοκαινικών θαλάσσιων αποθέσεων και κύρια οι ψαμμίτες. Στις διαδικασίες διάλυσης και αποσάθρωσης που ελάμβαναν χώρα, τα ανθρακικά στοιχεία, κάτω από ορισμένες παλαιοκλιματικές συνθήκες, ήταν πολύ λιγότερο ανθεκτικά από ότι τα πυριτικά. Για το λόγο αυτό διαλύθηκαν και δεν παρατηρούνται ανθρακικά στοιχεία στο σχηματισμό αυτό.

 

Έτσι σ' άλλες περιπτώσεις η αποσάθρωση και κατά συνέπεια η διάλυση των κατωπλειστοκαινικών θαλάσσιων σχηματισμών έγιναν in situ, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το υλικό που προήλθε από τη διάλυση και αποσάθρωση μεταφέρθηκε και αποτέθηκε σε πολύ μικρή απόσταση. Στη πρώτη περίπτωση ανήκει η περιοχή της Μαραθιάς όπου ο ερυθροπυριτικός σχηματισμός βρίσκεται ως επί το πλείστον πάνω στο παλαιοανάγλυφο των θαλάσσιων κατωπλειστοκαινικών αποθέσεων, ενώ στη δεύτερη, η περιοχή της Ελαίας.

 

Η ηλικία του σχηματισμού αυτού πρέπει να είναι μέσοπλειστοκαινική ή και νεώτερη, η δε έναρξη δημιουργίας του σχετίζεται έμμεσα με τις ανοδικές κινήσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα τη χέρσευση της περιοχής.

 

 

4. Ποτάμιες αναβαθμίδες

 

Στο Μεγαβούνι, ανατολικά της Παναγίας και σε απόλυτο υψόμετρο 100 μέτρα εμφανίζονται αδρομερή ολιγόμικτα χαλαρά κροκαλοπαγή, τα οποία δεν είναι καλά αποστρογγυλεμένα (Εικ. 4.14). Το συνδετικό υλικό αποτελείται από μικρότερες κροκάλες και λατύπες. Οι κροκάλες και οι λατύπες προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου (ασβεστόλιθους, φλύσχη και ραδιολαρίτες). Δεν υπάρχουν κροκάλες που να προέρχονται από τους νηριτικούς ασβεστόλιθους της ενότητας Τρίπολης ή από τα μεταμορφωμένα πετρώματα (φυλλίτες - χαλαζίτες) της ενότητας Άρνας. Συνεπώς, η προέλευση των κροκαλών είναι ίδια με τη προέλευση των κροκαλών που βρίσκονται στη σημερινή κοίτη του ποταμού Νέδα. Το μέγεθος των κροκαλών είναι αρκετά μεγάλο (η μεγάλη διάμετρος φθάνει τα 30 εκατοστά). Τα κροκαλοπαγή αυτά έχουν αποτεθεί πάνω στο παλαιοανάγλυφο του σχηματισμού Νέδα.

 

Το πάχος των κροκαλοπαγών δεν ξεπερνά τα 10 μέτρα. Πρόκειται δηλαδή για ένα υπόλειμμα μίας ποτάμιας αναβαθμίδας του ποταμού Νέδα. Στη νότια όχθη του ποταμού δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθεί υπόλειμμα αυτής της αναβαθμίδας καθότι η διάβρωση σ' αυτή τη πλευρά είναι πιο έντονη.

 

5. Ολοκαινικές αποθέσεις

 

α. Θίνες

 

Πρόκειται για φυσικά αμμοφράγματα που αναπτύσσονται κύρια στη παραλία, βόρεια της Κυπαρισσίας μεγαλύτερη δε ανάπτυξη παρουσιάζουν βόρεια του Καλού Νερού, στη Βλασάδα, στον Αγιαννάκη, στην Ελαία, στο Γιαννιτσοχώρι, στο Θολό, στους Κάτω Ταξιάρχες και στο Νεοχώρι. Αποτελούνται από άμμο, το δε εύρος εμφάνισης ποικίλει από μερικά μέτρα έως μερικές δεκάδες μέτρων.

 

β. Αλλουβιακές αποθέσεις

 

Πρόκειται για χαλαρές αποθέσεις που αποτελούνται από άμμους, χαλίκια, κροκάλες, πηλούς. Εμφανίζονται κυρίως στη κοίτη του ποταμού Νέδα καθώς και στις κοίτες ορισμένων ρευμάτων με τη μορφή ποτάμιων αναβαθμίδων. Στη σημερινή κοίτη της Νέδα απαντώνται κυρίως κροκάλες μεγάλου μεγέθους έως και ογκόλιθοι (με μεγάλη διάμετρο μεγαλύτερη από 0.5 μέτρα), οι οποίες προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου (ασβεστόλιθοι, φλύσχης και ραδιολαρίτες).

 

 

3.3.3.  Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης Νέδα

 

Το τεκτονικό βύθισμα Νέδα παρουσιάζει κι αυτό μία πολυσύνθετη παλαιογεωγραφική εξέλιξη κατά τη διάρκεια του Νεογενούς και κυρίως του Τεταρτογενούς και τούτο διότι η περιοχή βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ κοντά στη τάφρο του Ιονίου.

 

Η παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν στη περιγραφή των σχηματισμών, θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής:

 

·      Το τεκτονικό βύθισμα Νέδα θα πρέπει να δημιουργήθηκε  μετά το τέλος των εφαπτομενικών κινήσεων, δηλαδή από το Ανώτερο Μειόκαινο και μετά και πάντως όχι αργότερα από το Κατώτερο Πλειστόκαινο. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε βαθύτερα σημεία της λεκάνης δεν μπορεί να υπάρχουν θαλάσσιοι σχηματισμοί ανωμειοκαινικής ή κατωπλειοκαινικής ηλικίας όπως συμβαίνει στη λεκάνη Κυπαρισσίας - Καλού Νερού νοτιότερα ή στη λεκάνη Ολυμπίας - Πύργου βορειότερα.

 

·      Πάνω στο ήδη καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των σχηματισμών της ενότητας Πίνδου αποτίθεται ο σχηματισμός κροκαλοπαγών Ελαίας μόνο στα βορειοδυτικά πρανή του Τετράζιου όρους (νοτιοδυτικό τμήμα της λεκάνης, περιοχή Ελαίας). Στην υπόλοιπη λεκάνη δεν έχει τεκμηριωθεί η παρουσία του εν λόγω σχηματισμού, η οποία όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι μπορεί να υπάρχει σε βαθύτερα σημεία της λεκάνης. Η μεταφορά του κλαστικού υλικού έγινε από τους διάφορους παλαιοχειμάρρους η δε απόθεση έγινε με τη μορφή ριπιδίων σε χερσαίο περιβάλλον πολύ κοντά όμως στη παλαιοακτή. Η διαδικασία της απόθεσης του σχηματισμού Ελαίας θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε κατά το Ανώτερο Πλειόκαινο, αφού ο εν λόγω σχηματισμός είναι ίδιος με το σχηματισμό Περιστεράς - Σιδηροκάστρου της λεκάνης Κυπαρισσίας - Καλού Νερού.

 

·      Τμήμα της περιοχής στην οποία είχαν αποτεθεί τα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Ελαίας μαζί με τον υπόλοιπο χώρο της λεκάνης, κατέρχονται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας κατά το Κάτω Πλειστόκαινο, οπότε αποτίθενται τα ιζήματα του σχηματισμού Νέδα σε καθαρά θαλάσσιο περιβάλλον (βάθος μέχρι 30 μέτρα). Η ιζηματογένεση αρχίζει με την απόθεση των κατώτερων τμημάτων του σχηματισμού (εναλλαγές ψαμμιτών, μαργών και ψαμμούχων μαργών με παρεμβολές πολύμικτων κροκαλοπαγών), τελειώνει δε με την απόθεση αποκλειστικά και μόνο πολύμικτων κροκαλοπαγών.

 

·      Η σύσταση των κροκαλοπαγών τόσο του κατώτερου όσο και του ανώτερου τμήματος του σχηματισμού είναι τέτοια ώστε, δημιουργούνται αρκετά ερωτήματα σε σχέση με τη περιοχή τροφοδοσίας της λεκάνης με κλαστικό υλικό. Πιο συγκεκριμένα οι κροκάλες των κροκαλοπαγών προέρχονται από τα πετρώματα των ενοτήτων Πίνδου (φλύσχης, ασβεστόλιθοι, ραδιολαρίτες), Τρίπολης (νηριτικοί ασβεστόλιθοι) και Άρνας (φυλλίτες, χαλαζίτες). Εάν εξετάσει κανείς τα πετρώματα που απαντούν στη περιοχή του σημερινού υδροκρίτη του ποταμού Νέδα, θα παρατηρήσει ότι η λεκάνη απορροής βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο πάνω σε πετρώματα της ενότητας Πίνδου.

