<<home

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.  ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ   3

2.  ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ   3

3.  ΣΤΟΧΟΙ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ   6

 

index of FIGURES

Fig. 1. 1. 5

 



 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Α

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.  ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ

 

Η περιοχή που μελετήθηκε ανήκει στους νομούς Μεσσηνίας, Ηλείας και εν μέρει Αρκαδίας, περιλαμβάνει δε τα τοπογραφικά φύλλα της ΓΥΣ κλίμακας 1/50.000, Κυπαρισσία, Νέα Φιγάλεια, Ολυμπία (το νότιο τμήμα), Τρόπαια (το νότιο τμήμα), Δημητσάνα (το νοτιοδυτικό τμήμα) και Μεγαλόπολη (το δυτικό τμήμα), έχει σχήμα περίπου τετράγωνο με πλευρά που έχει μήκος 30 χιλιόμετρα και έκταση περίπου 900 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

 

Το μέγιστο μέρος της μελετηθείσας περιοχής είναι ορεινό και αποτελείται από τα όρη: Κυπαρισσίας, Τετράζιο (Νόμια), Μίνθη, Λάπιθα και Λύκαιο (Εικ. 1.1Fig. 1. 1  5). Τα όρη Τετράζιο, Μίνθη και Λάπιθας έχουν μια μέση διεύθυνση E-W, ενώ το Λύκαιο έχει διεύθυνση NNW-SSE. Στα όρη της Κυπαρισσίας δεν μπορεί κανείς να προσδώσει κάποια ιδιαίτερη διεύθυνση ανάπτυξης αλλά είναι πολύ χαρακτηριστική η βόρεια απότομη απόληξή τους με διεύθυνση E-W.

 

Tα μεγαλύτερα υψόμετρα παρατηρούνται: στο Λύκαιο όρος (κορυφή Μπαταβάς 1420 μέτρα), στο Τετράζιο (κορυφή Προφήτης Ηλίας 1389 μέτρα), στη Μίνθη (κορυφή Κάστρο 1344 μέτρα), στα όρη της Κυπαρισσίας (κορυφή Άγιος Κωνσταντίνος 1224 μέτρα) και στο Λάπιθα (κορυφή Ξηροχόρτι 821 μέτρα). Οι υψηλότερες κορυφές των ορέων Τετράζιο, Μίνθη και Λάπιθας βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα τους, στην περιοχή που είναι πολύ κοντά στο Λύκαιο όρος. Το υψόμετρο αυτών των ορέων μειώνεται σταδιακά προς τα δυτικά μέχρι τον Κυπαρισσιακό κόλπο με μόνη εξαίρεση το Λάπιθα, που διατηρεί σχεδόν σε όλη του την κορυφογραμμή μέχρι τη δυτική απόληξή του στο Καϊάφα, σταθερό υψόμετρο (Λαφοκουμαριά 770 μέτρα).

 

Μεταξύ των ορέων αυτών έχουν δημιουργηθεί οι κοιλάδες: του ποταμού Σελλά (πεδινή και λοφώδης περιοχή του Καλού Νερού), της Νέδα (κυρίως λοφώδης περιοχή) και Άνυδρου - Τσεμπερούλα (η λοφώδης κυρίως περιοχή της Ζαχάρως).  Οι διευθύνσεις αυτών των κοιλάδων είναι E-W.

 

Στο δυτικό τμήμα η περιοχή έχει σχετικά ομαλό ανάγλυφο, εξαίρεση αποτελεί το τμήμα μεταξύ Καλού Νερού και Ελαίας, στις δε ακτές αναπτύσσονται εκτεταμένα πεδία άμμων και θινών, από την Κυπαρισσία μέχρι το Καϊάφα.

 

Oι κυριότεροι οικισμοί στην περιοχή είναι η Κυπαρισσία που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό παραλιακό άκρο της περιοχής μελέτης, η Ζαχάρω που βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο - αρκετά κοντά στη παραλία - της περιοχής μελέτης, η Ανδρίτσαινα ευρισκόμενη στο ορεινό βορειοανατολικό άκρο της περιοχής μελέτης και η Νέα Φιγάλεια στο μέσο της περιοχής μελέτης. Μικρότεροι σε πληθυσμό οικισμοί είναι κτισμένοι τόσο στις πεδινές και παράκτιες περιοχές όσο και στις ορεινές.