 

·      Οι εμφανίσεις των ασβεστόλιθων της Τρίπολης βρίσκονται πολύ ανατολικότερα του σημερινού υδροκρίτη , στα ανατολικά περιθώρια της λεκάνης της Μεγαλόπολης. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η τροφοδοσία της λεκάνης με κροκάλες από νηριτικούς ασβεστόλιθους γινόταν από το Λάπιθα που βρίσκεται βόρεια της λεκάνης. Η μελέτη της μεταβολής του μεγέθους των κροκαλών δείχνει ότι η τροφοδοσία γινόταν από τα ανατολικά προς τα δυτικά (μεγαλύτερες κροκάλες ανατολικά απ' ότι δυτικά) και όχι από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Επομένως, θα πρέπει κατά την περίοδο απόθεσης του σχηματισμού Νέδα να υπήρχε αν όχι συνεχής, τουλάχιστον περιοδική επικοινωνία με τη λεκάνη της Μεγαλόπολης. Επιπλέον οι κροκάλες που προέρχονται από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της Άρνας δείχνουν και αυτές με τη σειρά τους ότι η μεταφορά έχει γίνει από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Η πλησιέστερη εμφάνιση της ενότητας Άρνας είναι στους Αραχαμίτες (ανατολικά της Μεγαλόπολης) και στο Δυρράχιο (νότια της Μεγαλόπολης) όπου εμφανίζεται και ο ομώνυμος σχηματισμός κροκαλοπαγών που αποτελούνται από κροκάλες αρκετά μεγάλου μεγέθους, πάντως πολύ μεγαλύτερου αυτών που συμμετέχουν στο σχηματισμό Νέδα, οι οποίες προέρχονται αποκλειστικά από τα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Άρνας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η περιγραφή του σχηματισμού Δυρραχίου παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με το σχηματισμό Απιδίτσας που έχουν περιγράψει οι LUTTIG & VINKEN (1967) στη λεκάνη της Μεγαλόπολης, τον οποίο θεωρούν ότι έχει αποτεθεί κατά την πρώτη παγετώδη περίοδο του Πλειστοκαίνου.

 

·      Ο R. PAEPE, σύμφωνα με προσωπική επικοινωνία, θεωρεί ότι τα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Δυρραχίου έχουν αποτεθεί μεταξύ 800.000 και 400.000 ετών, χρονολογεί δε την επιφάνεια των κροκαλοπαγών 400.000 έτη και νεότερη Πάντως στη περιοχή Δυρραχίου τα εν λόγω μονόμικτα κροκαλοπαγή επίκεινται μαργών τις οποίες τις θεωρούμε ομόλογες των μαργών Μακρισίου που είναι ανωπλειοκαινικής ηλικίας (Makrision stuffe κατά VINKEN, 1965).

 

·      Στο τέλος του Κατώτερου Πλειστοκαίνου ή τις αρχές του Μέσου Πλειστοκαίνου, η λεκάνη ακολουθεί το κινηματικό καθεστώς του ευρύτερου χώρου (καθεστώς ανύψωσης), τοπικά δε δημιουργούνται συνθήκες απόθεσης λιμναίων ιζημάτων (χωριό Φασκομηλιά) πάνω από τα πολύμικτα κροκαλοπαγή του ανώτερου τμήματος του σχηματισμού Νέδα.

 

·      Είναι πολύ πιθανό σε κάποιο διάλειμμα των ανυψωτικών  κινήσεων κατά το Μέσο ή Ανώτερο Πλειστόκαινο να δημιουργήθηκε η αναβαθμίδα με τα αδρομερή χερσαία χαλαρά κροκαλοπαγή, η οποία λόγω των νεώτερων ανοδικών κινήσεων, σήμερα βρίσκεται σε απόλυτο υψόμετρο 100m, πάνω από τη στάθμη της θάλασσας.

 

·      Τέλος ολόκληρη η περιοχή χερσεύει και λόγω των κατάλληλων κλιματικών συνθηκών δημιουργείται και αποτίθεται ο ερυθροπυριτικός κλαστικός σχηματισμός (περιοχές Μαραθιάς και Ελαίας).

 

·      Η σημερινή εικόνα ολοκληρώνεται κατά το Ολόκαινο με τη δημιουργία των ποτάμιων αναβαθμίδων, των θινών και γενικότερα με τις αλλουβιακές αποθέσεις πάνω στους προϋπάρχοντες σχηματισμούς.

 

 

3.4.  Λεκάνη Ζαχαρωσ

 

3.4.1.  Γενικά

 

Η λεκάνη της Ζαχάρως βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της περιοχής που μελετήθηκε, αποτελεί δε και αυτή με τη σειρά της, ένα τμήμα της προς τα ανατολικά προέκτασης του Κυπαρισσιακού κόλπου κατά το Πλειο-Πλειστόκαινο. Είναι μικρή σε έκταση, έχει επιμήκη μορφή με μέση διεύθυνση Α-Δ, αποτελεί δε ένα τυπικό τεκτονικό βύθισμα (graben), αφού νότια καθορίζεται από τη ρηξιγενή ζώνη Αρήνης ­Μίνθης - Μύλων και βόρεια από τη ρηξιγενή ζώνη Καϊάφα - Κουμουθέκρα - Ράπτη. Η λεκάνη έχει πληρωθεί κυρίως με λιμναία και λιμνοθαλάσσια ιζήματα που περιέχουν λιγνίτες, στο δυτικό τμήμα η λεκάνη έχει πληρωθεί με θαλάσσια ιζήματα.

 

Οι ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΕΡΙΣΟΡΑΤΗΣ & ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ (1982) χαρτογράφησαν το νοτιοδυτικό τμήμα των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης (φύλλο ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ, κλιμ. 1/50.000), οι οποίοι δέχονται ότι είναι οι ίδιοι μεταλπικοί σχηματισμοί με αυτούς που παρατηρούνται στο παρακείμενο φύλλο ΚΑΤΩ ΦΙΓΑΛΕΙΑ.

 

Ο STREIF (1977, 1978) μελέτησε και χαρτογράφησε το δυτικό τμήμα των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης (φύλλο ΟΛΥΜΠΙΑ, κλιμ. 1/50.000), δέχεται δε ότι πρόκειται για εναλλαγές άμμων, αργίλων, αμμούχων ή αργιλούχων αποθέσεων που έχουν αποτεθεί σε θαλάσσιο περιβάλλον μικρού βάθους που περιέχουν λεπτές ενδιαστρώσεις ιζημάτων υφάλμυρου ως λιμναίου περιβάλλοντος καθώς και λιγνιτών, ανωπλειοκαινικής ηλικίας εντάσσονται δε στη βαθμίδα του Βούναργου.

Ο HAGEMAN (1977), μελέτησε τα μεταλπικά ιζήματα της λεκάνης Πύργου - Ολυμπίας, σ' αυτή δε τη μελέτη του αναφέρεται και στα μεταλπικά ιζήματα του ανατολικού τμήματος της λεκάνης της Ζαχάρως (νότια του χωριού Πλατιάνα), τα οποία θεωρεί ότι αποτελούν τη βάση των μεταλπικών αποθέσεων (υπόκεινται του σχηματισμού Βούναργου) και τα ορίζει σαν σχηματισμό Πλατιάνας. Εκτός από τη λεκάνη της Ζαχάρως εμφανίζονται και στα βόρεια πρανή του βουνού Λάπιθας κοντά στο χωριό Πλατιάνα. Στο βύθισμα της Ζαχάρως δεν παρατηρήθηκαν ενδείξεις για θαλάσσια επίδραση στα ιζήματα του σχηματισμού Πλατιάνας αφού δεν βρέθηκαν θαλάσσια απολιθώματα παρά μόνο λιμναία. Βρέθηκαν sporomorphs που υποδηλώνουν συγκέντρωση Akca (Akca assemblage), η οποία βρίσκεται συχνά στις πλειοκαινικές αποθέσεις της Μεσογείου, τη συσχετίζει δε με τη συγκέντρωση Akca στη βάση της ακολουθίας των στρωμάτων της Βαθμίδας Μακρισίου (Ανώτερο Πλειόκαινο) στη Μεγαλόπολη.

 

Ο ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987) μελετά και χαρτογραφεί τις μεταλπικές αποθέσεις του δυτικού τμήματος της λεκάνης της Ζαχάρως, δέχεται δε ότι πρόκειται για αντίστοιχες αποθέσεις του σχηματισμού Βούναργου στη λεκάνη Πύργου - Ολυμπίας, η ηλικία των οποίων είναι Πλειο-πλειστοκαινική.

 

 

3.4.2.  Στοιχεία γεωλογικής χαρτογράφησης - Λιθοστρωματογραφία

 

Προκειμένου να χαρτογραφηθούν και να μελετηθούν λεπτομερώς τα μεταλπικά ιζήματα του τεκτονικού βυθίσματος της Ζαχάρως πραγματοποιήθηκε μία σειρά τομών στις οποίες περιγράφεται η λιθοστρωματογραφία καθώς και τα συμπεράσματα που προκύπτουν για το παλαιοπεριβάλλον από τη μελέτη της μακρο- μικρο- και ναννοπανίδας.

 

Η λεκάνη σήμερα χωρίζεται σε δύο υπολεκάνες την ανατολική και τη δυτική. Το όριο μεταξύ των δύο υπολεκανών είναι ο υδροκρίτης ο οποίος διέρχεται από τα χωριά Τρύπες και Πλατιάνα (Εικ. 2.30). Έτσι, στη μεν ανατολική υπολεκάνη η απορροή των επιφανειακών υδάτων γίνεται προς τα βόρεια στον Αλφειό ποταμό με το Τσεμπερούλας ρέμα, στη δε δυτική υπολεκάνη προς τα δυτικά στο Κυπαρισσιακό κόλπο με το ρέμα Άνυδρος.

 

Η χαρτογράφηση (σε κλίμακα 1/5.000) και η μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων έγινε ξεχωριστά σε κάθε υπολεκάνη, αφού η κάθε μία παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, κύριο όμως χαρακτηριστικό είναι το αν δέχτηκε θαλάσσια ιζήματα ή όχι. Έτσι, η μεν ανατολική υπολεκάνη χαρακτηρίζεται από την απουσία θαλάσσιων μεταλπικών αποθέσεων, δεδομένου ότι στα δείγματα που ελήφθησαν για παλαιοντολογική μελέτη δεν ευρέθησαν θαλάσσια απολιθώματα, η δε δυτική από τη παρουσία τόσο θαλάσσιων όσο και λιμναίων μεταλπικών αποθέσεων.

 

 

3.4.2.1.  Ανατολική υπολεκάνη

 

Η χαρτογράφηση (Εικ. 2.29Fig. 2. 29  18) και η μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων της ανατολικής υπολεκάνης της Ζαχάρως μας οδήγησε στο να διακριθούν οι ακόλουθοι λιθοστρωματογραφικοί σχηματισμοί, από τους παλαιότερους στους νεώτερους:

 

 

1.    Σχηματισμός Τσεμπερούλα

2.    Σχηματισμός Λογγού

3.    Ποτάμιες αναβαθμίδες

 

 

1.  Σχηματισμός Τσεμπερούλα

 

α.  Κατώτερη σειρά

 

Πρόκειται για μεταλπικές αποθέσεις, οι οποίες εμφανίζονται κυρίως στα απότομα πρανή των λόφων και τις κοίτες των κλάδων του ρέματος Τσεμπερούλας.

 

Η κατώτερη σειρά στρωμάτων του σχηματισμού Τσεμπερούλα αποτελείται κυρίως από λεπτοστρωματώδεις έως στρωματώδεις, σταχτοπράσινες ή σταχτιές, λιμναίες αργίλους και πηλίτες (Εικ. 2.30.aFig. 2. 30  18). Σε ορισμένες θέσεις παρατηρούνται λεπτές ενδιαστρώσεις άμμων, λιγνιτών και κροκαλοπαγών των οποίων οι κροκάλες προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου, είναι καλά αποστρογγυλεμένες το δε μέγεθός τους δεν ξεπερνάει τα πέντε (5) εκατοστά. Τα στρώματα του σχηματισμού είναι έντονα παραμορφωμένα από πτυχές και ρήγματα, έχουν δε αποτεθεί πάνω  στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των αλπικών σχηματισμών των ενοτήτων Τρίπολης και Πίνδου.

 

Στα ιζήματα της λεκάνης δεν παρατηρούνται μακροαπολιθώματα αλλά μόνο μικροαπολιθώματα και Pollen. Δείγματα (Π3α, Π3β, Π4) για ανάλυση Pollen δόθηκαν στην Dr. ELKE RENATE ENGEL την οποία και ευχαριστώ.

 

Η ανάλυση των Pollen έδωσε τα ακόλουθα αποτελέσματα:

 

bisaccate Pollen, από τα οποία:

Pinus-Typus  και  1% Abies-Typus.

 

Το υπόλοιπο αποτελείται από:

 

Acritarchen (Baltisphaeridium-Typus).

 

Βρέθηκαν επίσης λίγα άτομα από:

 

Zonalapollenites (=Tsuga = είδος ελάτου)

Stereisporites (= Sphagnaceae Þ σπουδαία βλάστηση έλους) ή

Selaginellaceae  (=Φτέρη Þ αρκετή υγρασία).

Baculatisporites Þ ελώδες έδαφος

Pediastrum (Grunalge) Þ δείκτης γλυκού νερού. Monoporates (Graspollen).

 

 


 

Fig. 2. 29

Εικ. 2.29:   Γεωλογικός χάρτης της ανατολικής υπολεκάνης της Ζαχάρως. 1: Γάβροβο - Τρίπολη, 2: Πίνδος, 3: Σχημ. Τσεμπερούλα, 4: Σχημ. Λογγού, 5: Ποτάμιες αναβαθμίδες, 6: Γεωλογικό όριο, 7: Ρήγμα, 8: Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 9: Άξονας πτυχής, 10: Υδροκρίτης, 11: Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας.

Fig. 2.29:  Geological map of the Zacharo eastern sub-basin. 1: Gavrovo - Tripolis unit, 2: Pindos unit, 3: Tsemberoulas form., 4: Longo form., 5: Fluvial terraces, 6: Geological boundary, 7: Fault, 8: Strike and dip of strata, 9: Fold axis, 10: Watershed, 11: Observation and sampling location.

 

 

Fig. 2. 30

a

b

c

 

Εικ. 2.30:   Σχηματισμός Τσεμπερούλα: a) Κατώτερη σειρά, b και c) Ανώτερη σειρά κροκαλοπαγή Ράπτη.

Fig. 2.30:    Tsemberoula form.: a) Lower series, b and c) Upper series of Raptis conglomerates.

 

 

Οικολογία:

 

Πρόκειται για δάσος από πεύκα και  έλατα πολύ  κοντά σε μία ελώδη περιοχή ή λίμνη σε κανονικό έως θερμό κλίμα. Πάντως δεν παρατηρήθηκαν πουθενά ενδείξεις για θαλάσσια επίδραση στα ιζήματα του σχηματισμού Τσεμπερούλα στην ανατολική υπολεκάνη του τεκτονικού βυθίσματος της Ζαχάρως. Εξάλλου και ο HAGEMAN (1977), δεν βρήκε θαλάσσια απολιθώματα στον ίδιο σχηματισμό (τον ονομάζει σχηματισμό Πλατιάνας) νότια του Λάπιθα. Βρήκε μόνο Sporomorphs σε ιλυώδη άργιλο κοντά στη Πλατιάνα (βόρεια της περιοχής μελέτης), τα οποία υποδηλώνουν συγκέντρωση Akca (Akca assemblage) που έχει παρατηρηθεί τόσο στη λεκάνη της Μεγαλόπολης στη βάση του σχηματισμού Μακρισίου (Makrision Stuffe, VINKEN 1965), όσο και σε άλλες λιμναίες αποθέσεις της Μεσογείου (BENDA 1971, BENDA & MEULENKAMP 1972, MEULENKAMP et al., 1975).

 

Ηλικία

 

Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η ηλικία  του σχηματισμού Τσεμπέρουλα, αφού δεν βρέθηκαν χαρακτηριστικά απολιθώματα. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ο προσδιορισμός από τον HAGEMAN (1977), συγκέντρωσης Akca (Akca assemblage) που είναι χαρακτηριστική των πλειοκαινικών λιμναίων αποθέσεων της Μεσογείου με πλέον χαρακτηριστική την περίπτωση της Μεγαλόπολης, στην οποία βρέθηκαν συγκεντρώσεις Akca στη βάση της ακολουθίας των στρωμάτων του λιμναίου σχηματισμού Μακρισίου (Makrission Stuffe) τον οποίο οι VINKEN & LUTTIG (1965), θεωρούν ότι είναι άνω-πλειοκαινικής ηλικίας. Έτσι ο HAGEMAN (1977) δέχεται ότι ο σχηματισμός Πλατιάνας είναι άνω-πλειοκαινικής ηλικίας και αποτελεί τη βάση (την αρχαιότερη) όλων των μεταλπικών αποθέσεων στο βύθισμα Πύργου - Ολυμπίας. Νομίζουμε λοιπόν ότι δεν πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση, ο εν λόγω σχηματισμός να είναι ανωμειοκαινικής ­κατωπλειοκαινικής ηλικίας, δεδομένου ότι την συγκέντρωση Akca την έχει προσδιορίσει ο HAGEMAN 1977 στα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού Πλατιάνας, βόρεια του Λάπιθα, επιπλέον δε αναφέρει ότι στις ενδιαστρώσεις λιγνιτών μέσα στις ρηχές θαλάσσιες, υφάλμυρες ως λιμναίες αποθέσεις κοντά στη Σμέρνα, στη νότια πλευρά του Λάπιθα, προσδιορίστηκε συγκέντρωση Kale Sporomorphs την οποία θεωρεί ότι είναι μάρτυρας ιζηματογένεσης κατά το Κατώτερο Μειόκαινο. Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπ' όψη ότι ο σχηματισμός Τσεμπερούλα καλύπτεται ασύμφωνα από το σχηματισμό Λογγού, του οποίου η ηλικία δεν μπορεί να είναι νεώτερη του Κατώτερου Πλειστοκαίνου, παρουσιάζει δε διαφορετική παραμόρφωση (πλαστικοθραυσιγενούς χαρακτήρα) από εκείνη που έχει ο σχηματισμός Λογγού.

 

β.  Ανώτερη σειρά

 

Νότια του χωριού Ράπτης και πιο συγκεκριμένα στη περιοχή συμβολής του ρέματος Τσεμπερούλα με το ρέμα που έρχεται από το χωριό Ράπτης εμφανίζονται συνεκτικά κροκαλοπαγή των οποίων το συνδετικό υλικό είναι ψαμμιτικό. Οι κροκάλες προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου, είναι καλά αποστρογγυλωμένες, το δε μέγεθος της μεγάλης διαμέτρου τους φθάνει τα 6 εκατοστά.

 

Στη συγκεκριμένη θέση μία καμπύλη επιφάνεια ρήγματος φέρνει σε επαφή τις υποκείμενες μάργες και ψαμμίτες (σχηματισμός Τσεμπερούλα) με τα κροκαλοπαγή. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κλίσεις των στρωμάτων των κροκαλοπαγών του σχηματισμού Ράπτη αλλά και των μαργών - ψαμμιτών του σχηματισμού Τσεμπερούλα είναι περίπου ίδιες και δεδομένου ότι σε άλλη θέση φαίνεται να υπάρχει μετάβαση από το σχηματισμό Τσεμπερούλα στο σχηματισμό Ράπτη με εναλλαγές ψαμμιτών, μαργών και κροκαλοπαγών δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι πρόκειται για ασύμφωνη απόθεση των κροκαλοπαγών πάνω στο σχηματισμό Τσεμπερούλα (Εικ. 2.30.b, 2.30.c).

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι μέσα στις μάργες και τους ψαμμίτες του σχηματισμού Τσεμπερούλα και κάτω από τα κροκαλοπαγή του σχηματισμού Ράπτη, παρατηρούνται μικρά συζυγή ρήγματα που άλλα έχουν κόψει και κάποιους ορίζοντες κροκαλοπαγών και άλλα όχι.