 

Τα όρια της περιοχής που μελετήθηκε καθορίστηκαν από τον υδροκρίτη του Αλφειού ποταμού ο οποίος διέρχεται από τα υψηλότερα σημεία: (ι) του Λάπιθα (770 και 821 μέτρα), οριοθετώντας το βόρειο τμήμα της περιοχής, (ιι) του Λύκαιου όρους (1420 μέτρα), και (ιιι) του Τετράζιου όρους (1389 μέτρα) οριοθετώντας το ανατολικό τμήμα της περιοχής. Το νότιο όριο αποτελεί η νοητή γραμμή που διέρχεται από την Κυπαρισσία και το Ζευγολατιό, το δε δυτικό όριο είναι η ακτογραμμή του Κυπαρισσιακού κόλπου.

 

 

2.  ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

 

Η πρώτη γεωλογική μελέτη του ελληνικού χώρου αναφέρεται στη  Πελοπόννησο και πραγματοποιήθηκε από ομάδα Γάλλων επιστημόνων BOBLAYE, E.P.- de VIRLET, TH., και δημοσιεύτηκε το 1833 στο Παρίσι με τίτλο "Expedition scientifique de Moree".

 

Ακολούθως ο A. PHILIPPSON το 1892 δημοσίευσε τη μονογραφία του "Der Peloponnes" όπου συνέταξε και τον πρώτο γεωλογικό χάρτη ολόκληρης της Πελοποννήσου σε κλίμακα  1/300. 000.

 

Ο L. CAYEUX (1903) διατυπώνει για πρώτη φορά την άποψη ότι η ζώνη της Πίνδου είναι επωθημένη στη θεωρούμενη τότε αυτόχθονη ζώνη της Τρίπολης σε περιοχές της Κρήτης.

 

O O. MAUL (1921) με βάση τις προγενέστερες εργασίες του PHILIPPSON μελέτησε από γεωμορφολογική άποψη την Πελοπόννησο.

 

Ο M. M. BLUMENTHAL (1933) υπήρξε ο πρώτος που δημοσίευσε μία σειρά στρωματογραφικών και τεκτονικών τομών και θεμελίωσε την άποψη του L. CAYEUX ότι η ζώνη της Πίνδου είναι επωθημένη στη ζώνη της Τρίπολης.

 

O C. RENZ (1940) έθεσε τις βάσεις της συστηματικής στρωματογραφίας και διαίρεσε τον ελλαδικό χώρο σε γεωτεκτονικές ζώνες.

 

Ο J. DERCOURT (1959) μελετά τη γεωλογία της βορειοδυτικής  Πελοποννήσου και κάνει ορισμένες γεωλογικές παρατηρήσεις στο όρος Σκολίς.

 

 

 

Fig. 1. 1

Εικ. 1.1: Η περιοχή μελέτης.

Fig. 1.1: Location map

 

Οι J. AUBOUIN & J. DERCOURT (1962) μελετούν στρωματογραφικά τα ανθρακικά πετρώματα που εμφανίζονται στο ακρωτήριο Παππάς στον Άραξο, στο όρος Σκολίς και στο όρος Λάπιθας. Εντάσσουν τα ανθρακικά πετρώματα του Άραξου στην Ιόνιο ζώνη, ενώ τα πετρώματα των ορέων Σκολίς και Λάπιθας εντάσσονται στην ζώνη Γαβρόβου - Τρίπολης.

 

Ο Γ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (1969) μελετά τους ασβεστόλιθους της Ιονίου ενότητας στο Κάστρο Κυλλήνης (ΒΔ Πελοπόννησος).

 

Ο D. McKENZIE (1970, 1972, 1978) εισάγει τον όρο μικροπλάκα του Αιγαίου για το ενεργό τμήμα του Ελληνικού τόξου, του οποίου το βόρειο όριο συμπίπτει με τη προέκταση του ρήγματος της Ανατολίας στο βόρειο Αιγαίο, που έχει δεξιόστροφη οριζόντια συνιστώσα ολίσθησης.