 

2.  Σχηματισμός Λογγού

 

Ο σχηματισμός Λογγού αποτελείται από κροκαλοπαγή, άμμους, ψαμμίτες και μάργες μέσα στις οποίες παρεμβάλλονται λιγνίτες (σε εκμεταλλεύσιμες ποσότητες), που έχουν αποτεθεί ασύμφωνα στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των προϋπαρχόντων αλπικών και μεταλπικών σχηματισμών (σχηματισμός Τσεμπερούλα).

 

Πολύ ωραία μπορεί να παρατηρήσει και να μελετήσει κανείς την ασύμφωνη απόθεση του σχηματισμού Λογγού πάνω στο σχηματισμό Τσεμπερούλα σε μερικές φυσικές τομές μέσα στο ρέμα Τσεμπερούλα (Εικ. 2.31Fig. 2. 31  18).

 

 

Fig. 2. 31

 

Εικ. 2.31: Ασύμφωνη απόθεση του σχηματισμού Λογγού στο σχηματισμό Τσεμπερούλα

Fig. 2.31: Unconformable deposition of the Loggo form. on the Tsemberoulas formation.

 

 

Στο δεύτερο μαίανδρο από τη συμβολή των ρευμάτων προς Τρύπες (Εικ. 2.32Fig. 2. 32  18) παρατηρούμε ότι η σημερινή κοίτη του ρέματος βρίσκεται 4 μέτρα χαμηλότερα από την παλαιοκοίτη και διαβρώνει τα στρώματα του σχηματισμού Τσεμπερούλα. Στη βάση της παλαιοκοίτης έχουν αποτεθεί χαλαρά κροκαλοπαγή οι κροκάλες των οποίων προέρχονται από το διαμελισμό των πετρωμάτων του σχηματισμού Τσεμπερούλα κυρίως, αλλά και από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου. Το συνδετικό υλικό των κροκαλοπαγών είναι ψαμμιτικό, προς τα πάνω δε εξελίσσονται σε άμμους, ψαμμίτες και μάργες, στις οποίες παρεμβάλλονται λιγνίτες των οποίων και γίνεται εκμετάλλευση κοντά στα χωριά Τρύπες και Λογγό. Στη συγκεκριμένη θέση φαίνεται πολύ καλά η γωνιώδης ασυμφωνία μεταξύ των δύο σχηματισμών.

 

Στη φυσική τομή της θέσης (2), που βρίσκεται 50 μέτρα πιο δυτικά από τη προηγούμενη θέση παρατηρούμε ότι, η σημερινή κοίτη διαβρώνει τα ανορθωμένα και πτυχωμένα στρώματα του σχηματισμού Τσεμπερούλα, πάνω στο παλαιοανάγλυφο του οποίου έχουν αποτεθεί ασύμφωνα ογκόλιθοι που προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου. Το μέγεθος των ογκολίθων φθάνει το 1 μέτρο μεγάλη διάμετρο. Πάνω από τους ογκολίθους έχουν αποτεθεί πολύμικτα κροκαλοπαγή με χαλαρές άμμους. Οι κροκάλες προέρχονται από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου και από το διαμελισμό των προϋπαρχουσών μεταλπικών αποθέσεων, το δε μέγεθός τους ποικίλει και φθάνει μέχρι 10 εκατοστά μεγάλη διάμετρο. Τέλος πάνω στα πολύμικτα κροκαλοπαγή έχουν αποτεθεί χαλαροί άμμοι, ψαμμίτες και μάργες με ασαφή στρώση.

 

Το πάχος του σχηματισμού δεν είναι σταθερό αλλά μεταβάλλεται από θέση σε θέση. Πάρθηκαν πολλά δείγματα τόσο από τα στρώματα που υπόκεινται, όσο και από τα στρώματα που υπέρκεινται των λιγνιτών, για τον προσδιορισμό μακρο- και μικροαπολιθωμάτων καθώς και για ανάλυση Pollen. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν χαρακτηριστικά απολιθώματα για τον ακριβή προσδιορισμό της ηλικίας των στρωμάτων.

 

Στα κατώτερα των λιγνιτών στρώματα δεν βρέθηκαν άλλα απολιθώματα εκτός από pollen. Από την ανάλυση των Pollen (Dr. ELKE RENATE ENGEL) προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Από το δείγμα τα 80% ήταν Pollen, από τα οποία:

75% Pinus-Typus  και  5% Picea-Typus.

 

Το υπόλοιπο 20% αποτελείται από:

Acritarchen (cf. Mycrhistridium 18%)

λίγα άτομα από:

Sciadopityspollenites (Taxodiaceae = ελώδη Κυπαρίσσια)

Polypodiaceoisporites (Polipodiaceae = στίγμα από φτέρες)

Pediastrum (Grunalge) Þ δείκτης γλυκού νερού.

 

Στα δείγματα που ελήφθησαν από τα ανώτερα των λιγνιτών στρώματα, προσδιορίστηκαν μερικά γένη και πολύ λίγα είδη από οστρακώδη:

 

Γένη:

Candona, Ilyocypris, Limnocythere

 

Eίδη:

Loxoconcha turbida (MULLER)

Leptocythere ramosa (ROME)

 

Επίσης βρέθηκαν και μερικά μακροαπολιθώματα κυρίως πάνω από τους λιγνίτες όπως:

 

Planorbis sp.

Ostrea sp.

Melanopsis sp.

Limnocardium sp.

 

Από την ανάλυση των pollen προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Από το δείγμα 80%Pollen, από τα οποία:

75% Pinus-Typus και 5% Picea-Typus.

 

Το υπόλοιπο 20% αποτελείται από:

Acritarchen (cf. Mycrhistridium 18%)

           

λίγα άτομα από:

Sciadopityspollenites (Taxodiaceae = ελώδη Κυπαρίσσια)

Polypodiaceoisporites (Polipodiaceae = στίγμα από φτέρες)

Pediastrum (Grunalge) Þ δείκτης γλυκού νερού. Castanea-Typus

Sequoia-Typus

 

Παλαιοικολογία - Παλαιοπεριβάλλον

 

Από τη μελέτη της πανίδας και της χλωρίδας στα δείγματα που συλλέχτηκαν από τα ιζήματα του σχηματισμού Λογγού, προκύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τις παλαιοπεριβαλλοντικές συνθήκες απόθεσης των ιζημάτων.

 

Τα κατώτερα των λιγνιτών στρώματα δείχνουν ότι πρόκειται για δάσος από πεύκα κυρίως, με λίγα έλατα και κυπαρίσσια πολύ κοντά σε μία ελώδη περιοχή ή λίμνη και μία βλάστηση περισσότερο υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας. Δεν παρατηρήθηκαν σαφείς ενδείξεις για θαλάσσια επίδραση στα ιζήματα του σχηματισμού, κάτι το οποίο επισημαίνει και ο HAGEMAN (1977), παρά μόνο η παρουσία των Acritarchen (Mycthistridium) και Pediastrum δείχνει κάποιους χαρακτήρες απόθεσης σε Δέλτα.

 

Στα ανώτερα των λιγνιτών στρώματα, η παρουσία των οστρακωδών των μικρο- και μακροαπολιθωμάτων υποδηλώνει ότι η ιζηματογένεση έχει γίνει σε ένα λιμναίο περιβάλλον, το οποίο κατά εποχές μπορεί να ήταν λιμνοθαλάσσιο ή πολύ περιορισμένο θαλάσσιο, πάντοτε πολύ μικρού βάθους. Εξ' άλλου όπως προαναφέρθηκε και για τα κατώτερα των λιγνιτών στρώματα και τα pollen δείχνουν κάποιους χαρακτήρες απόθεσης σε Δέλτα. Πρέπει να σημειωθεί ότι και ο HAGEMAN (1977) αναφέρει κάποια έστω και μικρή επίδραση της θάλασσας στην ιζηματογένεση του σχηματισμού Πλατιάνας, βόρεια του Λάπιθα.

 

Fig. 2. 32

Εικ. 2.32: Γεωλογικός χάρτης της λεκάνης της Ζαχάρως.

1:Αλλούβια, 2:Σχημ. Νεοχωρίου, 3:Σχημ. Ζαχάρως, 4:Σχημ. Άνυδρου, 5:Σχημ. Ξηροχωρίου, 6:Σχημ. Λογγού, 7:Σχημ. Τσεμπερούλα, 8:Πίνδος, 9:Γάβροβο – Τρίπολη, 10:Ιόνια, 11:Eπώθηση, 12:Ρήγμα, 13:Γεωλογικό όριο, 14:Παράταξη και κλίση στρωμάτων, 15:Υδροκρίτης, 16:Θέση παρατήρησης και δειγματοληψίας.

Fig. 2.32: Geological map of the Zacharo basin.

1:Alluvial deposits, 2:Neochorion form., 3:Zacharo form., 4:Anydro form., 5:Xerochorion form., 6:Loggo form., 7:Tsemberoulas form., 8:Pindos unit, 9:Gavrovo – Tripolis unit, 10:Ionian unit, 11:Overthrust, 12:Fault, 13:Geological boundary, 14:Strike and dip of strata, 15:Water divide, 16:Observation and sampling location.

 

 

 

Ηλικία

 

Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η ηλικία του σχηματισμού Λογγού, αφού δεν βρέθηκαν χαρακτηριστικά απολιθώματα. Είναι σαφές ότι είναι νεότερος του σχηματισμού Τσεμπερούλα, αφού επικάθεται ασύμφωνα σ' αυτόν, και ηλικίας το πολύ κατωπλειστοκαινικής. Αυτό συμπεραίνεται από το γεγονός ότι οι λιγνίτες εντός του σχηματισμού Λογγού, των οποίων γίνεται συστηματική εκμετάλλευση πρέπει να είναι ομόλογοι των λιγνιτών που εκμεταλλεύονται στη Δυτική υπολεκάνη του τεκτονικού βυθίσματος της Ζαχάρως, οι οποίοι, όπως θα περιγραφεί παρακάτω, υπόκεινται θαλάσσιων ιζημάτων κατωπλειστοκαινικής ηλικίας και των λιγνιτών του τεκτονικού βυθίσματος Πύργου ­Ολυμπίας (Ανώτερο Πλειόκαινο - Κατώτερο Πλειστόκαινο) .

 

3.  Ποτάμιες αναβαθμίδες

 

Στη κοίτη του ρέματος Τσεμπερούλα εμφανίζονται δύο αναβαθμίδες, η κατώτερη που είναι και νεώτερη και η ανώτερη που είναι και η αρχαιότερη. Στη σημερινή κοίτη αποτίθενται κροκάλες ποικίλου μεγέθους προερχόμενες κυρίως από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου (ανοικτόχρωμοι ασβεστόλιθοι 80-90%) και των μεταλπικών αποθέσεων (ψαμμίτες, λιγνίτες, κλπ. 20-10%) και άμμοι.

 

α.  Ανώτερη αναβαθμίδα

 

Η επιφάνειά της βρίσκεται σε ύψος 8 μέτρα από τη σημερινή στάθμη του Τσεμπερούλα ρέματος. Πρόκειται για ποτάμια απόθεση αποτελούμενη από κροκάλες διαφόρων μεγεθών στη βάση, που προέρχονται τόσο από τις νεογενείς αποθέσεις όσο και από τα πετρώματα τη ενότητας Πίνδου, αλλά κυρίως από λεπτομερές υλικό (άμμοι, ψαμμούχες μάργες, ιλυώδη άμμο, πηλό, κλπ.). Όλα αυτά τα υλικά έχουν αποτεθεί στο ανάγλυφο που έχει δημιουργηθεί από τη διάβρωση των νεογενών αποθέσεων από τα παλαιορεύματα.

 

β.  Κατώτερη αναβαθμίδα

 

Η επιφάνειά της βρίσκεται σε ύψος 4 μέτρα από τη σημερινή στάθμη του Τσεμπερούλα ρέματος. Πρόκειται για ποτάμια απόθεση αποτελούμενη κυρίως από κροκάλες ποικίλου μεγέθους, που προέρχονται από το διαμελισμό των προϋπαρχόντων νεογενών αποθέσεων και από τους ασβεστόλιθους κυρίως της ενότητας Πίνδου. Σπανιότερα καλύπτονται από πιο λεπτόκοκκα υλικά. Επειδή λιθολογικά είναι όμοια με την ανώτερη αναβαθμίδα που περιγράφτηκε προηγουμένως, χαρτογραφήθηκε λαμβάνοντας υπόψη και τις μορφολογικές παρατηρήσεις.

 

 

3.4.2.2.  Δυτική υπολεκάνη

 

Η χαρτογράφηση και η μελέτη των μεταλπικών αποθέσεων της δυτικής υπολεκάνης της Ζαχάρως μας οδήγησε στο να διακριθούν οι ακόλουθοι λιθοστρωματογραφικοί σχηματισμοί από τους παλαιότερους στους νεώτερους (Εικ. 2.32):

 

1.    Σχηματισμός Ξηροχωρίου

2.    Σχηματισμός Άνυδρου

3.    Σχηματισμός Ζαχάρως

4.    Σχηματισμός Νεοχωρίου

5.    Ολοκαινικές αποθέσεις

 

1.  Σχηματισμός Ξηροχωρίου

 

Ο σχηματισμός αυτός εμφανίζεται στη νοτιοδυτική πλευρά του Λάπιθα στη θέση Παναγιά και βόρεια της Ζαχάρως στη θέση Καλόγριες. Αποτελείται από συνεκτικά, πολύμικτα κροκαλοπαγή των οποίων οι κροκάλες, είναι αποστρογγυλωμένες, έχουν μέγεθος που φτάνει τα 50 εκατοστά μεγάλη διάμετρο, προέρχονται δε αποκλειστικά από τα πετρώματα (κυρίως ασβεστόλιθους και ραδιολαρίτες) της ενότητας Πίνδου (Εικ. 2.33Fig. 2. 33  18). Στα ανώτερα τμήματα των κροκαλοπαγών παρατηρούνται κάποιες ενδιαστρώσεις ψαμμιτών και μαργών.

 

Οι κλίσεις των κροκαλοπαγών στη περιοχή Παναγιάς είναι αρκετά μεγάλες (300-400) και κλίνουν προς νότο (1700-1900).

 

Τα κροκαλοπαγή αυτά, έχουν αποτεθεί στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των αλπικών ενοτήτων της περιοχής (Ιόνια, Τρίπολη, Πίνδος), είναι αρκετά καλά συγκολλημένα με ψαμμιτικό υλικό, καλύπτονται δε ασύμφωνα από το σχηματισμό μαργών - ψαμμιτών Ζαχάρως, ο οποίος είναι κατωπλειστοκαινικής ηλικίας.

 

 

Fig. 2. 33

 

Εικ. 2.33: Σχηματισμός Ξηροχωρίου.

Fig. 2.33: Xerochorion form.

 

 

Δηλαδή ο σχηματισμός κροκαλοπαγών Ξηροχωρίου παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το σχηματισμό κροκαλοπαγών Περιστεράς ­Σιδηροκάστρου της λεκάνης Καλού Νερού - Κυπαρισσίας.

 

Η ηλικία του σχηματισμού δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί άμεσα, από τη δειγματοληψία που πραγματοποιήθηκε στις θέσεις που εμφανίζονται μάργες και ψαμμίτες, αλλά έμμεσα, στηριζόμενοι στο ότι καλύπτεται ασύμφωνα από το σχηματισμό ψαμμιτών - μαργών Ζαχάρως και έχει κοινά χαρακτηριστικά όπως προαναφέρθηκε με το σχηματισμό κροκαλοπαγών Περιστεράς - Σιδηροκάστρου της λεκάνης Καλού Νερού - Κυπαρισσίας. Έτσι η ηλικία του είναι μάλλον προ-κατωπλειστοκαινική και χωρίς να αποκλείεται το Άνω Πλειόκαινο.

 

Το πάχος του σχηματισμού μεταβάλλεται από θέση σε θέση, πάντως το μέγιστο ορατό πάχος είναι 150 μέτρα.

 

 

2.  Σχηματισμός Άνυδρου

 

Ο σχηματισμός αυτός εμφανίζεται στο ανατολικό τμήμα της Δυτικής υπολεκάνης στις κοιλάδες που έχουν δημιουργηθεί μέσα τις μεταλπικές αποθέσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Άνυδρο ρέμα. Τα ιζήματα του σχηματισμού έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των αλπικών σχηματισμών των ενοτήτων Τρίπολης και Πίνδου.

 

Αποτελείται κυρίως από μάργες, ψαμμίτες και άμμους μέσα στις οποίες παρεμβάλλονται, λίγα κροκαλοπαγή και λιγνίτες σε εκμεταλλεύσιμες ποσότητες (Εικ. 2.34Fig. 2. 34  18). Οι κροκάλες των κροκαλοπαγών είναι ή πεπλατυσμένες ή καλά αποστρογγυλεμένες με μέγεθος μεγάλης διαμέτρου 1-5 εκατοστά. Οι μάργες είναι στιφρές, χρώματος καφέ-γκρι έως πράσινο-γκρι, κατά θέσεις άστρωτες. Στα ανώτερα τμήματα του σχηματισμού οι μάργες γίνονται φυλλώδεις, σε ορισμένες θέσεις δε, όπως στο χωριό Μάκιστος (Εικ. 2.32Fig. 2. 32  18, θέση 1) και στη τοποθεσία Μπαμπάκια κοντά στο χωριό Τρύπες (Εικ. 2.32Fig. 2. 32  18, θέση 2) - σημερινός υδροκρίτης μεταξύ των δύο υπολεκανών ­εμφανίζονται ρυθμίτες (rhythmites) σε υψόμετρα 380 και 360 μέτρα αντίστοιχα.

 

Στη προαναφερθείσα θέση Μπαμπάκια πάνω από τους ρυθμίτες έχουν αποτεθεί συνεκτικά κροκαλολατυποπαγή, τα στοιχεία των οποίων, είναι μικρού μεγέθους (μεγάλη διάμετρος μέχρι 3 εκατοστά), προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου και δεν είναι καλά αποστρογγυλεμένα. Το συνδετικό υλικό είναι ψαμμιτικό και το χρώμα τους είναι καφέ-κίτρινο, δείχνουν δηλαδή μία χερσαία προέλευση.

 

Τα στρώματα του σχηματισμού είναι έντονα παραμορφωμένα και κόβονται από πάρα πολλά ρήγματα μικρά και μεγάλα, ως εκ τούτου δεν παρουσιάζουν σταθερές κλίσεις διότι αλλάζουν από θέση σε θέση. Πάντως κυριαρχούν οι προς βορρά κλίσεις και δευτερευόντως οι προς δυσμάς. Τα ρήγματα δεν κόβουν πάντα όλη τη λιθοστρωματογραφική ακολουθία, αλλά συνήθως τμήμα αυτής, δηλαδή πρόκειται για συνιζηματογενή τεκτονισμό.

 

 

Προκειμένου να καθοριστεί με ακρίβεια, η ηλικία καθώς και το περιβάλλον απόθεσης των ιζημάτων του σχηματισμού, ελήφθησαν πολλά δείγματα για μακρο-, μικρο-, ναννο- και pollen ανάλυση.