 

Ο Ν. ΦΥΤΡΟΛΑΚΗΣ (1971) μελετά τη γεωλογική δομή της Πυλίας.

 

Τον όρο μικροπλάκα του Αιγαίου χρησιμοποιεί και ο A. GALANOPOULOS (1972).

 

Οι J. DERCOURT, J.J. FLERY & P. TSOFLIAS (1973) θεωρούν ότι η ζώνη Γαβρόβου είναι αυτόχθονη μετά από μελέτη των εφαπτoμενικών κινήσεων στη ζώνη αυτή.

 

Ο Ν. ΛΑΛΕΧΟΣ (1975) χαρτογραφεί στα πλαίσια της εκπόνησης του γεωλογικού χάρτη της Ελλάδας από το ΙΓΜΕ, το φύλλο Κάτω Φιγάλεια και μελετά τη στρωματογραφία, την τεκτονική και την παλαιογεωγραφία των ιζημάτων της ενότητας Πίνδου από το Τριαδικό μέχρι το χρόνο απόθεσης του φλύσχη.

 

Ο Η. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ (1976) μελετά τις γεωτεκτονικές ενότητες Γαβρόβου - Τρίπολης και Πίνδου καθώς και τη γεωγραφική εξάπλωση και φάση των νεογενών και τεταρτογενών σχηματισμών της Πελοποννήσου. Διατυπώνει σκέψεις και απόψεις για την τεκτονική και παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Πελοποννήσου τόσο κατά τον αλπικό κύκλο όσο και κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, κατά την οποία παρατηρεί πολλές στρέψεις τεκτονικών τεμαχών που παρουσιάζουν συστηματικότητα και που σε μεγάλες αποστάσεις δημιουργούν τα τεκτονικά δίπολα. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις απαντούν στη Στερεά Ελλάδα και τη Βόρειο Πελοπόννησο όπου η στρέψη των τεκτονικών διπόλων είναι προς νότο.

 

Ο J. JACOBSHAGEN (1977) μελετά τη δομή και τη γεωτεκτονική εξέλιξη των Ελληνίδων.

 

Ο Π. ΤΣΟΦΛΙΑΣ (1977) χαρτογραφεί τις εμφανίσεις της Ιονίου Ενότητας στη περιοχή του Άραξου και στο Ακρωτήριο Μαύρη Μύτη.

 

Ο J. HAGEMAN (1977) μελετά τις μεταλπικές αποθέσεις της λεκάνης του Πύργου από στρωματογραφική και ιζηματολογική άποψη προτείνοντας ένα μοντέλο παλαιογεωγραφικής εξέλιξης της

περιοχής.

 

Οι D.J.W. PIPER et al. (1978) μελετούν το μειοκαινικό φλύσχη της δυτικής Ελλάδας.

 

Οι X. LE PICHON & J. ANGELIER (1979) μελετούν και προτείνουν ένα γεωδυναμικό μοντέλο εξέλιξης του Ελληνικού τόξου αποδεχόμενοι ότι ο χώρος της Πελοποννήσου παραμορφώνεται από ένα εφελκυστικού χαρακτήρα εντατικό πεδίο που έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία τεκτονικών βυθισμάτων από κανονικά ρήγματα στο εσωτερικό του τόξου.

 

Οι X. LE PICHON et al (1981) περιγράφουν το σημερινό γεωτεκτονικό καθεστώς, το οποίο χαρακτηρίζεται από μία ασυμμετρία της κίνησης, με σχεδόν καθαρή συμπίεση κατά μήκος της τάφρου του Ιονίου σε διεύθυνση NE-SW, η οποία σημειώνεται και στην ανάλυση των μηχανισμών γένεσης των σεισμών που απαντούν στη περιοχή και σύνθετη κίνηση με σημαντική δεξιόστροφη οριζόντια συνιστώσα αλλά και συνιστώσα συμπίεσης σε διεύθυνση NNE-SSW στις τάφρους Πλινίου και Στράβωνος.