 

Από τις μάργες της βάσης του σχηματισμού και πάντα κάτω από τους λιγνίτες, ελήφθησαν δείγματα στα οποία δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστούν χαρακτηριστικά απολιθ

ώματα και ως εκ τούτου να καθοριστεί με ακρίβεια η ηλικία του. Οι μάργες αυτές είναι πλούσιες σε φύλλα και Pollen. Από την ανάλυση των Pollen στα δείγματα ΛΡ1 και ΛΡ2 (Dr. ELKE RENATE ENGEL) προκύπτουν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

 

 

Fig. 2. 34

 

Εικ. 2.34: Ο σχηματισμός Άνυδρου στα λιγνιτορυχεία της ΛΑΡΚΟ.

Fig. 2.34: The outcrop of Anydro form. in the lignite mines of LARKO.

 

 

Από τα δείγματα 95% Pollen, από τα οποία:

85% Pinus-Typus, 2% Abies-Typus και 8% Picea-Typus

 

Το υπόλοιπο 5% αποτελείται από:

Acritarchen (Baltisphaeridium-Typus)

 

Βρέθηκαν επίσης λίγα άτομα από:

Zonalapollenites (=Tsuga = είδος ελάτου)

Stereisporites (=Sphagnaceae Þ σπουδαία βλάστηση έλους) ή

Selaginellaceae (Φτέρη) Þ αρκετή υγρασία

Baculatisporites Þ ελώδες έδαφος

Pediastrum (Grunalge) Þ δείκτης γλυκού νερού Monoporates (Graspollen)

 

Oικολογία

 

Πρόκειται για δάσος από πεύκα και έλατα  που βρισκόταν πολύ κοντά σε μία ελώδη περιοχή ή λίμνη, σε κανονικό έως θερμό κλίμα. Πάντως δεν παρατηρήθηκαν πουθενά ενδείξεις για θαλάσσια επίδραση στα ιζήματα που αντιστοιχούν στα κατώτερα στρώματα του σχηματισμού (κάτω από τους λιγνίτες).

 

Ηλικία

 

Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η ηλικία των κατώτερων στρωμάτων του σχηματισμού (κάτω από τους λιγνίτες) στηριζόμενοι μόνο στα Pollen.

 

Στα στρώματα του σχηματισμού που βρίσκονται αμέσως πάνω από τους λιγνίτες (κυρίως μάργες) βρέθηκαν φύλλα, και κατά θέσεις οστρακώδη μη προσδιορίσημα και μακροαπολιθώματα όπως Planorbis, Melanopsis, Cardium, Limnocardium και μικρές Ostrea.

 

Στα ανώτερα στρώματα των πιο δυτικών εμφανίσεων του σχηματισμού ελήφθησαν δείγματα για αναλύσεις ασβεστολιθικών νανοαπολιθωμάτων και Pollen. Οι αναλύσεις αυτές έδωσαν τα ακόλουθα:

 

Ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Στα δείγματα ΖΑΧ.6 και ΖΑΧ.7 που ελήφθησαν από τα ανώτερα στρώματα της πιο δυτικής εμφάνισης του σχηματισμού (Εικ. 2.32Fig. 2. 32  18, θέση 4), προσδιορίστηκαν τα παρακάτω ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

 

Coccolithus abisectus MULLER, 1970

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Cyclococcolithus leptoporus (MURRAY & BLACKMAN) KAMPTNER, 1954 ex 1956

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943

 

Οικολογία

 

Με βάση τα ασβεστολιθικά Ναννοαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν φαίνεται ότι τα ιζήματα απετέθησαν σε παράκτιο θαλάσσιο περιβάλλον, σε ζεστά νερά και η ιζηματογένεση έγινε σε ένα βάθος περίπου 20 μέτρων.

 

Ηλικία

 

Η παρουσία της Gephyrocapsa oceanica σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απουσία της Pseudoemiliana lacunosa μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για τη Ζώνη Gephyrocapsa oceanica ΝΝ-20 (κατά MARTINI, 1971, BUKRY, 1978) ή 0.44 - 0.27 m.y.  (κατά GARTNER, 1977).

 

Στα δείγματα Π6 και Π7 που ελήφθησαν από τα ανώτερα στρώματα της πιο δυτικής εμφάνισης του σχηματισμού, προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα:

 

Από το δείγμα το 70% ήταν κόκκοι γύρεως, από τα οποία: το 65% είναι Pinus-Typus και το 5% Picea-Typus

 

Tο υπόλοιπο 28% Acritarchen: cf. Mycrhistridium

 

και λίγα άτομα από:

Sciadopityspollenites (Taxodiaceae = ελώδη κυπαρίσσια)

Polypodiaceoisporites (Polipodiaceae = στίγμα από φτέρες)

Pediastrum (Grunalge) Þ δείκτης γλυκού νερού

 

Υπάρχουν επίσης λίγα multi- και monocellater (Rhizophagites) από σπόρους μανιταριών (ή μακταριών) και από απροσδιόριστο οργανικό υλικό.

 

Οικολογία

 

Πρόκειται για δάσος από πεύκα με λίγα έλατα και κυπαρίσσια πολύ κοντά σε μία ελώδη περιοχή και μία βλάστηση περισσότερο υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας. Επίσης η παρουσία υπολειμμάτων μανιταριών μαζί με τα Acritarchen (Mycrhistridium) και Pediastrum δείχνουν μία ιζηματογένεση σε Δέλτα σε μέτριο ως θερμό κλίμα.

 

Ηλικία

 

Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η ηλικία των ανώτερων στρωμάτων του σχηματισμού με βάση τα Pollen. 

 

Παλαιοοικολογία - Παλαιοπεριβάλλον

 

Από τη μελέτη της μακρο-, μικρο-, ναννοπανίδας και των Pollen που συλλέχτηκαν από τα ιζήματα του σχηματισμού Άνυδρου, προκύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες βιότευσης των οργανισμών (βάθος, αλμυρότητα, θερμοκρασία, κλπ.) καθώς και τις συνθήκες απόθεσης των ιζημάτων.

 

Στο κατώτερο τμήμα του σχηματισμού (κάτω από τους λιγνίτες) βρέθηκαν μόνο φύλλα και Pollen, τα οποία δείχνουν ότι πρόκειται για δάσος από πεύκα και έλατα που βρισκόταν πολύ κοντά σε μία ελώδη περιοχή ή λίμνη, σε κανονικό έως θερμό κλίμα. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι δεν παρατηρήθηκαν σαφείς ενδείξεις για θαλάσσια επίδραση στα ιζήματα του σχηματισμού, παρά μόνο η παρουσία των Acritarchen και Pediastrum δείχνει κάποιους χαρακτήρες απόθεσης σε Δέλτα. Με άλλα λόγια το περιβάλλον απόθεσης έχει κοινά χαρακτηριστικά με το περιβάλλον απόθεσης τόσο του σχηματισμού Τσεμπερούλα όσο και του Λογγού στην ανατολική υπολεκάνη.

 

Στα στρώματα που βρίσκονται αμέσως πάνω από τους λιγνίτες βρέθηκαν φύλλα, οστρακώδη, και κατά θέσεις μακροαπολιθώματα (Planorbis, Melanopsis, Cardium, Limnocardium, μικρές Ostrea), που σε συνδυασμό και με τα Pollen αλλά και τα Ναννοαπολιθώματα που βρέθηκαν στα ανώτερα στρώματα, δείχνουν μία σταδιακή επίδραση της θάλασσας στις συνθήκες ιζηματογένεσης. Δηλαδή ενώ στα κατώτερα τμήματα του σχηματισμού δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις επίδρασης της θάλασσας, στα ανώτερα γίνονται κάτι περισσότερο από εμφανείς, όπως αποδεικνύεται από τα Pollen και τα Ναννοαπολιθώματα. Έτσι φαίνεται ότι η ιζηματογένεση γίνεται, σε συνθήκες Δέλτα ή λιμνοθάλασσας με βαθμιαία αύξουσα επίδραση της θάλασσας, ώσπου κάποια στιγμή αυτή επικρατεί, σε ζεστά νερά και σε μικρό βάθος (περίπου 20 μέτρα). Παρόμοιες συνθήκες επικρατούσαν στη πρόσφατα αποξηρανθείσα περιοχή της Αγουλινίτσας, σε μικρή απόσταση λίγων χιλιομέτρων βορειοδυτικά της περιοχής μελέτης.

 

Η αλλαγή περιβάλλοντος δεν φαίνεται να έγινε απότομα, αφού στην ύπαιθρο δεν παρατηρήθηκε κάποια ασυμφωνία μεταξύ των καθαρά λιμναίων και των θαλάσσιων αποθέσεων, αλλά μάλλον σταδιακά κάτι που υποδηλώνει και η σταδιακή μείωση των λιμναίων χαρακτηριστικών των ιζημάτων και η αντίστοιχη αύξηση των θαλάσσιων.

 

Ηλικία

 

Όπως προαναφέρθηκε στα στρώματα του σχηματισμού που βρίσκονται κάτω από τους λιγνίτες βρέθηκαν μόνο φύλλα και Pollen από τα οποία όμως δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθεί η ηλικία τους. Πρέπει όμως και εδώ να αναφερθεί η άποψη του HAGEMAN 1977, σύμφωνα με την οποία "οι ρηχές θαλάσσιες - υφάλμυρες έως λιμναίες αποθέσεις κοντά στη Σμέρνα, στη νότια πλευρά του Λάπιθα, οι οποίες περιέχουν ενδιαστρώσεις λιγνίτη με συγκέντρωση Kale Sporomorphs, είναι μάρτυρας ενός εκτεταμένου ιζηματογενούς καλύμματος στο Κατώτερο Μειόκαινο".

 

Έμμεσα λοιπόν θα μπορούσε κανείς να δεχτεί με κάθε επιφύλαξη την άποψη, ότι το κατώτερο τμήμα του σχηματισμού Άνυδρου μπορεί να έχει την ίδια περίπου ηλικία με το σχηματισμό Τσεμπερούλα, το δε ανώτερο να έχει την ίδια ηλικία με το σχηματισμό Λογγού στην ανατολική υπολεκάνη, δηλαδή να είναι Ανώτερο Πλειόκαινο αν όχι Κατώτατο Πλειστόκαινο, αφού τα υπερκείμενα των λιγνιτών στρώματα (ανώτεροι ορίζοντες του σχηματισμού), περιέχουν μεταξύ των άλλων τη Gephyrocapsa oceanica που χαρακτηρίζει τη Ζώνη Gephyrocapsa oceanica  ΝΝ-20 (κατά MARTINI 1971, BUKRI, 1978). Δηλαδή τα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού Άνυδρου πρέπει να είναι κατωπλειστοκαινικής και μάλλον μεσοπλειστοκαινικής ηλικίας, οπότε τα υποκείμενα πρέπει να είναι παλαιότερα του Κάτω Πλειστοκαίνου.

 

3.  Σχηματισμός Ζαχάρως

 

Ο σχηματισμός αυτός εμφανίζεται στο δυτικό τμήμα της δυτικής υπολεκάνης της Ζαχάρως. Τα ιζήματα του σχηματισμού έχουν αποτεθεί ασύμφωνα πάνω στο παλαιοανάγλυφο των αλπικών και μεταλπικών σχηματισμών.

 

Αποτελείται από άρρυθμες εναλλαγές αργίλων, μαργών, ιλυολίθων, ψαμμιτών, άμμων, σε ορισμένες θέσεις της λεκάνης υπάρχουν και κάποιες μικρές εμφανίσεις κροκαλοπαγών. Το χρώμα των στρωμάτων του σχηματισμού αλλάζει από θέση σε θέση από κίτρινο - μπεζ, σε γκρι - πράσινο και σε λευκό - μπεζ.

 

Κοντά στο χωριό Ξηροχώρι (Εικ. 2.32Fig. 2. 32  18, θέση 5), εμφανίζονται εναλλαγές κίτρινων μαργών, ψαμμιτών και άμμων. Στα ανώτερα στρώματα επικρατούν πολύμικτα χαλαρά κροκαλοπαγή, των οποίων οι κροκάλες, προέρχονται αποκλειστικά από τα πετρώματα της ενότητας Πίνδου, είναι καλά αποστρογγυλεμένες, το δε μέγεθός τους ποικίλει από 1-6 εκατοστά.  Λόγω της έντονης τεκτονικής παραμόρφωσης τα στρώματα του σχηματισμού είναι πτυχωμένα (πτυχές μεγάλης ακτίνας καμπυλότητας) και κατακερματισμένα από πολλά ρήγματα, ως εκ τούτου δεν έχουν σταθερές κλίσεις. Στη προκείμενη περίπτωση οι κλίσεις που κυριαρχούν στο βόρειο τμήμα, είναι μεταξύ 30/120 και 40/170, ενώ στο νότιο μεταξύ 10/290 και 40/000.

 

Στις μάργες των κατώτερων στρωμάτων του σχηματισμού (Εικ. 2.32Fig. 2. 32  18, θέσεις 6 και 7), βρέθηκαν πολλά φύλλα και βενθονικά τρηματοφόρα, στα δε δείγματα για Pollen και ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα δεν βρέθηκαν χαρακτηριστικά για τον προσδιορισμό της ηλικίας των, παρά μόνο στοιχεία για το παλαιοπεριβάλλον απόθεσης των ιζημάτων.

 

Στα δείγματα ΖΑΧ.1 και ΖΑΧ.2 βρέθηκαν τα ακόλουθα:

 

Βενθονικά τρηματοφόρα:

Ammonia beccarii (LINNE)

Bulimina costata D'ORB.

Cibicides lobatulus (WALK. & JACOB)

Cibicides ungerianus D'ORB.

Elphidium crispum (LINNE)

Pullenia bulloides (D'ORB.)

Textularia sp.

 

Ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER,1930

Cyclococcolithus leptoporus (MURRAY & BLACKMAN) KAMPTNER, 1954 ex 1956

Rhabdosphaera clavigera MURRAY & BLACKMAN, 1898

 

Επίσης βρέθηκαν και πάρα πολλά σπασμένα, τα οποία υποδηλώνουν μεταφορά..

 

Στα δείγματα που ελήφθησαν από τα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού βρέθηκαν βενθονικά τρηματοφόρα, λίγα οστρακώδη, ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα και pollen.

 

Πιο συγκεκριμένα, στα δείγματα ΖΑΧ.3 ZAX.4 και ΖΑΧ.5 προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα:

 

Βενθονικά τρηματοφόρα:

Ammonia beccarii (LINNE)

Bulimina costata D'ORB.

Cibicides lobatulus (WALK. & JACOB)

Dorothia gibbosa (D'ORB.)

Elphidium crispum (LINNE)

Marginulina costata

Pullenia bulloides (D'ORB.)

Textularia sp.

Uvigerina peregrina (CUSH.)

 

Ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα:

Coccolithus abisectus MULLER, 1970

Coccolithus pelagicus (WALLICH) SCHILLER, 1930

Gephyrocapsa oceanica KAMPTNER, 1943

Rabdosphaera clavigera MURRAY & BLACKMAN, 1898

Sphenolithus abies DEFLANDRE,1954

Syracosphaera pulhra LOHMANN,1902

 

Στα δείγματα Π1 και Π2 που ελήφθησαν από τα ανώτερα μέλη του σχηματισμού προσδιορίστηκαν τα ακόλουθα Pollen:

 

Από τα δείγματα 70% ήταν κόκκοι γύρεως, από τα οποία:

το 65% είναι Pinus-Typus και 5% Picea-Typus

 

Το υπόλοιπο 30% είναι Acritarchen: cf. Mycrhistridium

 

και λίγα άτομα από:

Sciadopityspollenites (Taxodiaceae = ελώδη κυπαρίσσια)

 Polypodiaceoisporites (Polypodiaceae = στίγμα από φτέρες)

Pediastrum (Grunalge) Þ δείκτης γλυκού νερού

 

Υπάρχουν επίσης λίγα multi- και monocellater (Rhizophagites) από σπόρους μανιταριών και από απροσδιόριστο οργανικό υλικό.

 

Οικολογία

 

Πρόκειται για δάσος από πεύκα με λίγα έλατα και κυπαρίσσια πολύ κοντά σε μία ελώδη περιοχή και μία βλάστηση περισσότερο υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας. Επίσης η παρουσία υπολειμμάτων μανιταριών μαζί με τα Acritarchen (Mycrhistridium) και Pedias­trum δείχνουν μία ιζηματογένεση τύπου Δέλτα σε μέτριο ως θερμό κλίμα.

 

Ηλικία

 

Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί η ηλικία των ανώτερων μελών του σχηματισμού με βάση τα Pollen.

 

Παλαιοοικολογία - Παλαιοπεριβάλλον

 

Από τη μελέτη της μακρο-, μικρο- και ναννοπανίδας καθώς και των pollen, στα δείγματα που συλλέχτηκαν από τα ιζήματα του σχηματισμού Ζαχάρως, προκύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τις παλαιοοικολογικές συνθήκες βιότευσης των οργανισμών (βάθος, αλμυρότητα, θερμοκρασία, κλπ.) καθώς και τις συνθήκες απόθεσης των ιζημάτων.

 

Στο κατώτερο τμήμα του σχηματισμού βρέθηκαν μόνο φύλλα, βενθονικά τρηματοφόρα, και ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα.

 

Η παντελής απουσία πλαγκτονικών και η παρουσία σημαντικού αριθμού βενθονικών τρηματοφόρων και πιο ειδικά των ειδών Ammonia beccarii, Eplhidium crispum, Cibicides lobatulus, κ.α. σε αφθονία, τα οποία είναι επίφυτα, δείχνουν ένα πολύ ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον (υποπαράκτιο έως επιπαράκτιο) απόθεσης των ιζημάτων.

 

Όσον αφορά τα προσδιορισθέντα ναννοαπολιθώματα είναι γνωστό ότι αποτελούν πολύ καλούς δείκτες για το περιβάλλον απόθεσης των ιζημάτων, τη θερμοκρασία και το βάθος απόθεσης. Έτσι, φαίνεται ότι τα ιζήματα απετέθησαν σε παράκτιο θαλάσσιο περιβάλλον, σε ζεστά νερά και σε μικρό βάθος, περίπου 20 μέτρων.

 

Εξάλλου η κατά θέσεις παρουσία φύλλων μέσα στα ιζήματα ενισχύει την άποψη, ότι πρόκειται για αποθέσεις μικρού βάθους πολύ κοντά στη παλαιοακτή.

 

Δηλαδή, η μελέτη της μικρο- και ναννοπανίδας σε συνδυασμό με τη παρουσία των φύλλων, δείχνει ότι η ιζηματογένεση έγινε σε παράκτιο περιβάλλον, σε ζεστά νερά και σε μικρό βάθος.

 

Στα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού βρέθηκαν λίγα οστρακώδη, που σε συνδυασμό με τα βενθονικά τρηματοφόρα, τα Pollen και τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα δείχνουν ότι η ιζηματογένεση πραγματοποιήθηκε στις ίδιες συνθήκες με αυτές που μόλις περιγράφτηκαν για τα κατώτερα στρώματα. Η μόνη διαφορά είναι ότι στα ανώτατα στρώματα τα Pollen που προσδιορίστηκαν αλλά και τα φύλλα, δείχνουν ότι υπήρχαν και περίοδοι που η περιοχή πιθανά να μετέπεσε σε λιμνοθάλασσα.