 

Οι D. MONOPOLIS & A. BRUNETON (1982) σκιαγραφούν τη γεωλογική δομή του Ιονίου πελάγους ερμηνεύοντας στοιχεία από γεωτρήσεις και σεισμικές διασκοπήσεις. Σε μία από τις γεωλογικές τομές της εργασίας τους αναφέρονται στη γεωλογική δομή της Πελοποννήσου και της Ζακύνθου.

 

Ο F. THIEBAULT (1982) μελετά τη γεωδυναμική εξέλιξη των εξωτερικών ενοτήτων στη Πελοπόννησο, από το Ανώτερο Ολιγόκαινο και μετά.

 

Οι I. MARIOLAKOS & D. PAPANIKOLAOU (1981, 1985) μελετούν τα πιο κύρια περιθωριακά ρήγματα των μεταλπικών λεκανών που έδρασαν από το Ανώτερο Μειόκαινο μέχρι σήμερα και δέχονται ότι στο χώρο του Ελληνικού τόξου σήμερα υπάρχουν τρεις κύριοι τομείς με διαφορετικό ρηγματογενή ιστό.

 

Oι I. MARIOLAKOS, D. PAPANIKOLAOU, E. LAGIOS (1985) προτείνουν ένα Γεωδυναμικό μοντέλο εξέλιξης της Πελοποννήσου κατά τη νεοτεκτονική περίοδο, το οποίο βασίστηκε στις μόλις προαναφερθείσες μελέτες των περιθωριακών ρηγμάτων των μεταλπικών λεκανών, σε μορφοτεκτονικές παρατηρήσεις, σε βαρυτομετρικά και σεισμικά στοιχεία.

 

Ο J. R. UNDERHILL (1985, 1988, 1989) μελέτησε τους τριαδικούς εβαπορίτες και τον Πλειο-Τεταρτογενή διαπειρισμό στη Δυτική Ελλάδα συμπεριλαμβανομένης και της ΒΔ Πελοποννήσου, καθώς επίσης και τη παραμόρφωση της Ελληνικής προχώρας (ενότητα Παξών) στη Δυτική Ελλάδα (νησιά Ιονίου).

 

Ο Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ (1986) μελετά το Νεογενές και τις ενότητες Προαπούλια και Ιόνια όπου προσπαθεί να καθορίσει και το όριό τους στη περιοχή του Ιονίου πελάγους.

 

Ο Ε. ΚΑΜΠΕΡΗΣ (1987) μελετά και χαρτογραφεί τα μεταλπικά ιζήματα της βορειοδυτικής Πελοποννήσου και δίδει την άποψή του για τη παλαιογεωγραφική εξέλιξη της περιοχής κατά το Νεογενές και Τεταρτογενές (βλπ. κεφ. 2.3 Μεταλπικές αποθέσεις).

 

Οι Η. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & Δ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1987) μελετούν τη παραμόρφωση και τη σχέση παραμόρφωσης - σεισμικότητας στο ελληνικό τόξο προτείνοντας ότι η γεωμετρία των μεγαδομών του Ελληνικού τόξου έχει τη μορφή μίας λωξοζωνικής μεγαπτυχής.

 

Οι Η. ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ (1991) μελετούν τη παραμόρφωση των κατωπλειστοκαινικών θαλάσσιων αποθέσεων στη περιοχή Φιλιατρών (Δυτική Μεσσηνία) και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η παραμόρφωση της περιοχής δεν είναι θραυσιγενούς τύπου αλλά πλαστικο-θραυσιγενούς τύπου, η οποία προέρχεται από εντατικό πεδίο ζεύγους αντίρροπων δυνάμεων και μάλιστα περιστροφικού χαρακτήρα (rotational couple).

 

 

3.  ΣΤΟΧΟΙ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

 

Εκτός από τις προαναφερθείσες, έχουν πραγματοποιηθεί πάρα πολλές γεωλογικές, τεκτονικές και σεισμοτεκτονικές μελέτες στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στη δυτική Πελοπόννησο (θα αναφερθούν στα αντίστοιχα κεφάλαια) και αυτό διότι, παρουσιάζει σημαντικό οικονομικό αλλά και επιστημονικό ενδιαφέρον. Το οικονομικό ενδιαφέρον εστιάζεται στη βορειοδυτική Πελοπόννησο και τον Κυπαρισσιακό κόλπο (κύρια πετρελαιογεωλογικό ενδιαφέρον, αλλά και εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα λιγνίτη) καθώς και στη κεντροδυτική Πελοπόννησο (Μεγαλόπολη) λόγω των μεγάλων λιγνιτικών κοιτασμάτων. Επιστημονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει διότι, λόγω του ότι η περιοχή βρίσκεται πολύ κοντά στη τάφρο του Ιονίου πελάγους, είναι μια από τις πλέον σεισμικά ενεργές περιοχές της Ελλάδας και ως εκ τούτου είναι προνομιακός χώρος μελέτης της νεοτεκτονικής παραμόρφωσης του στερεού φλοιού της γής.

 

Οι τεκτονικές δομές που κυριαρχούν κατά τη νεοτεκτονική περίοδο στη Πελοπόννησο, σύμφωνα με τα όσα έχουν περιγραφεί μέχρι τώρα από σχεδόν όλους τους ερευνητές, είναι οι θραυσιγενείς δομές, δηλαδή μεγάλες ρηξιγενείς ζώνες και ρήγματα που συνήθως οριοθετούν τα τεκτονικά βυθίσματα από τα τεκτονικά κέρατα. Οι περισσότερες δε, αν όχι όλες, οι νεοτεκτονικές μελέτες έχουν γίνει σε χώρους οι οποίοι από τεκτονική άποψη είναι τεκτονικά βυθίσματα (Πύργου - Ολυμπίας, Μεγαλόπολης, Φιλιατρών, Κυπαρισσιακός) και όχι σε τεκτονικά κέρατα ή τις μεταβατικές ζώνες μεταξύ των θετικών (κέρατα) και αρνητικών (βυθίσματα) τεκτονικών δομών. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από αυτές έχουν περιοριστεί κυρίως στην τεκτονική ανάλυση των ρηγμάτων της νεοτεκτονικής περιόδου και μάλιστα έχουν αντιμετωπίσει τα ρήγματα και τις γραμμές προστριβής πάνω στις επιφάνειες των ρηγμάτων με την απλουστευμένη λογική της συμπίεσης ή του εφελκυσμού, αφού δεν εξετάζουν ταυτόχρονα τη σχέση των ρηγμάτων στο χώρο (τρεις διαστάσεις), αλλά κάθε περίπτωση ξεχωριστά παρά τη στατιστική επεξεργασία που έχει πραγματοποιηθεί (MERCIER 1976, ANGELIER 1979, BARRIER 1979 , MERCIER et al., 1979, FOUNTOULIS D., 1980, ANGELIER et al., 1982, LE PICHON etal., 1982, LYBERIS et al., 1982, MERCIER et al., 1983, RONDOGIANNI - TSIAMBAOU 1984, ΠΑΥΛΙΔΗΣ 1985, CUSHING 1985, MERCIER et al., 1987, CAPUTO 1990, ΚΑΡΟΤΣΙΕΡΗΣ 1991.

 

Επιπλέον οι περισσότεροι ερευνητές διαφοροποιούν το εντατικό πεδίο σε διάφορα στάδια, διακρίνοντας περιόδους συμπίεσης και περιόδους εφελκυσμού στο διαρκώς εξελισσόμενο τόξο, στηριζόμενοι σε στρωματογραφικούς προσδιορισμούς στις περιοχές των ρηγμάτων. Μ' αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζονται τόσο οι οριζόντιες μεταπτώσεις (παρακατακόρυφα ρήγματα - strike slip faults) και οι οριζόντιες συνιστώσες της κινηματικής (πλαγιοκανονικά ρήγματα - oblique slip normal faults και πλαγιοανάστροφα ρήγματα - oblique slip reverce faults) όσο και τα πιο σύνθετα εντατικά πεδία της διάτμησης και της στρέψης, ενώ ταυτόχρονα δεν λαμβάνεται ουσιαστικά υπόψη το φαινόμενο της επαναδραστηριοποίησης των παλαιών ρηγμάτων.