 

Έτσι φαίνεται ότι η ιζηματογένεση γίνεται κυρίως σε θαλάσσιο περιβάλλον, σε ζεστά νερά και σε μικρό βάθος (περίπου 20 μέτρα). 

 

Ηλικία

 

Όπως προαναφέρθηκε, στα κατώτερα στρώματα του σχηματισμού δεν βρέθηκαν χαρακτηριστικά απολιθώματα για τον προσδιορισμό της ηλικίας τους, βρέθηκαν όμως στα ανώτερα στρώματα.

 

Από τα ασβεστολιθικά ναννοαπολιθώματα που προσδιορίστηκαν στις διάφορες θέσεις, η παρουσία των Gephyrocapsa oceanica, Coccolithus pelagicus και Cyclococcolithus leptoporus σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απουσία της Pseudoemiliana lacunosa τεκμηριώνει τη Ζώνη Gephyrocapsa oceanica NN-20 (κατά MARTINI 1971, BUKRY 1978). Επομένως, τα ανώτερα στρώματα του σχηματισμού Ζαχάρως είναι μεσοπλειστοκαινικής ηλικίας, τα δε κατώτερα στρώματα αν δεν είναι και αυτά της ίδιας ηλικίας πρέπει να είναι κατωπλειστοκαινικής, κάτι που έχει τεκμηριωθεί και στις άλλες δύο λεκάνες (Νέδα και Κυπαρισσίας - Καλού Νερού) που μελετήθηκαν.

 

4.  Σχηματισμός Νεοχωρίου

 

Ο σχηματισμός λατυποπαγών Νεοχωρίου εμφανίζεται στο δυτικό τμήμα της λεκάνης της Ζαχάρως κοντά στο ομώνυμο χωριό. Καλύπτει ασύμφωνα τους παλαιότερους σχηματισμούς (στη προκειμένη περίπτωση το σχηματισμό Ζαχάρως, αποτελείται δε από λατύπες κυρίως και άμμους που προέρχονται από τα ανθρακικά πετρώματα της ενότητας Πίνδου και όχι από τα ανθρακικά της ενότητας Τρίπολης που βρίσκεται πλησιέστερα στην εμφάνιση. Το πάχος των λατυποπαγών είναι μικρό (μέχρι 6 μέτρα), το δε πλάτος εμφάνισής τους είναι περιορισμένο.

 

5.  Ολοκαινικές αποθέσεις

 

α.  Θίνες

 

Πρόκειται για φυσικά αμμοφράγματα που αναπτύσσονται στη παραλιακή ζώνη της Ζαχάρως. Οι θίνες (αιολικές αποθέσεις) έχουν αποτεθεί πάνω σε παράκτιες άμμους και χαλίκια, αποτελούνται δε από άμμο, το δε εύρος εμφάνισης ποικίλει από μερικά μέτρα έως μερικές δεκάδες μέτρων.

 

β.  Αλλουβιακές, Ελώδεις αποθέσεις

 

Εμφανίζονται στην επίπεδη πεδινή περιοχή του δυτικού τμήματος της λεκάνης της Ζαχάρως, καλύπτουν ασύμφωνα τους παλαιότερους σχηματισμούς, αποτελούνται δε από άμμο, ιλύ, άργιλο και κατά θέσεις αμμοχάλικα. Σε ορισμένες θέσεις βόρεια της περιοχής που χαρτογραφήθηκε, παρατηρούνται μέσα στα ιζήματα Cardium, δηλαδή πρόκειται για λιμνοθαλάσσιες αποθέσεις.

 

 

3.4.3.  Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης Ζαχάρως

 

Το τεκτονικό βύθισμα της Ζαχάρως παρουσιάζει μία πολυσύνθετη παλαιογεωγραφική εξέλιξη κατά τη διάρκεια του Νεογενούς και του Τεταρτογενούς και τούτο διότι η περιοχή βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται πολύ κοντά στη τάφρο του Ιονίου.

 

Η παλαιογεωγραφική εξέλιξη της λεκάνης θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής:

 

·      Το τεκτονικό βύθισμα της Ζαχάρως θα πρέπει να δημιουργήθηκε μετά το τέλος των εφαπτομενικών κινήσεων δηλαδή κάπου στο Ανώτερο Μειόκαινο. Βέβαια δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση έναρξης δημιουργίας του (πρώιμο στάδιο) πριν το Ανώτερο Μειόκαινο αφού είναι γνωστό ότι μεγάλα τμήματα της ανθρακικής πλατφόρμας της Τρίπολης αναδύθηκαν πιο νωρίς και ο φλύσχης απετέθη στο ήδη καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στο βουνό Λάπιθας, κοντά στο μέτωπο της επώθησης της Πίνδου πάνω στο φλύσχη της Τρίπολης, παρατηρήθηκαν κροκαλολατυποπαγή μέσα στο φλύσχη, των οποίων οι κροκάλες και οι λατύπες προέρχονται όχι μόνο από τα πετρώματα της Πίνδου, αλλά και από τα ανθρακικά της Τρίπολης που είναι μάλιστα και τα πιο γωνιώδη.

 

·      Τα ιζήματα του σχηματισμού Τσεμπερούλα αποτίθενται πάνω στο καλά διαμορφωμένο παλαιοανάγλυφο των αλπικών σχηματισμών και μόνο στην ανατολική υπολεκάνη του τεκτονικού βυθίσματος της Ζαχάρως. Εκείνη την εποχή η ανατολική υπολεκάνη θα πρέπει να αποτελούσε ένα κλειστό υδρολογικό σύστημα, δηλαδή δεν υπήρχε επιφανειακή απορροή προς τη θάλασσα, πιθανότατα και κλειστό υδρογεωλογικό σύστημα, και έτσι υπήρξαν ευνοϊκές γεωμορφολογικές, γεωλογικές και κλιματικές συνθήκες για την απόθεση των λιμναίων ιζημάτων. Συμφωνούμε με τη προαναφερθείσα άποψη του HAGEMAN (1977) ότι ο σχηματισμός Τσεμπερούλα αποτελεί τη βάση των μεταλπικών αποθέσεων της λεκάνης Πύργου - Ολυμπίας έχουμε όμως επιφυλάξεις ότι είναι ανωπλειοκαινικής ηλικίας. Πιστεύουμε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση η ηλικία του να είναι πιο παλιά από Άνω Πλειόκαινο και τα ιζήματα αυτά να είναι ομόλογα των προ-ανωπλειοκαινικών ιζημάτων της Κυπαρισσίας. Τέλος στα ανώτερα τμήματα του σχηματισμού Τσεμπερούλα αποτίθενται τα κροκαλοπαγή του Ράπτη. Οι κροκάλες προέρχονται από τα πετρώματα που δομούν το βουνό Μίνθη (Πίνδος), το οποίο αυτή τη περίοδο αρχίζει να ανυψώνεται και τα υλικά της μηχανικής αποσάθρωσης και διάβρωσης μεταφέρονται και αποτίθενται στην ανατολική υπολεκάνη. Στη δυτική υπολεκάνη δεν φαίνεται να γίνεται απόθεση των ιζημάτων του προαναφερθέντος σχηματισμού, αλλά μόνο των κροκαλοπαγών του σχηματισμού Ξηροχωρίου, τα οποία θεωρούνται ομόλογα των κροκαλοπαγών του σχηματισμού Περιστεράς - Σιδηροκάστρου (Άνω Πλειόκαινο) του τεκτονικού βυθίσματος Καλού Νερού - Κυπαρισσίας.

 

·      Ακολουθεί μία περίοδος ηρεμίας, κατά την οποία σε όλη τη λεκάνη δημιουργούνται κατάλληλες συνθήκες απόθεσης των λιμναίων σχηματισμών με λιγνίτες, ήτοι του σχηματισμού Λογγού στην ανατολική υπολεκάνη και του σχηματισμού Άνυδρου στη δυτική. Τόσο κατά τη κατακόρυφη έννοια (από κάτω προς τα πάνω) όσο κατά την οριζόντια (από τα δυτικά προς τα ανατολικά), παρατηρείται μία συνεχώς όλο και πιο έντονη επίδραση της θάλασσας στις αποθέσεις του σχηματισμού, ώσπου στα ανώτερα τμήματα επικρατεί. Η περίοδος αυτή πρέπει να είναι από το τέλος Άνω Πλειόκαινου - αρχές Κάτω Πλειστοκαίνου μέχρι και το Μέσο Πλειστόκαινο.  Ταυτόχρονα, το δυτικό τμήμα της δυτικής υπολεκάνης βυθίζεται βαθμιαία κάτω από τη στάθμη της θάλασσας και επικρατεί η θαλάσσια ιζηματογένεση, σε μικρό βάθος και σε ζεστά νερά. Την ίδια περίοδο στην ανατολική υπολεκάνη δημιουργείται η ανώτερη αναβαθμίδα στο ποταμό Τσεμπερούλα.

 

·      Τέλος ολόκληρη η περιοχή ανυψώνεται και διαβρώνεται η ανώτερη αναβαθμίδα στην ανατολική υπολεκάνη. Στη δυτική υπολεκάνη το πλέον δυτικό τμήμα βρίσκεται σε συνθήκες λιμνοθάλασσας δεχόμενη αντίστοιχα ιζήματα (περιοχή Καϊάφα), ενώ στη περιοχή Νεοχωρίου αποτίθενται τα ομώνυμα λατυποπαγή.

 

·      Η σημερινή εικόνα ολοκληρώνεται κατά το Ολόκαινο με τη δημιουργία των θινών και των αλλουβιακών αποθέσεων πάνω στους προϋπάρχοντες σχηματισμούς.