 

Aκόμα πρέπει να σημειωθεί ότι λίγοι ερευνητές έχουν ασχοληθεί με τις πλαστικού τύπου δομές (πτυχές σε διάφορες κλίμακες) που έχουν δημιουργηθεί κατά τη νεοτεκτονική περίοδο και ακόμη γενικότερα με την πλαστικοθραυσιγενούς τύπου παραμόρφωση κατά τη νεοτεκτονική περίοδο (ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1984, MARIOLAKOS et al., 1989, ΜΑΡΙΟΛΑΚΟΣ & ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ 1990).

 

Μερικοί ερευνητές προσπαθούν να προσεγγίσουν τη νεοτεκτονική παραμόρφωση δίδοντας έμφαση στη μελέτη κυρίως των γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών (επιφάνειες ισοπέδωσης, μορφή υδρογραφικού δικτύου, μετατοπίσεις γραμμών ακτών, κλπ.) (DUFAURE 1965, 1975, 1977, DUFAURE et al., 1975, VITA FINZI & KING 1985, ΜΟΥΡΤΖΑΣ 1990).

 

    Έτσι, πολλοί ερευνητές έχουν προτείνει γεωδυναμικά πρότυπα για την εξέλιξη του ελληνικού τόξου και πιο ειδικά για την Πελοπόννησο κατά τη νεοτεκτονική περίοδο (από το Ανώτερο Μειόκαινο μέχρι σήμερα). Τα περισσότερα δέχονται ότι η Πελοπόννησος είναι σε καθεστώς εφελκυσμού που συνοδεύεται από τεκτονικά βυθίσματα που έχουν δημιουργηθεί από κανονικά ρήγματα (RITSEMA 1974, McKENZIE 1978, MERCIER et al 1979, 1987, LE PICHON & ANGELIER 1979, DEWEY & SENGOR 1979, LYBERIS & LALLEMANT 1985, και άλλοι). Πιο συγκεκριμένα από τις νεοτεκτονικές μελέτες των MERCIER et al 1979, SOREL 1976, SEBRIER 1977, ANGELIER 1979, LALLEMANT, LYBERIS & THIEBAULT 1983, δείχνουν ότι το καθεστώς παραμόρφωσης του ελληνικού τόξου είναι αρκετά πολύπλοκο κατά το Τεταρτογενές ήτοι: συμπίεση διεύθυνσης E-W στο εξωτερικό τμήμα του τόξου (Ιόνια νησιά), εφελκυσμό σε διεύθυνση N-S στη περιοχή γύρω από τον Κορινθιακό κόλπο και τέλος εφελκυσμό σε διεύθυνση E-W στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο και τη Δυτική Κρήτη.

 

Όμως, ο HATZFELD et al 1990 σημειώνει ότι δεν μπορούν να διακριθούν και να χαρτογραφηθούν τα ενεργά ρήγματα από τη εκλυόμενη σεισμικότητα, ακόμα και στο Κορινθιακό κόλπο, τα Ιόνια νησιά και τη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο (περιοχή Καλαμάτας) και γενικότερα στο δυτικό τμήμα του ελληνικού τόξου όπου παρουσιάζεται πολύ μεγάλη σεισμική δραστηριότητα. Οι πιο αξιόπιστες αναλύσεις μηχανισμών γένεσης σεισμών (π.χ. McKENZIE 1972, 1978, JACKSON, FITCH & McKENZIE 1981, JACKSON et al 1982, PAPAZACHOS et al 1988, LYON CAEN et al 1988, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα με τις νεοτεκτονικές μελέτες. Για την περιοχή μεταξύ Κορινθιακού κόλπου και Κρήτης, στην οποία ανήκει και η περιοχή μελέτης δεν έχει δοθεί κάποιο ξεκάθαρο πρότυπο παραμόρφωσης (LE PICHON & ANGELIER 1979, LYBERIS & LALLEMANT 1985, MERCIER et al 1987), ο δε HATZFELD et al 1990 με βάση την ανάλυση των μηχανισμών γένεσης σεισμών μεγέθους <4 και μικρού βάθους, τοποθετεί τη περιοχή σε μία ζώνη που ουσιαστικά συνυπάρχουν συμπίεση (ανάστροφα ρήγματα), εφελκυσμός (κανονικά ρήγματα) και ρήγματα οριζόντιας ολίσθησης.

 

Είναι φανερό λοιπόν ότι η νεοτεκτονική εξέλιξη της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου δεν έχει μελετηθεί επαρκώς και πολύ περισσότερο δεν έχουν ληφθεί και άλλοι παράγοντες υπόψη (εκτός της τεκτονικής ανάλυσης των ρηγμάτων και των μηχανισμών γένεσης των σεισμών), όπως η γεωμορφολογία, η υδρογεωλογία, ο διαπειρισμός κλπ.).

 

Τελικά, χωρίς να αμφισβητούνται τα επιμέρους στοιχεία των προαναφερθέντων ερευνητών, αναζητείται από τη παρούσα διατριβή ένας πληρέστερος τρόπος περιγραφής τόσο της ρηξιγενούς και της πλαστικής παραμόρφωσης, όσο και του εντατικού πεδίου δίδοντας έμφαση στα ρεαλιστικά είδη της διάτμησης και της στρέψης, ιδιαίτερα σε μακρο- και μεγασκοπική κλίμακα. Tο ενδιαφέρον δεν εστιάστηκε μόνο στα τεκτονικά βυθίσματα, που δομούνται από μεταλπικούς θαλάσσιους ή χερσαίους σχηματισμούς, αλλά και στα τεκτονικά κέρατα που παρεμβάλλονται μεταξύ των τεκτονικών βυθισμάτων που δομούνται κυρίως από πελαγικούς σχηματισμούς της ενότητας Πίνδου.

 

Πιο αναλυτικά, η παρούσα διατριβή έχει τους ακόλουθους στόχους:

 

·      Την ερμηνεία της νεοτεκτονικής εξέλιξης της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

 

·      Τον υπολογισμό μέσων ταχυτήτων βύθισης και ανύψωσης κατά το Τεταρτογενές.

 

·      τη σύνθεση του Νεοτεκτονικού Χάρτη της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου.

 

·      Την κατανόηση του τύπου παραμόρφωσης.

 

Για να προσεγγισθούν οι προαναφερθέντες στόχοι της διατριβής ακολουθήθηκαν οι παρακάτω μέθοδοι έρευνας στην ύπαιθρο και στο εργαστήριο.

 

·      Για τη μορφοτεκτονική μελέτη  χρησιμοποιήθηκαν οι τοπογραφικοί χάρτες της ΓΥΣ κλίμακας 1/50.000 και κατασκευάστηκαν οι εξής χάρτες που δίδονται εκτός κειμένου:

 

    (i)   Υδρογραφικών δικτύων των λεκανών Ζαχάρως, Νέδα και Άνω Μεσσηνίας

 

    (ii)  Μορφολογικών κλίσεων και κατά βάθος διάβρωσης

 

    (iii) Επιφανειών ισοπέδωσης

 

·      Οι χάρτες ελέγχθηκαν και συμπληρώθηκαν  πρώτον από τη μελέτη αεροφωτογραφιών και δεύτερον από τον έλεγχό τους στην ύπαιθρο.

 

·      Για τη λεπτομερή μελέτη των αλπικών  σχηματισμών της περιοχής Καϊάφα έγινε χαρτογράφηση σε κλίμακα 1/5.000, δειγματοληψία από τους ανθρακικούς και κλαστικούς αλπικούς σχηματισμούς της περιοχής προκειμένου να γίνει ιζηματολογική και  μικροπαλαιοντολογική μελέτη στο εργαστήριο, για να προσδιοριστεί η ηλικία και η φάση των σχηματισμών αυτών.

 

·      Οι εμφανίσεις των θαλάσσιων και χερσαίων μεταλπικών σχηματισμών των λεκανών Ζαχάρως, Νέδα και Καλού Νερού Κυπαρισσίας της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου, χαρτογραφήθηκαν σε κλίμακα 1/25.000 και όπου κρίθηκε απαραίτητο σε κλίμακα 1/5.000. Για τις λεκάνες Δωρίου, Άνω Μεσσηνίας και Μεγαλόπολης ελήφθησαν υπόψη τα υφιστάμενα βιβλιογραφικά δεδομένα. Η παρουσίαση των στοιχείων αυτών στο Νεοτεκτονικό Χάρτη γίνεται σε κλίμακα 1/100.000. Η διάκριση των μεταλπικών αποθέσεων σε σχηματισμούς, έγινε με κριτήρια: (α) τη φάση, (β) τη λιθολογία, (γ) την ηλικία, (δ) τη τεκτονική και (ε) τα σημερινά γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των αποθέσεων.

 

·      Οι νεοτεκτονικές μακροδομές (ρηξιγενείς ζώνες, ρήγματα, πτυχές), χαρτογραφήθηκαν σε κλίμακες από 1/50.000 έως 1/5.000 Τα τεκτονικά στοιχεία που μετρήθηκαν στην ύπαιθρο επεξεργάστηκαν στο εργαστήριο και παρουσιάζονται σε διαγράμματα. Τέλος κατασκευάστηκε ο Τεκτονικός Χάρτης των αλπικών ενοτήτων σε κλίμακα 1/50.000 που δίδεται εκτός κειμένου. Πρέπει να σημειωθεί ότι δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην παραμόρφωση του αλπικού τεκτονικού ιστού κατά τη νεοτεκτονική περίοδο.

 

·      Για τον προσδιορισμό της ηλικίας και των χαρακτηριστικών του παλαιοπεριβάλλοντος του χώρου απόθεσης των ιζημάτων πραγματοποιήθηκαν πολλές λιθοστρωματογραφικές τομές από τις οποίες επιλέχθηκαν και παρουσιάζονται τελικά οι πιο αξιόλογες.

 

·      Οι προσδιορισμοί των μακρο- και μικροαπολιθωμάτων (τρηματοφόρα) στα δείγματα από τις τομές που ελήφθησαν, έγιναν από την Αναπλ. Καθηγ. Δρ. Α. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ - ΔΙΑΚΑΝΤΩΝΗ και τη Λέκτορα Δρ.  Μ. Ρ. ΜΙΡΚΟΥ του Τομέα Ιστορικής Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, του Τμήματος Γεωλογίας, του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

·      Οι προσδιορισμοί των ναννοαπολιθωμάτων έγιναν από την συνάδελφο του ΙΓΜΕ, Ευγ. ΜΩΡΑΙΤΗ.

 

·      Οι προσδιορισμοί των κόκκων γύρεως (pollen) έγιναν από την συνάδελφο Dr. ELKE RENATE ENGEL του Institute fur Geologie und Palaontologie του Marburg.

 

·      Η μελέτη των δειγμάτων λιγνιτών από την Κυπαρισσία έγινε από τον Δρ. Κ. ΚΟΥΚΟΥΖΑ, διευθυντή του Τομέα ΔΕΠΥ του ΙΓΜΕ.

 

·      Παρουσιάζονται σεισμολογικά και γεωφυσικά δεδομένα και απόψεις για την περιοχή τα οποία αξιολογούνται και αξιοποιούνται για τον χαρακτηρισμό των ενεργών δομών.

 

·      Τέλος εκπονήθηκε Νεοτεκτονικός Χάρτης για τη περιοχή της Κεντροδυτικής Πελοποννήσου σε κλίμακα 1/100.000, οποίος δίδεται εκτός κειμένου.

 

·      Πρέπει να σημειωθεί ότι:

 

i.      οι εργασίες στην ύπαιθρο και  το εργαστήριο δεν ήταν ανεξάρτητες, αλλά στενά συνδεδεμένες και διαδεχόταν η μία την άλλη και

 

ii.     προκειμένου να απαντηθούν ερωτήματα που προέκυψαν κατά τη φάση των ερευνών στην ύπαιθρο, σε αρκετές περιπτώσεις η έρευνα επεκτάθηκε σε θέσεις που βρίσκονται αρκετά μακριά από τη στενή περιοχή μελέτης, όπως στο Δυρράχιο και τους Αραχαμίτες, στο νότιο και ανατολικό περιθώριο της λεκάνης της Μεγαλόπολης, ή βόρεια του Αλφειού στο τεκτονικό βύθισμα Πύργου - Ολυμπίας. Ορισμένα από αυτά τα στοιχεία παρουσιάζονται τόσο στους χάρτες όσο και στο κείμενο.